rhymes of goodbye
Εγώ έκανα διακοπές και ο Conrad Schnitzler πέθανε από καρκίνο του στομάχου σε ηλικία που πεθαίνεις από καρκίνους του στομάχου. Ο αείμνηστος Conrad επανέφερε στο τραπέζι την συζήτηση για το πόσο στα αλήθεια θλιβόμαστε για τους θανάτους των Conrad Schnitzlers του κόσμου αυτού. Μην επαναλαμβάνοντας τα επιχειρήματα κάθε πλευράς, αστεία και μη, παραθέτω τη θέση μου : πέρα από τον κύκλο της ανθρώπινης ζωής, του δράματος και της ομορφιάς της, πέρα από τα όσα άλλα λογικά/ρομποτικά «δεν τον ήξερες σαν άνθρωπο» επαναφέρουν την φόρτιση των αισθημάτων στην παγωμάρα της ψυχρής λογικής, εγώ στεναχωρήθηκα που πέθανε ο Conrad Schnitzler, και μπορώ να εξηγήσω. Με απλά λόγια. Οι κόσμοι που ζούμε είναι κακοί και άπονοι και πικροί και μυρίζουν κάτι από Στελλάρα Καζαντζίδη και Νίκο Ξανθόπουλο, και τελοσπάντων υπάρχουν πολλά κακά, πικρά και άπονα παντού, αλλά υπάρχουν και μερικά καλά. Πολύ καλά. Όπως η μουσική, αλλά όχι όλη η μουσική. Ένα ελαχιστότατο μικρό κομμάτι της. Και ένα ακόμα πιο απειρομικρό yoctoκομμάτι του προηγουμένου ελαχιστότατου : Είναι τα Μεγάλα Albums. Τα Μεγάλα εκείνα, που δίνουν όλες τις απαντήσεις, που είναι πάντα εκεί. Ανθρώποι έρχονται, φεύγουν, έρχονται άλλοι, φεύγουν, χαρές, λύπες, διακοπές, άλλες διακοπές, αλλού, μουσικές που «ξέρουμε σαν όνομα», που «δεν πολυθυμόμαστε», άλλες τέτοιες μουσικές, γκόμενες, άλλες γκόμενες, και έχει ο καιρός, και εδώ θα είμαστε να τα λέμε, με εσάς, αλλά και με άλλους. Και τι μένει; Ε κάτι μένει, έχουμε έρθει σε ένα σημείο και κάτι μας έφερε ως εδώ, θα φύγουμε φυσικά και από εδώ (και γρήγορα μάλιστα), αλλά όπου και να πάμε, έχουμε στην τσέπη μας καμιά δεκαριά πράγματα που μας έκαναν κατά μια έννοια αυτό που είμαστε. Όχι σαν κολώνες, αλλά σκαλοπάτια. Πολλές High Fidelity συζητήσεις για το αν αυτά τα εφόδια είναι άνθρωποι ή έργα ανθρώπων. Σκεφτείτε το για εσάς. Εγώ το σκέφτομαι για εμένα κυρίως. Και έχει ως εξής, πριν από σαράντα χρόνια ο Conrad Schnitzler έπαιξε στο «Electronic Meditation» των Tangerine Dream. Αν έπιανα το μέτρημα, θα ήταν το αγαπημένο μου album των 70’s, το καλύτερο ίσως album της rock μουσικής και μπορώ να συνεχίσω. Υπήρξε μια σταθερά, ένα σημείο αναφοράς, μια πόρτα. Έχει και ένα ενδιαφέρον η ιστορία του πως το πρωτοάκουσα, αλλά μάλλον έχει ενδιαφέρον μόνο για μένα. Συνοψίζοντας, όταν ένα Τοτέμ, ένα άτομο αγνού θαυμασμού σταματά να υφίσταται, κάπως υποσυνείδητα και ενστικτωδώς μειώνονται τα «μερικά καλά, πολύ καλά» του κοσμάκη αυτού. Η διαταραχή είναι μικρή και το σύστημα επανέρχεται σε ισορροπία γρήγορα, αλλά η διαταραχή παραμένει διαταραχή. Δεν συνθλίβει όμως, γιατί δεν είμαστε τόσο παιδιά πια. Ο Conrad Schnitzler έχει μια εξαιρετική βιογραφία που θα βρείτε στη wikipedia, κάποια albums του είναι μεγάλα αριστουργήματα, έπαιξε σε δύο μεγάλα τέτοια των Kluster, και στη σόλο καριέρα του έχτισε τον μύθο του ηλεκτρονικού πρωτοπόρου. Οι λεπτομερείς αναφορές είναι για τα βιβλία και τα μουσικά περιοδικά, αλλά δεν μπορώ να μην αναφερθώ στα rhymes of goodbye του : Φέτος κυκλοφόρησε το «Hirschgebrull» LP, μια συνεργασία του Schnitzler με τον Νορβηγό Bjørn Hatterud (Norwegian Noise Orchestra). Το ιδιόμορφο της συνεργασίας είναι ο σκοπός της, όπου οι δύο καλλιτέχνες αλληλογραφούν ο ένας στον άλλον τα μουσικά κομμάτια που δεν τους ικανοποίησαν σε άλλες κυκλοφορίες και τα έκρυψαν στο συρτάρι, με σκοπό να «σωθούν» με κάποιο remix. Είναι σαν να μην μπορείς να λύσεις μια άσκηση δύσκολη, και να παίρνεις κάνα φίλο σου να διαβάσετε μαζί, μπας και κατέβει καμιά ιδέα. Βέβαια η άσκηση *πρέπει* να λυθεί, ενώ τα κάπως_μέτρια κομμάτια ίσως δεν *πρέπει* να βγουν παραέξω. Με ιδιότητα καθηγητή και οπαδού, αποφασίζω πως πρέπει να γίνουν και τα δύο. Οι σημερινές εποχές σηκώνουν αναβίωση παλιών πραγμάτων για διάφορους λόγους. Ξανανοίγουν εργοστάσια βινυλίου. Όλο και περισσότεροι καλλιτέχνες κυκλοφορούν τη μουσική τους σε κασσέτες. Τα αγόρια και τα κορίτσια φοράνε τα παλιά ρούχα των γονιών τους. Δεν ψωνίζουν στην ερμού, αλλά στο μοναστηράκι. Το kraut rock θα την γλίτωνε; Ή η ηλεκτρονική; Σε κάθε λοιπόν νέα rock κυκλοφορία που θέλει να (δείχνει πως) ξεφεύγει από την πεπατημένη, να σου και μερικά kraut rock περάσματα και ήχοι. Κακό; Δεν με αφορά αν είναι κακό, με αφορά πως τις περισσότερες φορές λείπει η τεχνογνωσία. Και αυτό καθησυχάζει πλήρως την ψυχή μου, που προτιμά να εμπιστεύεται περισσότερο τις τελευταίες δουλειές του Conrad, ακόμα και τα leftover τους, από μια καλοπαιγμένη αναβίωση πιθανότατα στην Thrill Jokey. To «Hirschgebrull» είναι ένα πιο θορυβώδες πάντως, σχεδόν ηλεκτρονικό album, που δίνει χώρο στο να μπαίνουν σαράντα χρόνια Μουσικής Τριβής μέσα σε καμιά δεκαριά κομμάτια που δεν είναι και τα καλύτερα του δημιουργού. Και αν ακόμα και αυτά καταφέρνουν να δημιουργούν ένα πολύ δυνατό album, ένα album που άξιζε να είναι το τελευταίο του Conrad του Schnitzler που έπαιζε στο «Electronic Meditation», όλο αυτό μου λέει για τελευταία φορά τι μεγέθους υπήρξε στα αλήθεια ο δημιουργός, και πόσο θα μου λείψει, και αντίο και σε ευχαριστώ για όλα.
Εδώ το ένατο κομμάτι της συνεργασίας :
Πρόσφατα επανακυκλοφόρησε σε δίσκο το πελώριο «Ballet Statique». Εδώ ένας κάπως συγκινητικός αποχαιρετισμός.
Σε υπόλοιπα νέα, ο Thomas Ekelund δισκογραφεί το «Dreadcade» ως Dead Letters Spell Out Dead Words και προσεγγίζει τα albums των Deaf Center και Kreng με συνοπτικές διαδικασίες. Πρόκειται για συλλογή κομματιών από κασέτες και εφτάρια, αλλά στις τραγικά μικρές ποσότητες που τα βγάζει, δεν θα τα άκουγα σίγουρα αν δεν έβγαιναν όλα μαζί. Το Black Clouds of Summer βαφτίζεται σούπερ χιτ για Ιούλιο/Αύγουστο 2011. Αν σας θυμίσει λίγο το ένατο κομμάτι της προηγούμενης συνεργασίας μην σκιαχτείτε, απλά απολαύστε την καλοκαιρινή μυσταγωγία. Επανερχόμενος σε κάτι λιγότερο μαύρο, αλλά περισσότερο περίπλοκο, πολύ από τον χρόνο μου τρώει το album που έκαναν οι FIRE! με τον Jim O’Rourke. Δύο πληροφορίες, οι FIRE! Είναι μια μπάντα στην οποία παίζει ο Mats Gustafsson και το «Unreleased?» Κυκλοφόρησε στην Rune Grammofon. O σουηδός είναι ένας free jazz τύπος με ιδιαίτερα rock ακούσματα, πράγμα που τον έχει κάνει να συνεργαστεί με τους Sonic Youth σε διάφορα επίπεδα πάνω από είκοσι φορές. Αυτή μάλλον θα καταλήξει η αγαπημένη μου συνεργασία τους. Και αν είχατε τρομάξει με το label με κάτι Grindstones που κυκλοφορούσε, εδώ κινηθείτε άφοβα. Μελετημένο υλικό σε βάθος, kraut rock λογικές (χα!), ασύλληπτα ξεσπάσματα και όχι jazz ψυχαναγκασμός πάνω σε jazz μουσικές. Μακάρι να το σαμποτάρει όλη η jazz υφήλιος, που –εδώ που τα λέμε- θα το κάνει. Σε σημεία μου έφερε στο νου τη συνεργασία του John Wiese με τον Evan Parker. Παίρνω πάσα από την θορυβώδη αναφορά μου και πετάω στο παιχνίδι τον Rudolf Ebner. Αυτός είναι ένας Ελβετός, έχει μικρή σχέση με τη μουσική, κυκλοφορεί αβέρτα δίσκους με διάφορα music concrete projects, πίνακες ζωγραφικής, κάνει περιοδείες με τον Joke Lanz των Sudden Infant και τον τελευταίο καιρό προσπαθώ να τον εξερευνήσω περισσότερο σε βάθος. Στην κασσέτα που είχε κάνει το 1995 μαζί με τους Masonna, την «Clitoris Projectile Pump Action», έπαιξε ένα υπερβατικό harsh/industrial noise πράγμα, όμοιο του οποίο δεν έχω ξανακούσει πουθενά και ποτέ, και κάθε φορά που παίζει απορώ και με αυτό, αλλά και με εμένα. Σε εμένα έδρασε σαν προπομπός της νέας ενασχόλησης στα διαλυμένα εγκεφαλικά μου κύτταρα, εσείς μπορείτε κάλλιστα να το προσπεράσετε. Τόσο αυτό, όσο και το «Ecstasy of the Angels» της Junko. Η Junko είναι η τραγουδίστρια των Hijokaidan, και αν εκείνοι βάζουν τα γυαλιά σε κάθε πιθανό ψαγμενοθορυβοπερίεργο με την Ηχάρα που δημιουργούν συστηματικά εδώ και τριάντα χρόνια (τσεκάρετε την συλλογή «The Lord of Noise» για να το διαπιστώσετε), τα προσωπικά της albums απαιτούν Πραγματικά Γερά Νεύρα. Στα περισσότερα φτάνω ως τη μέση. Του πρώτου κομματιού. Σαν σωστός μαζοχιστής όμως, δόθηκα στο «Ecstasy of the Angels» κυρίως γιατί το εξώφυλλό του έμοιαζε με soundtrack αμερικάνικης ρομαντικομεντί, και ίσως εκεί η Junko να ένιωθε λίγο. Δεν. Πάρα ταύτα παίζει συνεχώς σε cd/mp3 players, ακόμα και στο κινητό μου. Η φωνή της είναι ένα εντελώς ιδιόμορφο πράγμα, είναι σαν μουσικό όργανο, και βγάζει εκείνη *ακριβώς* τη δυναμική που είχε το πρώτο LP της Diamanda Galas και διάφορα της Maja Ratkje. Αλλά η Junko είναι ιαπωνέζα, και στην Ιαπωνία τα πράγματα είναι πιο ακραία. Ξαναγίνομαι άνθρωπος και ξεθάβω το «In Die Nacht» album του Asmus Tiechens μετά από προτροπή. Καλοκαιρινά πράγματα. Τι φοβερός τύπος ο Asmus Tiechens. Η προτροπή μου θυμίζει πως είχε παίξει live στο μουσείο Μπενάκη. Αναθεματίζω με όλα όσα δεν μαθαίνω εγκαίρως. Ωραίο το εν λόγω album, όπως και η υπόλοιπη σειρά των κυκλοφοριών του στη Die Stadt. Κλείνω με τη νέα σουπερμπάντα που ό,τι βλακεία και αν αποφάσιζε να παίξει εμένα θα μου άρεσε και θα έβρισκα επιχειρήματα : είναι οι Grumbling Fur! O Daniel O Sullivan προσθέτει άλλο ένα ισχυρό project στο ενεργητικό του (οι Miracle δεν πιάνονται ως τέτοιο, δεν είναι τόσο καλοί, βγήκε 12” που τους ρεμιξάρουν Fennesz και Ulver πάντως), αφού συνεργάζεται με τον Alexander Tucker και μέλη των Circle/Pharoah Overlord. Δεν υπήρξα ιδιαίτερα επιφυλακτικός, και το album μου άρεσε όπως περίμενα να συμβεί. Μου άρεσε που ο ρόλος κάθε μέλους είναι ιδιαιτέρως φανερός. Απόλαυσα ιδιαίτερα τα σημεία όπου στα πιο απλωμένα/πειραματικά κομμάτια σκάνε στο βάθος εκείνα τα Circle φωνητικά για τα οποία έχω παραδοθεί αμαχητί στους Circle τους ίδιους. Το κομμάτι «Bears Wandering Into Milky Chapel» μπαίνει (μαζί με το «Providence») στο gang των Τεράστιων Τραγουδιών για το 2011. Και δεν είμαι μόνος μου σε αυτό. Θα το δείτε. To album λέγεται «Furrier», με κόπο προσπαθώ να μη το συνδέσω με τον μετασχηματισμό Fourier, και κυκλοφορεί στην Aurora Borealis. Οι Craft πάλι, επανήλθαν έξι χρόνια μετά το «Fuck the Universe» με το «Void». Το άκουσα αρκετές φορές και θα το ξανακούσω. Νομίζω πως θέλουν να γίνουν οι Watain, αλλά ίσως είναι ιδέα μου. Δεν ενθουσιάζομαι. Τα δύο πρώτα τους είναι τρομερό black metal. Φτάνει τώρα. Την καλημέρα μου.