Going deeper underground
Υπάρχουν κάποιες χρονικές στιγμές στην πορεία ορισμένων καλλιτεχνών, τόσο έκδηλα μεταιχμιακές, που παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρατήρησης. Κάνοντας πρόσφατα μια ανασκαφή σε παλιούς δίσκους, έπεσα (sic) πάνω στο “The Miners’ Hymn” του Jóhann Jóhannsson, το οποίο είναι ένα ξεκάθαρο σύνορο ανάμεσα σε δυο ιδιαιτέρως διακριτές περιόδους του. Τον Jóhannsson τον έμαθα πρώτα με το “Virðulegu Forsetar”, αλλά τον αγάπησα κυρίως με το, εκπληκτικό, “IBM 1401, A User’s Manual”, ίσως την καλύτερη στιγμή των πρώτων Touch/4AD ημερών του, των ημερών που τον είχαν χαρακτηρίσει έναν από τους πιο ελπιδοφόρους νέο-μινιμαλιστές συνθέτες και μέρος μιας γενιάς εντυπωσιακών Ισλανδών μουσικών που είχαν αρχίσει να κάνουν όνομα στους ευρύτερους νέο-κλασσικούς/ambient κύκλους.
Κάποια στιγμή, μετά το 2012, τον ανακάλυψε το Hollywood και ο ευρύτερος κινηματογραφικός κόσμος, με αποτέλεσμα να μείνουν πίσω οι προσωπικοί του δίσκοι, για να επικεντρωθεί στην, σαφώς πιο επικερδή, παραγωγή soundtrack. Ας μη με παρεξηγήσει κανένας, δεν το λέω επικριτικά, είμαι σίγουρος ότι αποτελεί σημάδι της αναγνώρισης της αξίας του και δύσκολα κάποιος θα έλεγε όχι σε προτάσεις όπως το “Prisoners”, το “Theory of Everything” ή το “Arrival” και από πλευράς οικονομικής και από πλευράς δυνατοτήτων παραγωγής. Προσωπικά όμως, εντός ελαχίστων εξαιρέσεων, το “ορχηστρικό soundtrack” δεν είναι από τις μεγάλες μου αδυναμίες στη μουσική, οπότε τα τελευταία 5-6 χρόνια μου έχει λείψει ο Jóhannsson των πρώτων album, καθώς με την εξαίρεση του, υπέροχα minimal, “Prisoners”, τα υπόλοιπα δεν με κέρδισαν και πολύ. Φυσικά, θα κατανοήσω ότι μάλλον όλος αυτός ο ντόρος γύρω από το όνομα του Ισλανδού, είναι αυτό που οδήγησε στο να κυκλοφορήσει το τελευταίο του album (“Orphée”) στην Deutsche Grammophon, το οποίο από μόνο του είναι ένα εμφανές δείγμα επιτυχίας στο νέο-κλασσικό χώρο. Όσο και αν μου άρεσε το “Orphée”, θεωρώ ότι είναι εμφανή μέσα του τα χαρακτηριστικά των μεγάλων σαλονιών και δεν μπορεί παρά να μου λείπουν κάπως οι πιο απλές, πρώτες ημέρες.
Ανάμεσα λοιπόν στις μέρες του «ενός από αυτούς τους Ισλανδοπερίεργους» και του περιζήτητου συνθέτη, έρχεται να σταθεί το “The Miners’ Hymns”. Ένα soundtrack, το οποίο για κάποιο λόγο συμπεριλαμβάνεται στα “κανονικά” album του (το οποίο είναι μάλλον και το πιο ξεκάθαρα μεταβατικό χαρακτηριστικό του). Έρχεται να ακολουθήσει το επίσης κάτι-σαν-soundtrack “And In The Endless Pause There Came The Sound Of Bees” και αντικαθιστά τον πιο ορχηστρικό του χαρακτήρα με μια επιστροφή στις πρώτες, ambient μέρες του ως μουσικού. Το “The Miners’ Hymns” έρχεται να συνοδεύσει το ομώνυμο, βουβό, ντοκυμαντέρ του Bill Morrison, για τον ειδυλλιακό βορρά της Αγγλίας την μαγευτική περίοδο των μέσων της δεκαετίας του 80. Για όσους αρέσκονται σε κοινωνικοπολιτικές αναλύσεις με ταξικό χαρακτήρα, είμαι σίγουρος ότι μάλλον δεν υπάρχει πιο πρόσφορο έδαφος από το Ην. Βασίλειο των Θατσερικών 80s, τα οποία μέσα από τη μαυρίλα τους πρόσφεραν έμπνευση σε πολλούς καλλιτέχνες διαφόρων ειδών τέχνης να δημιουργήσουν Μεγάλα Πράγματα (ή αλλιώς ΜΠ). Αναμένω πότε θα αρχίσουμε να κάνουμε post-Brexit παραλληλισμούς, αλλά δεν ξέρω αν θα αντέξω κανένα νέο-punk revival.
Αναμενόμενα ίσως, το “The Miners’ Hymns” χαρακτηρίζεται από την μαυρίλα της πρώτης ύλης που βρίσκεται στο επίκεντρό του. Έχει απολέσει μεγάλο μέρος του ελεγειακού χαρακτήρα των προκατόχων του, για μια εναλλαγή ανάμεσα σε ημι-απειλητικά ασφυκτικές ατμόσφαιρες και αγωνιούσες για μια πολυπόθητη γαλήνη στιγμές. Όσο και αν δεν αποφύγουμε τα κλισέ, ο χαρακτηριστικά ομιχλώδης αγγλικός Βορράς είναι κυρίαρχος εδώ, με την παραίτηση και την επιμονή του, κάπου ανάμεσα στον αιθέρα και στο υπέδαφος, με όλες τις αντιθέσεις που τον κάνουν ξεβαμμένα γοητευτικό αλλά και όχι ένα μέρος που θα επέλεγες για μια άνετη ζωή. Δεδομένου ότι ο δημιουργός είναι Ισλανδός και χρονικά (και όχι μόνο) απομακρυσμένος από τις εμπειρίες των ανθρακορύχων του Durham, καταφέρνει να συνοδεύσει κατάλληλα τις αρχειακές εικόνες του Morrison. Φυσικά, και μόνο η δημιουργία τέχνης εμπνευσμένης από τις (δύσκολες) εμπειρίες μιας ξένης προς εσένα κοινωνικής ομάδας σηκώνει μπόλικη συζήτηση, αλλά αυτό θα πρέπει να γίνει κάποια άλλη στιγμή και ίσως να οδηγήσει στο να χάσουμε την ομορφιά που περιέχεται σε αυτές τις συνθέσεις.
Στο “The Miners’ Hymns” o Jóhannsson σχεδόν φαίνεται να προβλέπει την μουσική εξέλιξή του, κρατώντας όμως τα εφόδια τις μέχρι τότε καριέρας του. Είμαι σίγουρος ότι η εν λόγω κυκλοφορία μάλλον θα έχει τη μοίρα να παραπέφτει πάντοτε, είτε από αυτούς που επικεντρώνονται στα πρώτα album τους, είτε από αυτούς που τον γνώρισαν ως επιτυχημένο συνθέτη μεγαλεπήβολων soundtrack. Μάλλον αρμόζουσα μοίρα δεδομένου του περιεχομένου του. Καλό θα είναι να φροντίζουμε να το φέρνουμε στο φως πότε πότε, για να θυμόμαστε τη σχέση παρελθόντος-μέλλοντος, αλλά και να απολαμβάνουμε την συνθετική του αξία.