Not all’s about the medium
Νομίζω ότι όσο υπήρξαν, υπάρχουν και θα υπάρχουν άνθρωποι που αφιερώνουν χρόνο, χρήμα και συναισθήματα στην σχέση τους με τη μουσική, θα κάθονται να συζητούν για τα διάφορα μέσα που επιλέγονται να την φιλοξενούν όταν ηχογραφείται. Διαφωνίες και προτιμήσεις θα υπήρχαν όταν τα μαγνητικά μέσα ήρθαν να συμπληρώσουν το βινύλιο, όταν η ψηφιοποίηση που έφεραν τα cd ήρθε να αντικαταστήσει το αναλογικό του παρελθόντος και η διαφωνία της δικιάς μας γενιά μάλλον ήρθε κάπου στα late 90s με early 00s με την εμφάνιση του (διαβολικού κατά πολλούς) mp3. Κάπως έτσι ξεκινήσαμε να συζητάμε για ποιότητα, ζεστασιά, ήρθε στο λεξιλόγιό μας πρώτα το lossy και μετά το lossless (με την έλευση του FLAC) για να κάνουμε μια πλήρη περιστροφή και να καταλήξουμε πάλι (μέσω της ευρύτερης vintage νοσταλγίας που μας χαρακτηρίζει) πίσω σε βινύλια, κασέτες και, περιμένω κάπου στο βάθος την επανεμφάνιση του 8-track. Μεγάλος χαμένος της ιστορίας μάλλον το mini-disc που ποτέ δεν κατάφερε να κερδίσει το cult status που θα του επέτρεπε να γίνει το νέο, αγαπημένο μέσο των indie κύκλων.
Σε αντίθεση με ότι διαφαινόταν στις αρχές της νέας χιλιετίας, όπου όλα έμοιαζαν να γίνονται ψηφιακά, και ο κόσμος πετούσε πικαπ, cd players, κασετόφωνα, diskman και άλλα τέτοια ρομαντικά για dvd και σκληρούς δίσκους, η τάση των ’10s είναι πολύ περισσότερο back to basics. Πλέον pickup βρίσκεις ακόμα και δίπλα σε επιτραπέζια και καφετιέρες, το οποίο δεν θεωρώ εν γένει αρνητικό. Το πρώτο βήμα στην επαφή με κάτι, θα πρέπει να είναι εύκολο και affordable, αν δεν θέλουμε να καταλήξουμε σε καταστάσεις στείρου ελιτισμού, που θα πρέπει να καταφύγεις σε κυνήγι θησαυρού για να βρεις αυτό που θέλεις. Από την άλλη πλευρά, η αγορά του ίδιου του βινυλίου έχει αρχίζει να ξεφεύγει σε κόστος. Και δεν μιλάω μόνο για τυχόν μικρές παραγωγές (όπου να δεχθώ ότι το κόστος παραγωγής είναι δυσανάλογα υψηλό) αλλά ακόμα και σε πιο ευρείς κυκλοφορίες οι τιμές πλέον είναι αρκετά δυσπρόσιτες για πολλούς. Το πιο αστείο από όλα είναι ότι φαίνεται να συμπαρασύρει αυτή η τάση και τις τιμές των cd χωρίς να υπάρχει κάποιος ουσιαστικός λόγος, περαν του «ας βγάλουμε όσα μπορούμε από τα κορόιδα». Οι κασέτες ακόμα διατηρούνται σε φυσιολογικά επίπεδα, αλλά οι μέρες δόξας τους ξανάρχισαν σχετικά πρόσφατα (θεωρώ κυρίως λόγω της αγάπης που έχουν δείξει η ευρύτερη κοινωνία των hipsters για τα 80s), οπότε τους δίνω λίγο χρόνο μέχρι να αναγνωρίσουν οι σχετιζόμενοι τις δυνατότητές τους.
Η κατάσταση με το βινύλιο ειδικά ήταν αναμενόμενο ότι θα κατέληγε εδώ, όταν η μεγαλύτερη μερίδα αφοσιωμένων μουσικόφιλων εκφραζοταν με περισσό πάθος υπέρ της ανωτερότητας του βινυλίου και μετά βδελυγμίας κατά του cd. Κάπως έτσι κάτι που στα 70s ήταν ένα μαζικά παραγόμενο είδος, τώρα έχει αποκτήσει ένα (αδικαιολόγητο πολλές φορές) συλλεκτικό χαρακτήρα είδους πολυτελείας. Το πιο αστείο τον τελευταίο καιρό είναι ότι έχει αρχίσει και μια σχετικά ξέφρενη κούρσα επανεκδόσεων (αυτό που στα 90s γινόταν με τα cd), όπου εκεί σήμερα κάνουμε μια έκδοση στα 500 (και άρα συλλέκτική), του χρόνου μια άλλη έκδοση στα 500 (και άρα πάλι συλλεκτική) και ούτω καθεξής. Το μόνο θετικό στην όλη κατάσταση είναι ότι έχουμε αρχίσει να ξεφεύγουμε από το καθεστώς των μεγάλων ή μεγαλομεσαίων δισκογραφικών και η νόρμα του παρόντος και του μέλλοντος τείνει να γίνει η μικρή εταιρεία, η οποία κατά κανόνα αφιερώνει περισσότερο μεράκι και έμπνευση σε αυτά που κυκλοφορεί, με αποτέλεσμα να βγαίνουν έργα τέχνης από όλες τις απόψεις. Δικτυακοί τόποι όπως το bandcamp, το bigcartel και άλλα έχουν βοηθήσει πολύ στη διάδοση και στην ευκολία στην πρόσβαση σε όλο αυτό το υλικό, αν και ακούω ότι και εκεί έχει ξεκινήσει συζήτηση περί κέρδους και εκμετάλλευσης. Μέχρι στιγμής πάντως το μοντέλο λειτουργεί, αν και απαιτεί στενή παρακολούθηση καθώς οι περισσότερες μικρές κυκλοφορίες δύσκολα βγαίνουν σε πάνω από 100 αντίτυπα. Πάντως ως έρευνα αγοράς οι τιμές παραμένουν πολύ χαμηλές, ειδικά αν υπολογίσει κάποιος την ποιότητα των περισσότερων. Ίσως η καλύτερη απόδειξη ότι αν έχεις έμπνευση, δε χρειάζεσαι πολλά για να δημιουργήσεις ομορφιά.
Δεν ξέρω αν θέλω να καταλήξω σε κάποιο συγκεκριμένο συμπέρασμα, αλλά νομίζω ότι όσο και αν μας αρέσει η φυσική πλευρά της ηχογραφημένης μουσικής, όσο και αν θεωρούμε ολοκληρωμένο ένα έργο όταν έχει και ένα καλοφτιαγμένο περιτύλιγμα, καλό θα είναι να διατηρούμε μια κρίση στο πότε η εμπορική πλευρά τείνει προς την εκμετάλλευση. Δεν θα το καταφέρουμε πάντα, γιατί ποιος μπορεί να ελέγξει τα πάθη του πάντα, αλλά η πρόθεση χρειάζεται να υπάρχει.