walking
Περπατάω στο Περιστέρι. Δυο-τρία βήματα πιο μέσα από έναν από τους κεντρικότερους δρόμους του, νιώθεις ότι βρίσκεσαι σε άλλο κόσμο. Πριν καμιά δεκαετία το Περιστέρι έμοιαζε εξωτικό μέρος, η διαδρομή μέχρι εκεί ολόκληρο ταξίδι, ενώ οι αναζητήσεις είχαν να κάνουν είτε με το γήπεδο του Ατρομήτου όταν πηγαίναμε να δούμε για πρώτη φορά τους Iron Maiden, είτε το πάλαι ποτέ Woodstock για μια από τις πιο εξουθενωτικές συναυλιακές εμπειρίες της ζωής μου. Τα τελευταία χρόνια το έχω γνωρίσει το Περιστέρι, αρκετά ώστε να φαίνεται πλέον οικία περιοχή, ώστε να έχω το θάρρος να κυκλοφορήσω σε δρόμους που δεν έχω ξαναπατήσει. Για κάποιον σαν εμένα που έχει μαλώσει από μικρός με τον προσανατολισμό του, αυτό είναι μεγάλο βήμα.
Κάθε μα κάθε φορά που διασχίζω περπατώντας την Αθήνα (μια από τις πλέον αγαπημένες μου ασχολίες) σκέφτομαι πόσο, μα πόσο άσχημη πόλη είναι. Μερικές φορές φροντίζει να με εκπλήσσει ευχάριστα, μάλλον μόνο και μόνο για να μου αποδείξει πόσο γκρινιάρης είμαι. Πάνω από δέκα χρόνια μετά λοιπόν βρίσκομαι πάλι στο Περιστέρι, να αναζητώ για μια ακόμα φορά το γήπεδο του Ατρομήτου, για εντελώς διαφορετικούς λόγους αυτή τη φορά, αλλά με περισσότερη σιγουριά. Έτσι λοιπόν, έφτασα να διασχίζω έναν από εκείνους τους δρόμους που σε κάνουν να χαζεύεις γύρω σου, ένα στάδιο πριν το χαμόγελο. Αρκετά στενός ώστε να σου δίνει μια αίσθηση γειτονιάς (αν και για μένα η απόλυτα σωστή γειτονιά έχει την αίσθηση της απομόνωσης/απομάκρυνσης των ανηφορών της Ηλιούπολης), να αποπνέει μια ζεστασιά κάπου ανάμεσα στην μυρωδιά των δεντρών και λουλουδιών και στις οσμές μαγειρέματος από τα τα σπίτια. Στενός, αλλά που σου επιτρέπει να βλέπεις τον ουρανό, μια που τα κτίρια είναι αρκετά παλιά και αρα, αρκετά χαμηλά. Παλιά αλλά ευτυχώς όχι παρατημένα και τα περισσότερα με εκείνες τις αυλές που αγαπώ παράφορα σε ένα σπίτι. Αυτές οι αυλές, με τα δέντρα, τις γλάστρες, τα τραπεζάκια, οι οποίες είναι από τις λίγες ουσιαστικά όμορφες αισθήσεις αυτού που ονομάζεται ελληνικό καλοκαίρι. Οι λίγοι κάτοικοι που κυκλοφορούν είναι μια ωραία μίξη ντόπιων και μεταναστών (με μια δόση του απαραίτητου κάγκουρα που μαρσάρει σε δρόμο είκοσι μέτρων με το μπάσο να τραντάζει τζάμια), σε μια από τις σχετικά λίγες περιπτώσεις που, εξωτερικά τουλάχιστον, μοιάζουν να συνυπάρχουν με άνεση. Δεν ξέρω πόσο θα κρατήσει, ελπίζω αρκετά, αν και οι ελπίδες συνήθως απογοητεύουν.
Πέρα από το περιβάλλον, η ώρα ήταν αυτή που έκανε ακόμα πιο απολαυστική αυτή τη διαδρομή. Η Κυριακή, από το μεσημέρι και μετά, είναι η πιο ωραία ώρα της βδομάδας για περπάτημα. Κυκλοφορεί σχετικά λίγος κόσμος, μια που οι περισσότεροι είναι σπίτι προετοιμαζόμενοι για το τέλος του σαββατοκύριακου ή σε κάποια καφετέρια, και έτσι λίγους (και λίγα αυτοκίνητα) θα συναντήσεις στην πορεία σου. Είναι εφτάμιση και ο ήλιος έχει πέσει αρκετά για να μην ζεσταίνεσαι υπερβολικά, αλλά είναι ακόμα αρκετά πριν το σούρουπο. Στο mp3 player (μαζί με προσευχές να κρατήσει η μπαταρία) παίζει το «Blue Notebooks». Πάντα επιστρέφω σε τέτοιους δίσκους όταν περπατάω, πέρα από το ότι είναι από τους καλύτερους δίσκους που έχουν γραφτεί ποτέ, έχει την ικανότητα να παρέχει την ιδανική συντροφιά για να περιεργάζεσαι το περιβάλλον σου. Δεν είναι μεγάλη η διαδρομή, κανένα εικοσάλεπτο μόνο, πριν ξαναβγείς στον πολιτισμό των λεωφόρων και να κατηφορίσεις τις ακόμα πιο γνώριμες κυλιόμενες του σταθμού του Αγ. Αντωνίου. Δεν είναι και μεγάλο album το «Blue Notebooks» οπότε φτάνει ίσα ίσα για να ολοκληρωθεί η διαδρομή μέχρι τη Δάφνη.
Η Δάφνη από την άλλη πλευρά δεν μου άρεσε ποτέ ιδιαίτερα, ούτε ποτέ τη θεωρούσα κάτι παραπάνω από ένα σταθμό μετεπιβίβασης (αν και φιλοξενεί ένα από τα πλέον αγαπημένα μου μέρη για φαγητό). Επιτέλους διαβάζω το Wire του Μαίου, που είχε ξεμείνει παρατημένο κάνα δίμηνο μέσα στην τσάντα και έχει ωραία πράγματα. Συγχρόνως αναζητώ τι θα διαδεχθεί το «Blue Notebooks», είναι δύσκολη δουλειά και χρειάζεται αρκετή σκέψη. Μια στιγμιαία έμπνευση με οδηγεί στο περσινό «Courses» των Ô Paon. Σας έχω μιλήσει για τους Ô Paon; Όχι αναλυτικά νομίζω, δεν θυμάμαι καν αν το έχω αναφέρει. Το μουσικό όχημα της καναδής Geneviève Castrée (πιθανόν να είχα αναφερθεί εκστασιασμένος και στη δισκογραφία της ως Woelv παλιότερα), μου θυμίζει και σήμερα γιατί ερωτεύτηκα τα γαλλικά, όταν τα άκουσα να συνοδεύουν μουσική. Το «Courses» έρχεται να φέρει κοντά το psych folk της Woelv με τις συνθετικές επιρροες που φέρνει ο Thierry Amar των GY!BE και το κράμα μετουσιώνεται σε κάτι ιδιαιτέρως πολύτιμο. Σημειώστε το κάπου για αργότερα, γιατι μ’ αυτά και μ’ αυτά εγώ έφτασα πάλι στις ανηφόρες της Ηλιούπολης και το απόγευμα έχει δώσει πλέον τη θέση του στο βράδυ. Η Geneviève συνεχίζει να δομεί τη δημιουργία της, κομμάτι-κομμάτι, με υπομονή γλύπτη. Λατρεύω τους δίσκους που χρησιμοποιούν μικρά μικρά μέρη και ήχους για να φτιάξουν τα τραγούδια τους. Λούπες, επαναλήψεις, μελωδίες, οι αφηγήσεις της Castrée και τα πετάλια του Amar. Αισθητικός παράδεισος. Βέβαια σε περίπτωση που περιμένετε να βρείτε το νέο σας post rock ήρωα, μάλλον θα απογοητευτείτε, αλλά αυτό δεν κάνει λιγότερο απαραίτητη την ακρόαση του δίσκου.
Θα επανέλθω, εντός της βδομάδας ελπίζω, και με μερικές ακόμα κυκλοφορίες που αξίζουν αρκετά αναλυτική περιγραφή, αλλά προς το παρόν δεν έχω να πω τίποτα παραπάνω.