birth, love and death; the only reasons to get dressed up
Τελικά όσο περνάνε οι ημέρες, ενισχύεται η πεποίθησή μου οτι ο κόσμος γερνάει. Αναμενόμενο βέβαια. Όντας ένα βήμα πριν το κλείσιμο τριών δεκαετιών σ’ αυτή την περιπλανώμενη σφαίρα, οι πιθανότητες λένε ότι ό κόσμος γύρω μας θα μεγαλώνει μαζί μας και μια που συνήθως μας απασχολούν οι προηγούμενες γενιές και όχι οι επόμενες (τουλάχιστον μέχρι να συμβάλλουμε στην αύξηση των μελών τους), αυτή η πορεία συνεχίζει να φαίνεται κάπως κατηφορική. Πριν αρκετές μέρες (καθότι ο Μάιος δεν μας έχει βρει και σε μεγάλη φόρμα) συζητούσαμε για έναν δίσκο όπου η ενασχόληση με τη θνησιμότητα ήταν ισόποσα γοητευτική και λυπητερή. Πάνω που είχα απογοητευτεί σχετικά με τις τελευταίες κυκλοφορίες που άκουσα (κάτι για το οποίο δεν φταίνε κυρίως οι κυκλοφορίες γιατί οι περισσότερες ήταν από χώρους που δεν ήταν κοντινοί μου έτσι και αλλιώς, αν και το Circle ήταν δυνατό χτύπημα), διάβασα καλά λόγια για το καινούριο album των Aidan Moffat και Bill Wells. Δεν ξέρω αν ήταν σημαδιακό ή αν θα μπορούσα να σημειωθούν αναλογίες ανάμεσα τους Bad Seeds του Mick Harvey και στους Arab Strap του Aidan Moffat, όμως το γεγονός που μου κίνησε πρώτα το ενδιαφέρον για το δίσκο ήταν ο τίτλος του. «Everything’s getting older» λέει ο (κυριολεκτικά) ποιητής και ποιος είμαι εγώ για να διαφωνήσω. Ο εδώ συνοδοιπόρος του, Bill Wells, παλιός γνώριμος από την εποχή των Arab Strap, αλλά και έχοντας στο βιογραφικό του συνεργασίες από την Isobel Campbell μέχρι τον Lol Coxhill, μάλλον κατάλαβε επακριβώς την ατμόσφαιρα που είχε στο μυαλό του ο Moffat.
Πάντα πίστευα ότι η κούραση δεν ήταν ένα συναίσθημα που θα μπορούσε να μεταδοθεί από τη μουσική και να θεωρηθεί θετικό στοιχείο. Η απόγνωση ίσως, η κούραση και η παραίτηση όχι τόσο πολύ. Το «Everything’s getting older» κάνει τα αδύνατα, δυνατά για να μου αποδείξει το αντίθετο. Ίσως γιατί περιέχει ισχυρές δόσεις κυνισμού και ο κυνισμός είναι μια από τις αγαπημένες μου προσεγγίσεις στη ζωή. Ίσως όμως γιατί δεν ξεχνάει την ευαισθησία του, ούτε προσπαθεί να αποφύγει την θλίψη που προκαλείται από την διαπίστωση του τίτλου του. Θέλει πολλά κότσια να εναλλάσεις ένα τραγούδι όπως το «The Copper Top» με την αγνότατη μελαγχολία του και τους συλλογισμούς περί θανάτου, με το πιάνο του και τα έγχορδά του, με το «Glasgow Jubilee», το αγαπημένο μου κομμάτι του δίσκου, που σχεδόν φτύνει τις ιστορίες του, που γελάει ημι-απογοητευμένα με τους ανθρώπους που μας περιτριγυρίζουν, με το ρυθμό του, το μπάσο του και τις ειρωνικές μελωδίες του. Από την πρώτη φορά που άκουσα την ιστορία του «Glasgow Jubilee», αμέσως μου ήρθε στο μυαλό το «Budapest» (εν μέρει γιατί το χθεσινό post που ήθελα να κάνω θα επικεντρωνόταν στους Jethro Tull). Αν το δεύτερο είναι μια ρομαντικότατη ωδή στην φυσική έλξη και στην εξωτερική ομορφιά των ανθρώπων, στην πρώτη ματια με την οποία γοητευόμαστε και στις φαντασιώσεις που εξαφανίζονται, στην πιο καθαρή τους μορφή όμως, τότε το πρώτο είναι το σαρδονικό γέλιο που προκαλείται από τον παραλογισμό και την ανουσιότητα πολλών ανθρώπων. «We could all be dead tomorrow, says the whore to the hero, and for handsome squaddies like yourself, my fee’s reduced to zero».. Είναι δύσκολο να μην συγκινηθείς από την απογοήτευση που εκδηλώνει ο Moffat εδώ, κυρίως επειδή δεν γκρινιάζει, συνειδητοποιεί ρεαλιστικά ότι δεν μπορείς να περιμένεις τίποτα αξιόλογο από τους ανθρώπους και μειδιά με τη σαπίλα που μας διακρίνει. Το album γενικά ισορροπεί ανάμεσα στο τραγούδι και στο spoken word, τη θλίψη και την γλυκύτητα, τις μπαλάντες και τα jazzy κομμάτια, μερικές φορές δε, θυμίζει ακόμα και τις πιο περιπετειώδεις στιγμές του Tom Waits («A short song to the moon») ή αγγίζει ένα σχεδόν free jazz μινιμαλισμό («Dinner time»). Μπορεί οι ιστορίες και οι λέξεις του Moffat να είναι αυτές που θα τραβήξουν πρώτες τη προσοχή (και δικαιολογημένα), αλλά η προσωπικότητα του Wells δεν μπορεί να μην γίνει φανερότατη στα διάφορα ρεύματα και κινήσεις της μουσικής.
Από την εποχή των Arab Strap ήταν φανερή αυτή η μαεστρία στο συνδυασμό λέξεων και μουσικής. Τόσο ο Malcolm Middleton, όσο και ο Bill Wells έχουν μεγάλες ποσότητες μουσικής μέσα τους για να βοηθήσουν να διηγηθούν οι ιστορίες του τραγουδιστή τους. Το «Everything’s getting older» δεν είναι ακριβώς δυσπρόσιτο album, και μάλιστα τραγούδια όπως το «(If you keep me) In your heart» ή το «The sadness in your life will slowly fade» (με την μελαγχολικά διακριτική του μπασογραμμή) είναι ιδιαιτέρως άμεσα. Κρύβει πληθώρα αρετών ο δίσκος, ακόμα και δεν χρησιμοποιεί εξεζητημένα υλικά και μάλιστα, μερικές φορές, επιμένει σε γνώριμες συνταγές. Και αν η ενασχόληση με τον θάνατο χαρίζει ισχυρά συναισθηματικές στιγμές, στο τέλος αφήνεται να περάσει και μια αχτίδα φωτός στον κόσμο του ακροατή. Το «The greatest story ever told» περιγράφει τη γέννηση ενός παιδιού για να καταλήξει σε μια διαπίστωση («… and remember, we invented love, and that’s the greatest story ever told»), η οποία αν και προβλέψιμη διασώζεται από την πίστη που βάζει στη φωνή του ο Moffat, ενώ το νανουριστικό κλείσιμο με το «And so we must rest» μας οδηγεί στην πολυπόθητη (και ίσως λυτρωτική), ονειρική ανάπαυση (ένας μικρός θάνατος που δεν είναι και τόσο τρομακτικός;). Τελευταίο σημείο που θα ήθελα να σημειώσω είναι το πόσο καιρό είχα να ακούσω αγγλόφωνο τραγουδιστή να διατηρεί τόσο έντονη την προφορά του (κάτι που ενισχύεται και από το γεγονός ότι σε πολλά σημεία έχουμε spoken word και όχι τραγούδι).
Σήμερα είχα βάλει σκοπό να ακούσω αρκετά καινούρια πράγματα, αλλά, προφανώς, από το πρωί ασχολούμαι μόνο με το «Everything’s getting older» (δικαίως βέβαια). Έτσι έμειναν πίσω τα καινούρια Krallice, Fovea Hex, αλλά και Mountains. Υπάρχουν και λίγα ακόμα που μου έχουν κινήσει το ενδιαφέρον. Να σημειώσω να κάνω το (σχετικό με Jethro Tull) post που ήθελα χτες. Αυτή τη στιγμή όμως κοντεύει δυο και κυριολεκτικά κλείνουν τα μάτια μου, οπότε η συνέχεια στο επόμενο επεισόδιο
ΠιΕς: Λείπει οποιαδήποτε ανφορά στα γεγονότα των ημερών. Ηθελημένα. Το μέλλον μας διαγράφεται περίεργο.