Vacations pt. 1 (19 Billion kilometers in 111 years)
Κάπου πάνω από την Ευρώπη (η γεωγραφία ποτέ δεν ήταν το δυνατό μου σημείο).
Η πτήση είναι ξεκάθαρα μια από τις πιο απολαυστικές εμπειρίες. Ναι, μην γκρινιάζετε, έρχεται σίγουρα μετά το σεξ, το φαγητό, την μουσική, το διάβασμα, την παρατήρηση πτηνών και πιθανότατα αρκετές άλλες ανθρώπινες εμπειρίες που θα αρχίζει να απαριθμεί κάποιος. Όταν θα κάνουμε το top 5 ανθρώπινων εμπειριών, θα αγχωθούμε πραγματικά, προς το παρόν όμως μας αρκεί ότι είναι μια από τις πιο απολαυστικές. Δεν είναι μόνο το στοιχείο του ταξιδιού που την κάνει απολαυστική, αλλά σε μεγάλο βαθμό και ότι όσο και να έχεις διαβάσει περί μηχανικής ρευστών, φαινομένων μεταφοράς, αεροδυναμικής, γραμμικού σχεδίου ΙΙ, δεν παύει εύκολα να σου κάνει εντύπωση ότι τελικά αιωρείσαι αρκετά χιλιόμετρα πάνω από την επιφάνεια του φανταστικού πλανήτη μας. Για κάποιον όπως εγώ, ο οποίος αδυνατεί να κοιμηθεί δε σε οποιαδήποτε μορφή ταξιδιού, μια μοναχική πτήση προσφέρει μια ευχάριστα αναγκαστική διαδικασία.
Αν και σαφώς, το αεροπλάνο δεν διαθέτει το ρομαντισμό του πλοίου ή του τραίνου (σε αντίθεση, παραδόξως, με το αεροδρόμιο όπως μας έμαθε το “Dogma” ή το “Love Actually), νομίζω ότι ο ενθουσιασμός του να κοιτάς έξω από το παράθυρο και να χαζεύεις τις αλλαγές του χώρου που σε περιβάλλει λίγες φορές αναπτύσσεται τόσο άμεσα. Τις τελευταίες φορές είχα μια τάση να πετάω μετά τη δύση του ηλίου ή με χειμωνιάτικο καιρό, οπότε η σημερινή ευκαιρία ενός καθαρού ουρανού (αστραπές δεν φοβάται) ήταν κάτι που είχα καιρό να δοκιμάσω. Δεν θα αναπτύξω μεταφυσικές θεωρίες, ούτε θα προσπαθήσω να συντονιστώ με την καρδιά του σύμπαντος (μη μας πούνε και New Agers – προς θεού – στα γεράματα), αλλά θα ομολογήσω ότι η θέαση των σύννεφων ως τρισδιάστατα αντικείμενα που καταλαμβάνουν κοντινό σε εσένα χώρο, και όχι ως απλά τυχαία σχήματα στον μακρινό ουρανό, είναι αρκούντως θαυμαστό θέαμα, στο οποίο οφείλω να αφιερώσω χρόνο. Κάποια στιγμή μου είχαν εξηγήσει και τους διάφορους τύπους σύννεφων, αλλά προφανώς δεν έχω συγκρατήσει τίποτα.
Οι μοναχικές διαδρομές, αν και ενδιαφέρουσες εμπειρίες, πάντα σε φέρνουν μπροστά στη σκέψη του τι θα κάνεις για να περάσει η ώρα σου μέχρι να φτάσεις στον τελικό προορισμό σου. Προφανώς δεν υπάρχει περίπτωση να ξεκινήσει διαδρομή χωρίς την παρουσία 1-2 βιβλίων στο συντροφικό back pack σου, αλλά αυτή τη φορά τουλάχιστον δεν υπήρξε πολλή όρεξη για ανάγνωση (επιφυλάσσομαι πάντως γιατί το “Then We Came To The End” του Joshua Ferris έχει ξεκινήσει αρκετά απολαυστικά, κυρίως γιατί μου θύμισε την ευχαρίστηση της ανάγνωσης του “Various Pets Alive and Dead” της Marina Lewycka με τους απολαυστικά σιχαμένους νέο-γιάπηδές του). Ευκαιρία λοιπόν για πιο προσεκτική ακρόαση μουσικής σε μια χρονιά που σφύζει από ενδιαφέρουσες κυκλοφορίες (και κάποιες όχι και τόσο, που έχουν εκθειαστεί και καταλήγεις να ακούσεις).
Δεν θυμάμαι πότε άκουσα το νέο ότι φέτος ετοίμαζε καινούριο δίσκο ο Christian Fennesz, σίγουρα πάντως δεν ήταν από αυτά που συζητούσαμε ότι περιμέναμε από την προηγούμενη χρονιά. Περνάει γρήγορα τελευταίως ο χρόνος όμως (κάποιοι λένε δείγμα ότι μεγαλώνουμε, εγώ λέω δείγμα ότι πήζουμε παραπάνω από ότι πρέπει) και έφτασε η ώρα να κυκλοφορήσει το “Becs”. Σε αντίθεση με τους υπόλοιπους που ενθουσιάζονται από δίωρα album των Swans (όχι ότι δεν ήταν ωραίο δηλαδή), έχω καταλήξει εδώ και αρκετό καιρό ότι η ιδανική διάρκεια ενός δίσκου είναι από τα 40 παρά κάτι μέχρι τα 40 και κάτι (παρακαλώ να μην γίνουν αναγωγές σε σεξουαλικές προτιμήσεις, αυτά αφήστε τα γι’ αλλους). Ο φίλτατος Αυστριακός προτίμησε το κάτω όριο λοιπόν και το “Becs” μετράει μόλις 38 λεπτά διάρκειας. Προλαβαίνει όμως με αρχοντική άνεση να συμπεριλάβει σε αυτά τα 2280 δευτερόλεπτα ή τις 0,63333 ώρες (ότι σας κάνει να αισθάνεστε πιο άνετα), ότι θα επιθυμούσατε ποτέ για την μουσική υπόκρουση (ελληνιστί soundtrack) της πτήσης σας.
Σε μια πρόσφατη συζήτηση με το φίλο Μανώλη, εξέφρασε το παράπονό του ότι ο δίσκος δεν ήταν αρκετά θορυβώδης. Μετά από αρκετές ακροάσεις τις τελευταίες μέρες, εγώ έχω να δηλώσω ότι όπως και οι προηγούμενες δουλειές του Fennesz, ο δίσκος είναι όσο θορυβώδης χρειάζεται. Εντάξει, το “Venice” θα κατέχει πάντα μια ξεχωριστή θέση στην ευαίσθητη καρδούλα μας, αλλά ο Fennesz καταφέρνει με κάθε νέα κυκλοφορία, μόνος του ή με παρέα, να μας προσφέρει σημαντικές συγκινήσεις. Στο “Becs” η πλάστιγγα στο πρώτο μισό γέρνει περισσότερο προς τους παραμορφωμένους ήχους, για να δώσει κάπως μεγαλύτερη έμφαση στη μελωδία από τη μέση και μετά. Η συγκεκριμένη ισορροπία είναι από τα μεγαλύτερα χαρακτηριστικά γοητείας στη μουσική που ακούω, οπότε δεν μπορώ παρά να στηρίξω ολοκληρωτικά. Και ακριβώς στο μέσο της ισορροπίας υπάρχει το “Liminality”, η καλύτερη υπενθύμιση για το πόσο εκπληκτικός κιθαρίστας είναι ο Fennesz. Δεν μπορώ παρά να εκφράσω τον παράφορο έρωτά μου για ένα συγκλονιστικά συναισθηματικό κομμάτι που ορίζει, για εμένα, την γοητεία της ηλεκτρικής κιθάρας, όπως τη μάθαμε από το soundtrack του “Dead Man”, όπως ο ίδιος ο Fennesz χρησιμοποιεί πολλά χρόνια τώρα, όπως τη θυμήθηκε ο Jarmusch στις συνεργασίες με τον Van Wissem και στους Squrl. Ακόμα και η χρήση κρουστών (προσπαθώ μάταια να θυμηθώ αν έχει ξαναχρησιμοποιήσει σε τραγούδι του), δίνει έναν ακόμα πιο ξεχωριστό τόνο στην προσωπικότητα του κομματιού. Αν το “Static Kings” και το “The Liar” αντιπροσωπεύουν την ένταση, και το “Liminality” αντιπροσωπεύει την εκστατική κορύφωση, τότε τα τρία επόμενα κομμάτια του δίσκου (“Pallas Athene”, “Sav” & “Paroles”) αντιπροσωπεύουν ξεκάθαρα την θέληση για ηρεμία μετά την καταιγίδα. To “Pallas Athene” είναι χαλαρωτικά ambient, το “Sav” αν και έχει κάποια θορυβώδη ένταση, τελικά μάλλον λειτουργεί αποφορτιστικά (μια εξαιρετικά αναγκαία διαδικασία μετά από στιγμές μεγάλης έντασης), ενώ το “Paroles” τελικά σε οδηγεί στην ολική άφεση, ακριβώς στο σημείο που δεν σε νοιάζει τίποτα παρά μόνο η αίσθηση ευφορίας που νιώθεις.
Μαζί με το τέλος της δεύτερη ακρόασης του “Becs”, φτάνει και στο τέλος το ελαφρώς εκνευριστικό ταρακούνημα της σημερινής πτήσης και ο τελικός προορισμός πλησιάζει όλο και περισσότερο (προφανώς ακόμα δεν ξέρω πάνω από πού είμαι). Ως συνήθως κανένα σχέδιο δεν έχει υπάρξει για τις επόμενες ημέρες (αρκετό overdose σχεδιασμού κάνουμε τον υπόλοιπο καιρό), πέραν της θέλησης για συμμετοχής (για πρώτη φορά) στην φετινή Record Store Day, τη σημαδιακή μέρα που ανασταίνεται ο καλός Χριστούλης. Ε να πηγαίνεις σε πόλη που το μοναδικό δισκοπωλείο που συμμετέχει στη Record Store Day λέγεται Sound Circus, κρίμα να χάσεις τέτοια ευκαιρία. Σχεδόν σε κάνει να πιστέψεις σε συμπαντικά μηνύματα. Μετά θυμάσαι τη θεωρία πιθανοτήτων του 4ου εξαμήνου και συνέρχεσαι. Προς το παρόν, το δύσκολο ρόλο της συνέχειας μετά το “Becs”, το “Abandoned Cities” του Hauschka. Του έχω εμπιστοσύνη ότι θα τα βγάλει πέρα αξιοθαύμαστα.