record discogs day
To 2004 ανεβαίνουμε μια μέρα σχολή γιατί είχαμε κάτι εργαστήρια κυματικής, εγώ, ο Αχιλλέας και ο Παναγιώτης. Τους λέω πως μετά θα κατέβω στο κέντρο για καμιά βόλτα γιατί θέλω να κάνω μια περασιά από το Jinx. Ο Παναγιώτης βγάζει από την τσάντα του ένα cd και μου το δίνει, λέγοντάς μου «για δες εδώ εξώφυλλο που αγόρασα, το παρήγγειλα από ένα δισκάδικο στο Περιστέρι, τώρα πάω σπίτι να το βάλω, έχεις ακούσει;». Μου είχε δώσει το Chocolate Wheelchair Album του Venetian Snares, και δεν το είχα ακούσει. Δεν ήξερα ποιος είναι ο Aaron Funk το 2004, αλλά το εξώφυλλο με αρρώστησε λιγάκι, μια καρέκλα φτιαγμένη από σοκολάτα με φόντο το ηλιοβασίλεμα. Γύρισα σπίτι, κατέβασα δύο κομμάτια από ένα bot στο undernet με την pstn μου, τα έβαλα στο windows media player, δεν είχα τέτοια ακούσματα, μου έκανε εντύπωση, λίγες μέρες μετά ο Παναγιώτης μου το αντέγραψε σε cdr, ακόμα πρέπει να το έχω κάπου, ωραίο το Chocolate Wheelchair Album.
Από τότε μεσολάβησε η αναβίωση του βινυλίου, αρκετά ακόμα εργαστήρια φυσικής, δεκάδες albums του Venetian Snares καθώς και μια εντελώς μεθυσμένη του εμφάνιση στην Αθήνα όπου τον είδαμε να αλλάζει cd και να ερωτοτροπεί επί σκηνής λίγο πριν διασκευάσει Mötley Crüe. Κυρίως όμως μεσολάβησε το τιτανίου διαμετρήματος «Rossz Csillag Alatt Született», κάπου ένα χρόνο μετά. Να θεωρήσετε πως έγραψα μια βερμπαλιστική παράγραφο για τον δίσκο αυτό, πως εξήγησα τι σημαίνει για μένα, ανέλυσα σε βάθος σε τι μουσικές ακροάσεις με συνέστησε, με ένα ωραίο πρόλογο, ένα εύστοχο και τουδεπόιντ κυρίως θέμα και ένα νοσταλγικό/συγκινησιακό επίλογο περί του πόσο ωραίο πράγμα είναι να έχεις δέκα-δεκαπέντε-σαράντα δίσκους για τους οποίους μπορείς να γράφεις για πάντα, ανεξάρτητα με την ακουστική φάση που είσαι ανά περίοδο. Ας υποθέσουμε πως συνέβησαν όλα αυτά, και ας αναφερθεί επιπλέον πως επειδή άρχισα να ασχολούμαι με τη μουσική γύρω στα τέλη των 90’s, τα δισκοπωλεία τότε είχαν cd. Compact Disc. Αλλά το cd δεν πιάνει μια μπροστά στο βινύλιο, οπότε ο καπιταλισμός προσπάθησε να δημιουργήσει την ανάγκη για λίγο χρτς χρτς την ώρα που ξεκινάει το κομμάτι, και αμέσως μετά να την καλύψει : Επίστροφή στο βινύλιο, έχει καλύτερες συχνότητες από το cd, γιατί δεν ξέρω αν σας είπα, εκεί στο Λύκειο ήμασταν ένα audiophile παρεάκι και στις κοπάνες μας μπαίναμε κρυφά στα στούντιο της ΕΡΤ για να ακούσουμε Deutsche Grammophon, δεν ακούγαμε Slayer με walkman δηλαδή.
Η Record Store Day ξεκίνησε σαν την ημέρα των ανεξάρτητων δισκοπωλείων και μικρών δισκογραφικών, δίνοντας ευκαιρία στα μικρά labels και τα μικρά δισκοπωλεία να εορτάσουν την επιστροφή των ανθρώπων στη μουσική. Η ιδεά ήταν καλή, αλλά η απόσταση μιας καλής ιδέας από μια ωραία κατάσταση είναι ενίοτε μερικά interstellars δρόμος, οπότε και ερχόμαστε στη σημερινή παράνοια όπου μεγάλος αριθμός ανεξάρτητων δισκοπωλείων και μικρών δισκογραφικών κράζει ανελέητα (και δικαίως) την Ημέρα Jack White επειδή τελικώς αυτό το πράγμα έζησε και θα πεθάνει με το αίσθημα του ανεκπλήρωτου. Διότι για να τυπωθούν τα εκάστοτε picture 7″ του Bono και του David Bowie (με μαλλί), καθώς και τα καθόλα χρήσιμα και underground box sets των Jimi Hendrix και Bob Marley, τα εργοστάσια ρίχνουν κάτι χυλόπιτες στους μικρότερους και ανεξαρτητότερους, ανάλογες μόνο με τις πικρές λυκειακές: Χάλια. Για να καταφέρει ένα label να βγει στη ζούγκλα του marketing, πρέπει να γνωρίζει πως το ένα τρίτο του ημερολογιακού έτους, τα εργοστάσια είναι απασχολημένα με την RSD, και όχι με τις «μικρές» κυκλοφορίες της ημέρας. Ο κόσμος μαζεύεται στα δισκάδικα όχι για να ψάξει, να ακούσει, να μιλήσει, να εορτάσει, να πιεί δυο μπύρες και να λέει στον θείο του τον Τάκη που άκουγε Dire Straits πως «ναι θείε Τάκη, βγαίνουν ακόμα βινύλια, να πήρα προχτές ένα», δεν μαζεύεται για όλα αυτά, μαζεύεται για να φορτώσει περιορισμένες εκδόσεις με τα τσουβάλια και να αρχίσει το πανηγύρι στο ίντερνετ.
Και εδώ μπαίνω εγώ στην ιστορία, που ως 20άρης δεν αγόρασα το «Rossz Csillag Alatt Született» σε δίσκο, αυτό έπιασε τριψήφιους με συνοπτικές, και ως 30άρης ήθελα στις 18 Απριλίου να αγοράσω τον ίδιο δίσκο, σε RSD edition πεντακοσίων χρωματιστών αντιτύπων.
εδώ ο Mike Paradinas (μ-Ziq), ιδιοκτήτης της Planet Mu, σερβίρει πέντε RSD εκδόσεις του Aaron Funk σε τυχερό φωτογράφο. Οι διαμαρτυρίες για το ακραίο sold out του «Somerset Avenue Tracks» δεν δείχνουν να τον πτοούν τρομερά σε αυτή τη λήψη.
Το ακόμα πιο ωραίο, είναι πως οι RSD κυκλοφορίες δεν πάνε σε όλα τα δισκοπωλεία. Άλλος τα φέρνει μόνο στο Nashville στο προσωπικό του δισκοπωλείο/σπίτι/εργοστάσιο, άλλα πάνε μόνο Αγγλία/Αμερική/Καναδά (όπως τα Venetian Snares), και μένουμε εμείς με τα εφτάρια Bowie και το discogs, όπου είναι το καλύτερο δισκάδικο της γειτονιάς σου. Είναι λίγο ακριβό, αλλά η αγάπη (και η ανάγκη ε) για το βινύλιο είναι υπεράνω χρημάτων, υπεράνω μισθών. Οπότε επειδή τα δισκάδικα είτε σνομπάρουν τη φάση (και καλά κάνουν) είτε δε φέρνουν αυτά που ψάχνω (όχι μόνο εγώ! και εσύ! όλοι μας!), για να βρω το γαμημένο αντίτυπο που θα ήθελε να είχε πάρει το 2015 ο 40άρης εαυτός μου, πρέπει να αγγαρεύω κόσμο στα εξωτερικά να πάει να μου τον πάρει. «Έλα Αντρέα, ναι ο Μανώλης είμαι, ναι ρε πριν εφτά χρόνια που είχαμε πάει για καφέ σε εκείνο στο Θησείο που.., ναι καλά είμαι, α χώρισες με την Γιώτα, ναι να σου πω, μήπως μπορείς να πεταχτείς μέχρι Brick Lane να μου πάρεις ένα δίσκο, ναι βγαίνουν ακόμα δίσκοι, α δε μπορείς έχεις πιλάτες δεν πειράζει Αντρέα μου φιλιά, να τα πούμε ε;». Eίναι άκομψο, στα όρια της χυδαίας αγγαρείας, αλλά συνέβη, έστειλα πέντε άτομα (ευτυχώς οι περισσότεροι θα κατέβαιναν ούτως η άλλως) σε Λονδίνα, Μάντσεστερ, Νιουκάστλ, Άμστερνταμ και Παρίσι να μου βρουν ένα δίσκο που δε μπορώ να πάρω από το ίντερνετ, γιατί σήμερα γιορτάζουμε τα δισκάδικα και τη σύσφιξη σχέσεων με ανθρώπους που μένουν μακριά. Για να μην πολυλογώ περισσότερο, πήγαν όλοι, οι περισσότεροι ήταν εκεί από πρωινές ώρες, σε γνωστά και μη δισκοπωλεία της αλλοδαπής, αλλά ούτε ένας δεν βρήκε το «Rossz Csillag Alatt Született». Δεν ξέρω αν τα μαγαζιά την έχουν δει «δεν τα βγάζω καν στα ράφια και τα ρίχνω στα ebay», ή δε θέτουν όριο αγοράς, ή δεν μπορούν να διαχειριστούν και οι ίδιοι τη γενικευμένη παράνοια τελοσπάντων, αλλά το point είναι πως εννιά στα δέκα βρίζω την ηλίθια record store day για τα παράδοξα που δημιουργεί, και ένα στα δέκα εκνευρίζομαι πολύ με τον εαυτό μου που κάθε (μα κάθε) χρόνο βρίσκω μερικές κυκλοφορίες που θέλω, που ψάχνω, που βρίζω, που βρίσκω ή δεν βρίσκω. Την επόμενη κιόλας, 19 του μήνα, το discogs άρχισε να παίρνει φωτιά, καθώς ο δίσκος άρχισε να ανεβαίνει στις γνωστές τριψήφιές του τιμές, και πωλήθηκε αρκετές φορές μάλιστα, τα αγόραζαν δηλαδή, ήμουν αποπάνω, 75 λίρες κύριε; βεβαίως, σας το τυλίγω με αγάπη, μέχρι που στις τρεις τη νύχτα ώρα ελλάδος πέτυχα τον ένα απαραίτητο αμερικάνο που δεν είχε καταλάβει την αξία του δίσκου, και τον αγόρασα νύχτα (πιο νύχτα δεν πάει) για 23$ και πήγα για ύπνο με «απεταξάμην τη μαλακία» νανούρισμα.
Για να συνοψίσω τα first world problems λοιπόν, την ημέρα που εορτάζουμε τα δισκοπωλεία, αγόρασα ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΜΕΡΙΚΗ ένα δίσκο που κόπηκε και πωλήθηκε κυρίως στην Αγγλία, αλλά δεν τον έβρισκες στην Αγγλία. Αυτό το πράγμα είναι ψυχεδελικό, και καλό θα ήταν να πάει στο καλό σιγά σιγά. Γιατί το πιο «record store» πράγμα αυτού του κειμένου είναι το cdr του Chocolate Wheelchair Album που μου έγραψε ο Παναγιώτης το 2004.
Εδώ ακούμε το Második Galamb
..και εδώ την καλύτερη διασκευή που έχει γίνει στους Led Zeppelin