pilgrimage
Περίεργη ημέρα σήμερα (θα μου πείτε, πότε δεν ήταν περίεργες οι Κυριακές μας, κυρίως στο μυαλό μας). Το μεσημέρι περπατούσα με κοντομάνικο σε ένα σχεδόν καλοκαιρινά ηλιόλουστο περιβάλλον (ξέρετε, Ελλάδα, ήλιος, θάλασσα, Ακρόπολη, μουζάκα κλπ) και εδώ και μπόλικη ώρα θυμήθηκε με αέρα και ψιλόβροχο ότι είναι ακόμα χειμώνας. Μετά από πολύ καιρό μάζεψα κουράγιο να κάτσω να δω καμιά ταινία της προκοπής σήμερα. Είχα ξεκινήσει από χτες με μια επανάληψη του «Scott Pilgrim vs The World», αλλά κάτι η κουρασονύστα, κάτι λίγο παραπάνω κρασί, ο ύπνος νίκησε, οπότε η συνέχεια ήρθε σήμερα με τον (τρίτο) πρωινό καφέ. Αν και η ταινία ξεχειλίζει από indie στερεότυπα, δεν μπορώ να μην παραδεχτώ την απλή γοητεία της, τις αναφορές της, αν και, για να πω την αλήθεια θα ήθελα να την έχω δει στα 22 μου και όχι στα 30 μου. Η απόλαυση παράμεινε η ίδια όμως και, φυσικά, η Mary Elizabeth Winstead ήταν αναμενόμενα ερωτεύσιμη. Η μουσική αξιοπρόσεχτα ταιριαστή στη φάση, αλλά δεν νομίζω να την άκουγα ποτέ αυτόνομη.
H συνέχεια ήταν δυο ταινίες τις οποίες πλέον ανεπιφύλαχτα, όταν σας έρθει η όρεξη για λίγη συνοφρυωμένη μαύρη κωμωδία. Το «A Film With Me In It» ήθελα να το δω χωρίς να ξέρω πολλά πράγματα γι’ αυτό μόνο και μόνο για την παρουσία του Dylan Moran. Τελικά άξιζε με το παραπάνω, ειδικά για κάποιον που αγαπάει τις αλληλουχίες συμπτώσεων στις ταινίες του. Αστεία, καταθλιπτικά ρεαλιστική στις περιφερειακές συνθήκες της και με εξαιρετικό interplay ανάμεσα στους δυο κύριους χαρακτήρες. Το επόμενο, η απαραίτητη σκανδιναβική νότα στο κατά τ’ άλλα φωτεινό σαββατοκύριακό μας, ήταν το «En ganske snill mann» του Hans Petter Moland. Το Stellan Skarsgård πρέπει να τον είδα πρώτη φορά στο «Good Will Hunting» (το οποίο ψήνομαι να ξαναδώ τώρα που το σκέφτομαι), αλλά τον συμπάθησα απεριόριστα με το ρόλο του στο «Aberdeen». Γενικά έχει μια τεράστια ικανότητα να παίζει ημι-καμμένους χαρακτήρες, τους οποίους κάνει συμπαθείς χωρίς να εξωραΐζει τα ελαττώματά τους. Στην ταινία πραγματικά δεν πρέπει να υπάρχει ένας χαρακτήρας που να μην έχει κάνει σκατά τη ζωή του και είναι περίεργο πως δυο ώρες βουτηγμένες στην μετριότητα και στην ελαφρά αποσύνθεση δεν σε μουδιάζουν, αλλά στο τέλος καταφέρνεις να δεις μέχρι και μια σχεδόν ποιητική πλευρά στο μικρο-σύμπαν που χτίζει ο Moland. Επίσης εξαιρετικά χαμογελαστό cameo από τον Anders Baasmo Christiansen του «Nord». Υπάρχει μια ατμόσφαιρα που καταφέρνουν να πιάνουν συνήθως όλοι αυτοί εκεί πάνω, που αν και δεν μπορώ να καταλάβω πλήρως, με αφήνει με ένα ιδιαιτέρως απαραίτητο μειδίαμα στο τέλος. Για το τέλος, με μια μικρή διακοπή για αναδιοργάνωση, κράτησα στο «Blue Like Jazz». Είστε post-modern Χριστιανός; Σας πείραζαν στο πανεπιστήμιο γιατί πιστεύατε στο θεό; Μπορείτε να σπουδάζετε θετικές επιστήμες και να βρίσκετε ηρεμία σε μια ανώτερη δύναμη; Πιστεύετε ότι οι φονταμενταλιστές χαλάνε το καλό όνομα των εκάστοτε σωτήρων; Αυτή είναι μάλλον η ταινία για σας. Μη με παρεξηγήσετε, μου άρεσε πολύ το τελικό αποτέλεσμα, ακόμα πιο πολύ οι αρκετά low-key ερμηνείες και σκηνοθεσία, αλλά το τελικό συμπέρασμα «για όλα τα καθυστερημένα που κάνουν οι άνθρωποι δεν φταίει ο θεός» μου ακούστηκε λίγο υπερβολικά εύκολο. Θα δεχτώ πάντως ότι και οι δυο πλευρές έχουν μεγάλο αριθμό καθυστερημένων (πώς θα μπορούσαν να το αποφύγουν όταν ο γενικός αριθμός των καθυστερημένων είναι τεράστιος). Καθόλου άσχημη ταινία ενηλικίωσης πάντως.
Σε μουσικές πλευρές, το νέο ep του Leyland Kirby δεν μου πολυάρεσε με την εξαίρεση της αδιανόητης ομορφιάς του «Diminishing Emotion», έχω ξανακολλήσει με το «Woman King» των Iron & Wine (έχω στο μυαλό μου post αφιερωμένο σε μεγάλα eps), ακούω προσεκτικά τη «Θητεία» και αναρωτιέμαι πότε θα ξυπνήσω με τη συνειδητοποίηση ότι πήγε Πέμπτη πάλι. Οι μέρες περνάνε ύποπτα γρήγορα, οι σκέψεις κρύβονται κάτω από την κουβέρτα, είμαστε λίγο εξωτερικοί παρατηρητές, στον ύπνο βάζουμε Helios και μάλλον έχασα την ελληνική έκδοση του High Fidelity.