24 hours (and a bit)
Παρασκευή απόγευμα. Είσαι στη δουλειά σου, ψάχνεις που θα πρέπει να πεις ευχαριστώ για το γεγονός ότι ήταν για μια φορά ήσυχη η μέρα σου, περιμένεις εναγωνίως να περάσει η ώρα για ξεκινήσει η ανάπαυλα του σαββατοκύριακου και ακούς τη μουσική σου. Έρχεται λοιπόν ο φίλος σου ο Αλέξανδρος και σου λέει με επιμονή ότι πρέπει να ακούσεις οπωσδήποτε το album από μια σε σένα παντελώς άγνωστη μπάντα, τους Tales Of Murder And Dust. Η αλήθεια είναι ότι δεν είσαι σε διάθεση να δώσεις προσοχή σε καινούρια μουσική που ΠΡΕΠΕΙ να ακούσεις, μια που το μόνο που σε ενδιαφέρει είναι να πας επιτέλους σπίτι. Με τον Αλέξανδρο στα μουσικά γούστα έχουμε κάποιες στενές ομοιότητες αλλά και πάρα πολλές ξεκάθαρες διαφορές. Συνεχίζει να επιμένει όμως, τουλάχιστον να ακούσεις ένα κομμάτι γιατί ΠΡΕΠΕΙ να το ακούσεις. Μπαίνεις λοιπόν στο bandcamp (ωραίο πράμα το bandcamp παιδιά), και ακούς, κατόπιν προτροπής, το «Hypnotized Narcissist». Και σταματάει να σε πολυενδιαφέρει αυτό που συμβαίνει γύρω σου στη δουλειά και δεν ακούς που σου μιλάνε οι διπλανοί σου και απλά ακούς. Και θυμάσαι στην αρχή ότι τι κρίμα που σε απογοήτευσαν πρόσφατα τόσο πολύ οι Kiss The Anus Of A Black Cat, αλλά, να, μήπως εκείνο το σημείο στους θυμίζει λίγο; Και ακούς και την ψυχεδέλεια σου, και τις μελωδίες σου και τα όλα σου. Και λες ότι πλέον ΠΡΕΠΕΙ να ακούσεις αυτό το album. Ο Αλέξανδρος σου λέει ότι το επόμενο βράδυ παίζουν και live στην Αθήνα, μήπως να πηγαίνατε; Έχεις ακυρώσει τόσα live τον τελευταίο καιρό (τα τελευταία χρόνια εδώ που τα λέμε), που ούτε ο ίδιος δεν πιστεύεις τον εαυτό σου όταν λέει ότι το σκέφτεσαι. Ξέρεις ότι θα φτάσεις Σάββατο απόγευμα, θα είσαι σπίτι, θα έχεις αράξει, θα βαρεθείς και θα κάτσεις πάλι σπίτι. Αλλά έρχεται η ώρα να πας σπίτι πια και σταματάς να το πολυσκέφτεσαι.
Σάββατο πρωί. Είσαι πάλι στη δουλειά σου (έχει καταντήσει λίγο αστείο το φαινόμενο). Έχει ηρεμία, δεν υπάρχουν άλλοι τριγύρω σου να σε ενοχλούν και μπορείς να κάνεις τη δουλειά σου αλλά να ακούσεις και λίγη μουσική με την άνεσή σου (έχουμε ξαναπεί πόσο ωραίο πράγμα είναι να μπορείς να το κάνεις αυτό στη δουλειά; Μάλλον ναι). Έχεις κατεβάσει το «Hallucination Of Beauty» των περσινό, πρώτο, album των Tales Of Murder And Dust και επιτέλους το ακούς. Και είναι ωραίο. Πολύ ωραίο. Από τα album που ΠΡΕΠΕΙ να ακούσει κανείς θα μπορούσες να πεις. Λίγο soundtrack-ικό, λίγο ψυχεδέλεια, λίγο folk, λίγο post rock, οι KTAOABC συνεχίζουν να μου ακούγονται παρόντες (μάλλον από σύμπτωση). Ο Αλέξανδρος συνεχίζει να σου λέει να πάτε στο live το βράδυ, εσύ δεν έχεις πειστεί ιδιαίτερα, αλλά έχεις πολύ καιρό να πέσεις σε τέτοια ευτυχή σύμπτωση. Σου χει λείψει αρκετά η αίσθηση του να γνωρίζεσαι με καινούρια μουσική σε τόσο άμεσο επίπεδο, έχεις σιχαθεί λίγο με το ότι δεν προλαβαίνεις να κάνεις τίποτα λόγω υποχρεώσεων τον τελευταίο καιρό, όλοι οι υπόλοιποι έχουν μάλλον κανονίσει για το βράδυ. Αυτή τη φορά όταν λες ότι είναι πιθανό να πάτε στο live το βράδυ το εννοείς λίγο περισσότερο.
Διάλειμμα για φαγητό και καινούριες γνωριμίες.
Σάββατο απόγευμα. Γυρίζεις σπίτι, είσαι αρκετά κουρασμένος, αλλά και περήφανος για τον εαυτό σου επειδή αποφάσισες να κάνεις την υπέρβαση και να πας στο live το βράδυ. Κάθεσαι λίγο, ξανακούς το δίσκο, συνεχίζει να σου αρέσει πολύ, κοιτάς λίγο στο internet για το ποιοι επιτέλους είναι αυτοί οι Tales Of Murder And Dust και αρχίζει να σου βγαίνει η κούραση των ημερών. Νυστάζεις και λίγο είναι η αλήθεια, αναρωτιέσαι πως υπήρχε μια περίοδος που πήγαινες σε τρία live τη βδομάδα. Προσπαθείς να αποφασίσεις αν σου λείπει αυτή η περίοδος. Φτάνεις οριακά στο να ακυρώσεις την έξοδο, αλλά επειδή τις περισσότερες φορές εκνευρίζεσαι εσύ περισσότερο από όλους με τον εαυτό σου, πατάς πόδι. Ξαναντύνεσαι, παίρνεις μαζί σου το δίσκο και τον ακούς στο δρόμο.
Σάββατο βράδυ. Μόλις βγαίνεις από το S.I.X. Dogs. Σε πονάει η πλάτη σου από την ορθοστασία, αναρωτιέσαι πότε έγινες τόσο ερείπιο, αλλά δεν παραπονιέσαι. Αντίθετα είσαι χαρούμενος που το πήρες απόφαση. Γιατί; Γιατί οι Tales Of Murder And Dust είναι πολύ ωραίο συγκρότημα. Το αρχικά ημι-άδειο μαγαζί, τελικά γεμίζει με αρκετά ετερόκλητο κόσμο, όχι ιδιαίτερα μικρής ηλικίας, και αναρωτιέσαι αν και αυτοί κάνουν την υπέρβασή τους εκείνη την ημέρα ή αν συνεχίζουν να πηγαίνουν σε τρεις συναυλίες τη βδομάδα. Το δεύτερο σε προβληματίζει κάπως, αλλά τα ξεχνάς όλα την ώρα που ξεκινούν να παίζουν οι Δανοί. Η πρώτη σκέψη που περνάει από το μυαλό σου; Να που εμφανίζονται ακόμα ενδιαφέρουσες post rock μπάντες και δεν έχουν μείνει όλες στις αρχές των 00s. Βέβαια ο χαρακτηρισμός post rock μπάντα, τους αδικεί αρκετά, αλλά είναι σαφές ότι στο live προτιμούν να είναι αρκετά πιο φασαριόζοι σε σχέση με το δίσκο. Όχι ότι με χαλάει δηλαδή, το αντίθετο μάλιστα. Από τη στιγμή που καταφέρνουν να σε παρασύρουν, θεωρούνται πετυχημένοι. Από πίσω τα κλασσικά αφαιρετικά βιντεάκια που δείχνουν να συνοδεύουν κάθε εναλλακτική εμφάνιση τα τελευταία χρόνια. Μπροστά ένα συγκρότημα νέο, ορεξάτο, με τις ατέλειές του (η φωνή του ενός κιθαρίστα δεν έπιασε ακόμα και τα δικά μου – χαμηλά – standards), να δείχνει να το απολαμβάνει μαζί με τους από κάτω. Ακόμα και με πιασμένη πλάτη η μια ώρα και κάτι περνάει γρήγορα. Έχεις πάρει και το δίσκο τους γιατί έχεις ξεχάσει από πότε έχεις να πάρεις δίσκο.
Θα πω πάντως την αμαρτία μου ότι σε τέτοιες, ημι-οικογενειακές καταστάσεις ποτέ δεν θα καταλάβω τη διαδικασία του encore. Ας το λήξουμε αυτό κάποια στιγμή παιδιά, μερικές παραδόσεις είναι καλό να ξεχνιούνται. Φεύγοντας χαίρεσαι που πήγε καλά το live, που μάλλον δεν μπήκαν μέσα οι διοργανωτές, που ένιωσες ξανά, έστω και περιστασιακά, μέρος της φάσης. Όταν σε ρωτάει ο Αλέξανδρος, αν θα πάτε στους Swans το Μάιο και απαντάς ναι, σε πείθει λίγο περισσότερο ο εαυτός σου. Μέχρι τότε αλλάζουν πολλά βέβαια.
Προς το παρόν, παιδιά, ΠΡΕΠΕΙ να ακούσετε αυτό το δίσκο.
Φοβερό άτομο ακούγεται αυτός ο Αλέξανδρος.
Και πολυ ωραιο παιδι φίλοι και φίλες!!