Hermit and The Recluse, Orpheus vs. The Sirens, #06
Τα τελευταία χρόνια οι κουλ τάσεις του αμερικάνικου hip-hop φαίνεται να μοιράζονται ανάμεσα στους δυτικοακτέζους Kendrick Lamar & co, σε όλους αυτούς τους περίεργους (και ακατανόητους για μένα) πιτσιρικάδες με τα περίεργα κουρέματα και τα Lil’ something ονόματα και τις πιο pop-ίζουσες πτυχες με τους Drakes, τις Minaj και τις Cardi B αυτού του ντουνιά. Οι τελευταίοι είναι εκτός των νερών μου και πέραν 2-3 δοκιμαστικών ακροάσεων καινούριων κυκλοφοριών για εγκυκλοπαιδικούς λόγους, δεν έχω αφιερώσει ποτέ χρόνο. Τους δεύτερους δεν τους παλεύω καθόλου, ενώ με τους Καλιφορνέζους hip-hoppers δεν τα πήγαινα καλά ποτέ και στις προηγούμενες γενιές. Και τι φταίμε εμείς που σαι περίεργος θα πει κάποιος, αλλά τι να κάνεις, αυτή είναι η ζωή. Από τότε που άρχισα να εκτιμώ το hip-hop ως ήχο, πάντα με έλκυαν περισσότερο οι πιο κλασσικοί Νεουορκέζικοι ήχοι (με μεγαλύτερη αγάπη μάλλον τους Wu Tang Clan και τα παρακλάδια τους) και στη δεκαετία που διανύουμε, νομίζω ότι το μόνο mainstream hot όνομα της περιοχής είναι o Childish ο Gambino, το οποίο επίσης δεν έχω καταφέρει βέβαια να εκτιμήσω μετά από μπόλικες προσπάθειες (ναι, ξέρω, είμαι απάλευτος γεροπαράξενος).
Ελαφρώς κάτω από την επιφάνεια βέβαια (όπως και σε όλα τα είδη) δεν έχουν σταματήσει να γίνονται ενδιαφέροντα πράγματα και να βγαίνουν αριστουργήματα και αριστουργηματάκια. Τον Kasheem Ryan (κατά κόσμον Ka) τον έμαθα πρώτη φορά με το προπέρσινο «Honor Killed The Samurai», λογικά μετά από καμιά ενθαρρυντικά περιγραφική κριτική στο Pitchfork ή στο Quietus και ο δίσκος έλιωσε αρκετά εκείνη τη χρονιά. Είχε όλα τα στοιχεία που βρίσκω γοητευτικά σε κάποιον μουσικό του είδους: ατμόσφαιρα, μελωδίες, περισυλλογή και πλήρη απουσία φανφάρας στον λόγο του. Στα συν ότι κάτι η θεματική, κάτι ο ήχος έφερναν στο μυαλό τους Wu Tang Clan και τις μετέπειτα δουλειές του GZA. Φέτος λοιπόν, ο πυροσβέστης φίλος μας, συνεργάστηκε με τον παραγωγό Animoss και ως Hermit And The Recluse (υπέροχος πλεονασμός το όνομα εντωμεταξύ), άφησαν τις Γιαπωνίες και αποφάσισαν να πιάσουν τον (ομολογουμένως και αναμενόμενα πολυτραγουδισμένο) Ορφέα για να στήσουν τις αστικές αλληγορίες τους. Ως ιδέα, μπορεί να είναι κάπως πολυδουλεμένη, αλλά από την άλλη, όλα παίζονται στη ματιά του δημιουργού και δεν θα κουράζομαι ποτέ να αναφέρω ως παράδειγμα το «Hadestown» της Anais Mitchell, ο οποίος ηταν αυθεντικά αριστουργηματικός concept δίσκος.
To «Orpheus vs The Sirens» ευνοείται από ένα υποδειγματικό ταίριασμα ανάμεσα στους δυο δημιουργούς του. Από τη μια ο Ka περισσότερο μονολογεί τους συλλογισμούς του, παρά φτύνει ρίμες, μιλάει στον εαυτό του, επιμένει σε επαναλαμβανόμενες φράσεις (όπως το «we made it through» στο «Fate), μοιάζει με άνθρωπο που απλά προσπαθεί να ξεδιαλύνει τις σκέψεις του. H παραγωγή του Animoss από πίσω, μπορεί να χαρακτηριστεί μόνο ως αρχοντική. Συναισθηματική χωρίς να γίνεται μελό, πλούσια χωρίς να γίνεται παραφορτωμένη, δουλεμένη χωρίς να γίνεται αποστειρωμένη. Ο δίσκος είναι μια ανασκόπηση ζωής (άλλωστε πλησιάζει τα 50 πλέον ο Ka), από κείνες που όλοι νιώθουμε την ανάγκη να κάνουμε κάποια στιγμή, απλά χωρίς τόσο ταλέντο και λυρισμό στη γραφή. Τελικά αυτό που σε κερδίζει ολοκληρωτικά, πέραν της μουσικής είναι αποσπάσματα όπως αυτό στο (συγκλονιστικά sample-αρισμένο) «Golden Fleece»:
Θα τολμήσω να κάνω μια ακόμα αναλογία στο μυαλό μου και εδώ και θα πω ότι το «Orpheus Vs. The Sirens» φέρνει στο μυαλό το μεγαλειώδες εκείνο soundtrack του Ghost Dog, είναι γεμάτο με την ίδια νύχτα, είναι γεμάτο με τους ίδιους μονολόγους του πρωταγωνιστή, είναι γεμάτο με την συνειδητοποίηση ότι συνεχίζεις ακόμα και αν δεν βλέπεις διέξοδο, γιατί, τελικά, τι άλλο να κάνεις;