a giant ear waiting for your songs of niceness
Αν και η χρονιά μέχρι στιγμής ξεκίνησε με σποραδικές, εξαιρετικά δυνατές εκρήξεις, τις τελευταίες μέρες σχεδόν οτιδήποτε ακούει αποτυγχάνει στο να μου κρατήσει το ενδιαφέρον. Τις περισσότερες φορές κουνάω απλά το κεφάλι, σκέφτομαι «συμπαθητικό» και πάω στο επόμενο. Ή εναλλακτικά στο προηγούμενο. Από την άλλη εδώ και αρκετές ημέρες, σε επίπεδο τραγουδιών η μουσική μου ύπαρξη περιστρέφεται γύρω από δυο βασικούς άξονες, σαφώς διαφορετικούς μεταξύ τους τόσο στον χαρακτήρα όσο και στο περιβάλλον τους, αλλά αφοπλιστικά άμεσους στην επίδρασή τους.
Για την Anais Mitchell μάλλον δεν μιλήσαμε όσο θα έπρεπε πέρισυ, αλλά αν κάποιος χάζεψε την λίστα του 2012 που υπάρχει παρακάτω, καταλαβαίνει ότι μόνο απαρατήρητη δεν πέρασε. Δεν θα προσπαθήσω να περιγράψω το τι ακριβώς συμβαίνει σε κάθε ακρόαση του περσινού της δίσκου, αλλά θα ψάξω να βρω που διάβασα πρώτη φορά γι’ αυτόν για να στείλω ευχαριστήρια κάρτα. Φέτος λοιπόν έβγαλε και νέο δίσκο, συνεργασία, διασκευές σε παραδοσιακά παιδικά τραγούδια, ψωμοτύρι μάλλον για κάθε ρομαντικό τροβαδούρο που σέβεται τον εαυτό του. Ο δίσκος είναι γλυκύτατoς, δεν θα αλλάξει μάλλον τη ζωή σας, μπορεί να σας κάνει να κοιμηθείτε λίγο πιο όμορφα κάποιο βράδυ, μπορεί να σας δώσει μια ωραία λύση στο τι θα βάλετε να ακούσει το πιτσιρίκι που έχει βρεθεί να τριγυρίζει στο σπίτι σας. Δείτε όμως που μετά από κάτι παραπάνω από 30 λεπτά φτάνει στην ιστορία του Tam Lin, η οποία είναι από εκείνα τα αρχετυπικά παραμύθια που περιέχουν ότι έχετε αγαπήσει ποτέ στο είδος (αθώες υπάρξεις, έρωτα, σεξ, κακές βασίλισσες, μεταμορφώσεις και ευτυχισμένο τέλος). Δεν είναι πολλές τραγουδίστριες που μπορούν να συνδυάσουν τη γλυκύτητα με την ήρεμη ένταση και πιστεύω ότι η Mitchell το κάνει καλύτερα από τις περισσότερες. Αν και ντουέτο, ο ρόλος του Jefferson Hamer είναι μάλλον συνοδευτικός, ενώ η Mitchell σηκώνει στους ώμους της όλη την εξέλιξη της ιστορίας. Θεωρώ ότι τα τραγούδια που αφηγούνται ιστορίες ασκούν ιδιαίτερη γοητεία στον ακροατή, ειδικά όταν ο ερμηνευτής ακολουθεί τα ανεβοκατεβάσματα της διήγησης. Μην περιμένετε επαναστατικές καταστάσεις εδώ, αλλά η πρόοδος εικόνων σε συνδυασμό με την χροιά της Mitchell ειδικά στο σημείο όπου περιγράφονται οι μεταμορφώσεις του ήρωα, θα σας κάνει να επανεκτιμήσετε την απλότητα που χαρακτηρίζει μερικές ιστορίες. Για τις πειραματικόαβανγκαρντοπερίεργες αναζητήσεις σας ψάξτε αλλού. Από την άλλη δεν χρειάζεται να είναι όλα τα πράγματα πολύπλοκα στη ζωή σας.
Για τον Nick Cave δεν περιμένετε από εμένα να σας πω ότι ξέρει να λέει ιστορίες. Το κάνει πολλά πολλά χρόνια τώρα, σας το χουν πει και πολλοί άλλοι που έχουν πιο ουσιαστική σχέση μαζί του, τον ακούν από τα πέντε τους (ή από τα πέντε του) και γενικά μάλλον κάπου το έχει πάρει το αυτί σας. Εγώ από την άλλη δεν μεγάλωσα με τα αριστουργήματά του, μ’ αρέσουν πολύ και αρκετά από αυτά που κράζουν οι οπαδοί του και έρχομαι να πω ότι το καινούριο του album μάλλον έχει κλείσει ήδη θέση για την δεκάδα της χρονιάς. Όπου το «Dig Lazarus Dig» μάλλον επηρεασμένο από την οντότητα των Grinderman παραήταν rock n roll για τα γούστα μου, το «Push The Sky Away» με έχει αφήσει με το στόμα ανοιχτό σε σημείο που δεν το περίμενα από δουλειά του Αυστραλού. Εδώ και δυο βδομάδες είναι από τα πράγματα που ακούω συνέχεια και θέλω να σφίξω το χέρι όποιου επέμεινε να ακολουθήσουν αυτή τη φορά ένα πιο αργο tempo, με πιο αραιές ενορχηστρώσεις και σαφώς πιο χαμηλόφωνες διηγήσεις. Όπου το «Child Ballads» καταλήγει στην κορυφή χωρίς να το περιμένεις, το «Push The Sky Away» σε προετοιμάζει καθόλη τη διάρκειά του για το ομώνυμο κομμάτι που βρίσκεται στο τέλος του. Δεν μπορώ να μην φανταστώ ότι για την μορφή του «Push The Sky Away» βασικός υπεύθυνος είναι κάποιος άλλος από τον Warren Ellis, η προσωπικότητα των Dirty Three αιωρείται όχι πολύ μακριά του. Η ενορχήστρωσή του είναι αυτό ακριβώς που με συνεπαίρνει τα τελευταία χρόνια στη μουσική, αργή, σχεδόν άυλη, με μόνο ένα σφυγμό στο βάθος να δηλώνει ότι υπάρχει κίνηση, τον Cave ανάμεσα στο τραγούδι και στο ψιθύρισμα (γι’ αυτό είναι φτιαγμένη η φωνή του έτσι και αλλιώς) και ένα ξέσπασμα που ποτέ δεν έρχεται. Είναι σημαντικό να βρίσκεις το απόλυτα κατάλληλο τραγούδι για να κλείσεις ένα μεγάλο album, το τραγούδι που θα σε αφήσει με μια αίσθηση λύπης για το τέλος της μουσικής, αλλά που θα σε κάνει συγχρόνως να αναζητάς την κατάληξή του. Αν το album αφήνει τη σφραγίδα του στα οχτώ λεπτά του «Higgs Boson Blues» (και πόσο δύσκολο είναι να ακολουθήσεις ένα τέτοιο κομμάτι), το «Push The Sky Away» θα σε πάρει από το χέρι, θα σε πάει στο κρεβάτι, θα σε κουκουλώσει μέχρι τα αυτιά και θα σου τραγουδάει μέχρι να ξεχάσεις ότι χρειάζεσαι τη συνείδησή σου. Μπράβο στα παιδιά, περιμένω ότι οι οπαδοί του θα απογοητευτούν για μια ακόμα φορά, εγώ στηρίζω, γιατί επιτέλους κράτησε μόνο το σκελετό από τη μουσική του και αποφάσισε ότι δεν χρειάζεται να φωνάζει για να καθηλώνει τον απέναντί του. Λίγα λόγια χρειάζονται συνήθως μόνο.
Ή και καθόλου λόγια μερικές φορές. Bonus κομμάτι γιατί μου το θύμισαν οι τίτλοι από δυο κομμάτια του «Push The Sky Away» (για δείτε που πέρασαν εφτά χρόνια από τότε)