Angry chair
Δεν θα ήταν άδικο να πεις πως για κάποιου είδους κάθαρση, χρειάζεται απλά να γυρίσεις το κλειδί ελαφρά μέσα στην κλειδαριά. Ένα τέτοιο κλειδί βέβαια, μπορεί απλά να ονομάζεται σολ ή φα.
Το ραντεβού ήταν για το βράδυ. Θέλαμε να μην έχει κόσμο τριγύρω. Εμείς και κάτι άγνωστοι δηλαδή. Δεν είχα ιδεά που με πήγαινε αλλά το κέντρο το ξέρω καλά και το ραντεβού ήταν μετά από πρόβα και μάθημα. Δοξάρι στο χέρι η μία, μπαγκέτες η άλλη.
Η μουσική πολλές φορές, σε κρατάει δέσμιο σε ένα κόσμο άλλο από τον πραγματικό. Θυμάμαι ακόμα σαν να είναι τώρα, τους εκατοντάδες ήχους από εκατοντάδες διαφορετικά όργανα, να προσπαθούν να ξεφύγουν πίσω από κλειστές πόρτες. Όταν πατάς το πόδι σου εκεί μέσα, όταν περνάς μέσα από εκείνους τους διαδρόμους, ο ήχος της πρόβας πίσω από κλειστές πόρτες αριστερά και δεξιά είναι σαν κραυγές ψυχασθενών πίσω από πόρτες κελιών σε ψυχιατρείο. Ένα κρεσέντο τρέλας. Βγαίνοντας από τους διαδρόμους αυτούς ξαναβρίσκεσαι σε ένα φυσιολογικό κόσμο όπου όλα είναι λιγότερο δυνατά – σε ήχο και σε πιθανότητες πραγματοποίησης. Αλλά παραδόξως, περισσότερο παρανοϊκά.
Γυρνώντας σπίτι μετά από μάθημα ή πρόβα, άνοιγα πάντα το ραδιόφωνο. Έχω ξαναναφέρει την μεγάλη αγάπη που τρέφω για το ραδιόφωνο αλλά τότε δεν ήταν όπως τώρα. Αν τώρα το έχω παντρευτεί, τότε μάθαινα να το χαμουρεύω. Έτσι, οι γραμμένες κασσέτες που όλοι έχουμε από τότε, για μένα ήταν κυρίως μια λύσσα να βρω τον επόμενο ήχο, το επόμενο άγνωστο τραγούδι, την επόμενη ραδιοφωνική φωνή.
Καθήσαμε σε ένα τραπέζι στη γωνία. Μεταλλική αντίκα. Κάτι πίναμε αλλά δεν θυμάμαι. Της εξήγησα ότι πρέπει να πάρω μια απόφαση. Να αφήσω το ψυχιατρείο μουσικής και να ψάξω το άλλο θέμα ή το αντίστροφο;
Για αρκετά λεπτά, αφού τέθηκε το ζήτημα κυριολεκτικά, στο τραπέζι, ακολούθησε σιωπή. Σαν να μην ειπώθηκε τίποτα.
Πίσω από μια συγκεκριμένη πόρτα, υπήρχε – και αυτό το γνωρίζαμε όλοι – ο απότομος και οριακά, βίαιος ρούσκι βιολιστής. Πάνω από το ανακάτεμα αυτό των ήχων από τα όργανα, ακουγόταν πάντα η φωνή του. Η δική μας πόρτα ήταν ακριβώς απέναντι από την δική του. Ένα απόγευμα, δεν πρέπει να ήμουν πάνω από 13 ακόμα, από εκείνη την πόρτα βγήκε ένα παιδάκι μικρότερο σε ηλικία από μένα κλαίγοντας. Κανένας μαθητής ή μαθήτρια του ποτέ δεν τον διαολόστειλε πότε από όσο ξέρω.
Το κλίμα της συζήτησης δεν ήταν ακριβώς βαρύ, από την στιγμή που έθεσα το δίλημμά μου. Είχε εναλλαγές. Αυτό που θυμάμαι χαρακτηριστικά όμως ήταν ότι το ερώτημά μου, ο προβληματισμός μου, μπήκε εκείνο το βράδυ στο μαγαζί που καθόμασταν σαν ένας περίεργος άγνωστος που δεν τον εμπιστευόμασταν καθόλου. Μπορεί να τον είχαμε βάλει να κάτσει στο ίδιο τραπέζι με εμάς και να του βάλαμε να πιει αλλά φοβόμασταν να τον κοιτάξουμε στα μάτια γιατί μαζί του, έφερνε την αλλαγή που πιστεύαμε πως δεν θα έρθει ποτέ. Αυτό είναι το κακό με τον κόσμο του μουσικού ψυχιατρείου. Ο κόσμος που σου άνοιξε μαζί με τις πόρτες του μέσα από τις οποίες πέρασες, αυτός ο άλλος κόσμος κάποια στιγμή αρχίζει να υποχωρεί.
Το δίλημμά μου συνεχίζει ακόμα και σήμερα να περιμένει σε εκείνο το τραπέζι, αν και μάλλον έχει απαντηθεί. Το παράδοξο όμως είναι πως μάλλον έχει απαντηθεί μόνο στον πραγματικό κόσμο. Σε εκείνον που άφησα πίσω, παραμένει ερώτημα.
Πάντα αναρωτιόμουν αν οι μουσικοί αυτού του κόσμου, παλεύουν να απαντήσουν στο δικό τους ερώτημα, σε ένα δικό τους δίλημμα. Αν είναι όντως έτσι, τότε πιστεύω ακράδαντα πως είναι πολύ θυμωμένοι γιατί βρέθηκαν στη θέση να δεχτούν αυτό τον άγνωστο στο τραπέζι τους. Ίσως γι’αυτο μου αρέσει αρκετά η μπουκωμένη οργή στη μουσική.
Μεγάλο κομμάτι του θυμού που ένιωσα όταν πότιζα στο τραπέζι μου το δίλημμά μου, έχει παραμείνει ακόμα αναλλοίωτο. Ο θυμός και η ελευθερία είναι οι εξαιρετικά πρωτεϊνούχες τροφές για τους μουσικούς πίσω από όλες τις κλειστές πόρτες αυτού του κόσμου.