smoke, lights, noise
Ήταν 21 Μαίου 2005. Οι Κωνσταντίνοι και Ελένες αυτού το κοσμάκη γιόρταζαν την ονομαστική τους εορτή, οι Ελληνίδες και Έλληνες αυτού του κοσμάκη ετοιμάζονταν να πανηγυρίσουν την νίκη στη Eurovision της (εορτάζουσας) Παπαρίζου και εμείς είχαμε βρεθεί να περιμένουμε έξω από το (έτοιμο να μετατραπεί σύντομα σε σουπερμάρκετ) Ρόδον για να δούμε τους Isis, που ήταν τότε στα καλύτερά τους (τώρα καλά καλά δεν μπορούμε να ψάξουμε στο google τους Isis). Κάπου εδώ θα ήταν αναμενόμενο να γίνει μια αναδρομή γεμάτη συναισθηματισμό στην ιστορία και σημασία του Ρόδον για τη μουσική στην Ελλάδα, αλλά επειδή δεν πρόλαβα να δεθώ ιδιαιτέρως συναισθηματικά με το Ρόδον, δεν θα την κάνω. Support στους Isis ήταν οι Jesu του Broadrick, στις συναρπαστικές αρχές τους ακόμα (πριν γίνουν πιο βαρετοί και από το σιδέρωμα) και ο Tim Hecker (αγνώστων λοιπών στοιχείων για μας που χαμε πάει να δούμε τους Isis).
Κοιτώντας πίσω σε εκείνη την εποχή διαπιστώνω ότι και ο Hecker ήταν ακόμα στην αρχή του (ως Hecker τουλάχιστον, γιατί το όνομα Jetone ήταν ήδη σχετικά γνωστό), βρισκόμενος ανάμεσα στο «Mirages» και στο breakthrough του «Harmony in ultraviolet». Φυσικά, εγώ τότε δεν είχα ιδέα για όλα αυτά (και άρα δεν μπορώ να το παίξω πρωτοντεμάκιας) και πέρα από μια αμυδρή περιέργεια για το τι ήταν αυτός ο τύπος, ήμουν περισσότερο επικεντρωμένος στις μπύρες με το υπόλοιπο παρεάκι (ήταν ωραίο το τότε παρέακι για να τα λέμε όλα). Όταν ξεκίνησε να παίζει ο Hecker όμως, και παρά το γεγονός ότι το ambient/noise/etc μίγμα που παρουσίαζε δεν ήταν ακριβώς μέσα στα ακούσματά μου, θυμάμαι τον εαυτό μου να εντυπωσιάζεται. Φυσικά, 12 χρόνια μετά δεν θυμάμαι καν τι έπαιζε, αλλά το αίσθημα ότι βρισκόμασταν μπροστά σε κάτι τρομερά ενδιαφέρον παραμένει ξεκάθαρο στο μυαλό μου.
Fast-forward 10 χρόνια μετά, πάλι Μάιος, πάλι Αθήνα, χωρίς eurovision αυτή τη φορά, έξω από ένα άλλο χώρο, όχι τόσο ιστορικό (ή τόσο ωραίο) όσο το Ρόδον, σε μια αρκετά διαφορετική Αθήνα, δίπλα σε ένα πολύ διαφορετικό κοινό, όντας ένας αρκετά διαφορετικός άνθρωπος. O Tim Hecker έχει κυκλοφορήσει τον καλύτερο (κατ’ εμέ) δίσκο του, το «Ravedeath, 1972» και έναν αντάξιο, διάδοχό του, το «Virgins», βρίσκεται σε μεγάλα κέφια και έχει γίνει ένας από τους αγαπημένους μου καλλιτέχνες. Η δε αναμονή να τον δούμε πλέον, είναι μάλλον μεγαλύτερη από αυτή πριν τους Isis, καθώς, σε αντίθεση με το 2005, οι συναυλίες δεν είναι πολύ συχνό φαινόμενο στη ζωή μας και η απόφαση να ξεκουβαλήσουμε παίρνεται σαφώς πιο δύσκολα. Επιπλέον, το συγκεκριμένο live ερχόταν ως ζευγάρι μαζί με την πρώτη εμφάνιση του Ben Frost στην Ελλάδα, οπότε ο ενθουσιασμός ήταν ακόμα μεγαλύτερος. Φυσικά, γκαντεμιές συμβαίνουν και στις καλύτερες οικογένειες, και ένα ατύχημα δεν μας επέτρεψε να δούμε ποτέ τον Hecker στην επιστροφή του στη Ελλάδα.
Κάπως έτσι φτάνουμε στο 2017, μια χρονιά που έχει αρχίσει να εξελίσσεται σε ανάλογη του 2005 σε συναυλίες που έχουμε κανονίσει ή θα κανονίσουμε να πάμε. Δεν ξέρω πως, αλλά το συναυλιακό πρόγραμμα φέτος είναι τόσο ελκυστικό που μοιάζει σχεδόν αμαρτία να μη δούμε όσα περισσότερα μπορούμε. Μεγάλο μέρος των καλών νέων οφείλεται στις διοργανώσεις της Groove Productions στην Αγγλικανική Εκκλησία του Αγ. Παύλου, η πρώτη εκ των οποιών ήταν η επιστροφή του Tim Hecker, σε ένα χώρο πολύ πιο ταιριαστό στη μουσική του από ότι το Ρόδον ή το Ρομαντζο. Βρισκόμαστε λοιπόν οι τρεις μας, έξω από την εκκλησία (για τρίτη φορά), περιμένοντας να καταφέρουμε να δούμε επιτέλους τον Καναδό. Ο κόσμος αρκετός (η συναυλία sold-out γαρ), η αναμονή με λίγη περισσότερη γκρίνια από ότι θα ήταν το 2005 και η είσοδος στην εκκλησία ανά τετράδες καθότι απαιτούταν η ταχτοποίηση του κόσμου στα στασίδια από τους διοργανωτές, εξαιτίας του πολύ καπνού που χρησιμοποιήθηκε για το στήσιμο του live (και έφερε μνήμες άβολων στιγμών στους Sunn O))) στο An).Εκεί λοιπόν, καταλήγουμε καθισμένοι στη γεμάτη εκκλησία, μπροστά σε μια σειρά μπλε προβολάκια, αναμένοντας την αρχή του live.
Ίσως ο όρος live να χρησιμοποιείται κάπως καταχρηστικά, αλλά αυτό είναι μια συζήτηση που, αν και ενδιαφέρουσα, πρέπει να γίνει κάποια άλλη στιγμή. Στην καθορισμένη ώρα (Ευρωπαίοι γίναμε), η μουσική ξεκινάει, τα προβολάκια αρχίζουν να παιχνιδίζουν και ο Hecker δεν φαίνεται πουθενά. Οι θεατές αρχίζουν να ψιλοκοιτάζονται μεταξύ τους και να αναμένουν, αλλά καθώς η συναυλία προχωρά, συνειδητοποιούν όλοι λίγο πολύ ότι μάλλον δεν θα εμφανιστεί πίσω από το τείχος καπνού κάτι παραπάνω από την αμυδρή σιλουέτα του Hecker. Αργότερα θα θυμηθώ, ότι κάτι ανάλογο είχε συμβεί και το 2005, όταν ο Hecker έπαιζε το set του από τη θέση του ηχολήπτη και όχι τη σκηνή. Δεν θα αναλύσω πολύ τις θεωρητικές προεκτάσεις της (μη) παρουσίας του μουσικού σε μια συναυλία. Είναι σαφές ότι αφού επιλέγεις να παραβρεθείς σε μια τέτοια εκδήλωση, αναζητάς σε κάποιο επίπεδο την φυσική επικοινωνία με τον μουσικό και η ανατροπή μιας τέτοιας νόρμας δεν ξέρω αν είναι ενδιαφέρων πειραματισμός ή αχρειάστη avant-gardeίλα. Από την άλλη πλευρά και μόνο το γεγονός ότι θα συζητηθεί, σημαίνει ότι σε κάποιο επίπεδο πέτυχε το σκοπό της. Επίσης θα ομολογήσω ότι ο συνδυασμός της αμυδρής παρουσίας του μουσικού και της φυσικής επίδρασης των δονήσεων της ίδιας της μουσικής παρουσίαζε μια άκρως καθηλωτική εμπειρία.
Ο Καναδός είναι αποδεδειγμένα μεγάλος μαέστρος στη διαχείριση και επεξεργασία των ήχων. Κινείται ανάμεσα στο ambient, στο κλασσικό και στο noise με τόση επιδεξιότητα που βλέπεις την εξέλιξη της μουσικής στο μυαλό σου ενώ νιώθεις την επίδραση των συχνοτήτων της στα αντικείμενα γύρω σου, στο κτίριο και στο ίδιο σου το σώμα. Για μια ώρα δεν σταμάτησε να απαιτεί την προσοχή του κοινού, χωρίς καν να εμφανιστεί μπροστά του. Πολύ πιο θορυβώδης από το πρόσφατο «Love Streams», κάτι που δεν το πολυπερίμενα να πω την αλήθεια, ίσως γιατί πίστευα ότι η επιρροή της 4AD θα γίνεται πιο έντονη όσο περνάει ο καιρός. Αν και θα λάτρευα μια παρουσίαση των πιο κλασσικότροπων στοιχείων της μουσικής του, δεν υπήρχε στιγμή στη μια ώρα που διάρκεσε το set που να βαρέθηκα ή να αφαιρέθηκε η προσοχή μου.
Σωτήριο έτος 2017, 22 Μαρτίου, ώρα 22:30. Εμείς στη Φιλελλήνων να κινούμαστε προς το μετρό, ευχαριστημένοι από την αρχή της συναυλιακής σαιζόν, περιμένοντας με ανυπομονησία τον ερχομό του Fennesz στην Αγγλικανική (ώστε να θυμηθούμε ημέρες Synch) και προγραμματίζοντας τα υπόλοιπα που θέλουμε να δούμε. Στο ενδιάμεσο, The Black Heart Procession, και προσπάθεια να κάνουμε κατσαπ με τις φετινές κυκλοφορίες που έχουν αρχίσει να μαζεύονται. Αν βρούμε χρόνο μπορεί να κάνουμε και καμιά δουλειά.