springtime memories

Η καρδιά της άνοιξης μπήκε λίγο περίεργα για το Sonic Death Monkey. Εναλλακτικά ίσως μας έκατσαν βαριά τα εδέσματα των πασχαλινών εορτασμών. Οποιαδήποτε και αν είναι η δικαιολογία που θα επιλέξουμε να χρησιμοποιήσουμε, το σίγουρο είναι ότι τεμπελιάσαμε αρκετά αυτές τις μέρες. Τουλάχιστον πήραμε την ταξιδιωτική σειρά στο blog, την οποία είχε μονοπωλήσει ο Μανώλης τους τελευταίους μήνες (αν και ομολογουμένως με εντυπωσιακά αποτελέσματα, όπου χιονοθύελλες, αεροπορικές εταιρείας και αποκλεισμένοι Ευρωπαίοι δεν εμπόδισαν τις ανά την Ευρώπη περιπέτειές του). Επόμενος στη σειρά ο έτερος συνονομάτός του, που το καλοκαίρι θα φροντίσει να είναι στο ATP για να δει επιτέλους Portishead να του φύγει ο καημός (και μετα να έρθει εδώ και να βαρεθεί να γράψει γι’ αυτά που είδε). Κάπου ανάμεσα στις συναυλιακές εξορμήσεις, οι υπόλοιποι δυο περάσαμε μια παράδοξα μη μουσική Βερολινέζικη εβδομάδα.

Είχα πολύ καιρό να περάσω τόσες ημέρες χωρίς μουσική. Το Βερολίνο μοιάζει με μια εντυπωσιακά ήσυχη πόλη. Κόσμος χωρίς φασαρία, μαγαζιά χωρίς μουσική, ακόμα και τα πιτσιρίκια είναι υπόπτως ήρεμα. Είμαι σχεδόν σίγουρος ότι σχεδιάζουν κάτι σατανικό. Σε clubs δεν συχνάζαμε καθώς οι εξαντλητικοί περίπατοι μας άφηναν μισοκοιμισμένους από τις 11 το βράδυ περίπου. Αν και ηχητικά οι ημέρες ήταν σιωπηλές, αγοράστικά (για μια ακόμα φορά) δεν τα πήγαμε άσχημα. Δεν πρόκειται να χορτάσουμε ποτέ, αλλά μάλλον μας ικανοποιήθηκε η όρεξη για λίγο.

Εύκολα καταλαβαίνει κανείς ότι μ’ αυτά και μ’ αυτά πίσω στα πάτρια εδάφη μαζεύτηκε μπόλικο πράγμα που περίμενε υπομονετικά την επιστροφή μας. Δυστυχώς αυτή η βδομάδα ήταν εφιαλτική, ακόμα περισσότερο από μια συνηθισμένη βδομάδα επιστροφής από διακοπές στην Αθήνα. Η οποία Αθήνα ακόμα επιμένει πεισματικά να μην ζεστάνει σε καλοκαιρινούς ρυθμούς, όχι ότι αυτό είναι κάτι που επιζητούμε απεγνωσμένα, αλλά, προσωπικά, με κάνει να μην ξέρω πως να την αντιμετωπίσω. Ακόμα πιο δυστυχώς οι αναμενόμενες συγκρίσεις αλλά και οι αναμνήσεις των συζητήσεων με κάνουν να σκέφτομαι ακόμα πιο έντονα το αν τελικά θα φτάσουμε ποτέ να σκεφτούμε σοβαρά αυτό το τελειωτικό βήμα. Όλες οι συνθήκες λοιπόν (το ίδιο το σύμπαν θα μπορούσε να πει κανεις) συνομωτούσαν να μας κάνουν να συνεχίσουμε την αποχή μας από τις ηχητικές περιπλανήσεις μας. Έπρεπε να φτάσει η προτελευταία ημέρα της βδομάδας για να προλάβουμε να ανακτήσουμε κάποιο από το χαμένο χρόνο.

Αυτή η προτελευταία ημέρα της βδομάδας όμως κρατούσε κάπου (λίγο βαθια βέβαια) στο μανίκι της μια έκπληξη που νομίζω ότι θα είναι η αιτία για αρκετά χαμόγελα. Προχτές διάβαζα για την εν λόγω κυκλοφορία. Όταν την πήρε το μάτι μου για πρώτη φορά στο internet, για μερικά δευτερόλεπτα μπέρδεψα στο μυαλό μου τον Mick Harvey με τον Mick Harris, και αναρωτήθηκα για λίγο πως και ο τελευταίος αποφάσισε να παρατήσει το όνομα Scorn ως κύριο εκφραστή των μουσικών του διαδρομών. Όμως τελικά αποδείχτηκε ότι το μυαλό μου απλά είχε όρεξη για παιχνίδια και τελικά το «Sketches from the book of the dead» ήταν η νέα προσπάθεια του παλιόφιλου του Nick Cave. Δεν θα σας κάνω μαθήματα για το ποιος είναι ο Mick Harvey, είμαι από τα λιγότερο κατάλληλα άτομα στον κόσμο γι’ αυτή τη δουλειά, μια που οι επαφές μου με τον όλο Birthday Party/Bad Seeds κύκλο είναι είναι αρκετά επιφανειακή, αλλά ακούγοντας σήμερα ξανά και ξανά το «Sketches…» δεν μπορούσε να μου φύγει από το μυαλό η σκέψη για το πόσο πιο συγκλονιστικός είναι αυτός ο δίσκος από τις Grinderman απόπειρες του πιο διάσημου, πρώην συναδέλφου του. Βέβαια τέτοιες συγκρίσεις είναι τόσο ανούσιες όσο και ανθρώπινες, οπότε θα σταματήσουμε να ασχολούμαστε μαζί τους εδώ. Μια τελευταία σημείωση για το πόσο ενδιαφέρουσα θα ήταν μια συνάντηση ανάμεσα στον Waren Ellis (αυστηρά των Dirty Three όμως) και τον Mick Harvey.

Ο δίσκος είναι τόσο σοβαρός όσο προϊδεάζει και ο τίτλος του. Ο Harvey επιμένει σε ακουστικές φόρμες (κιθάρα, πιάνο και κοντραμπάσσο ως επί το πλείστον), παραμένει αριστοκρατικά δραματικός, φωνητικά δραματικός αλλά και γήινα συναισθηματικός. Αν κάποιος χρειαζόταν να βάλει ένα ηχητικό δείγμα δίπλα στο λήμμα «μπαλάντα» σε ένα λεξικό (με την οποίο ουσιαστική έννοια της λέξης όμως), θα μπορούσε να επιλέξει λίγα καλύτερα δείγματα από τα περισσότερα από τα τραγούδια του δίσκου αυτού. Η δε φωνή του ίδιου του Harvey, ο καλύτερος φορέας των ιστοριών του, θεατρική και έτοιμη να σε βυθίσει στον κόσμο των χαρακτήρων των τραγουδιών. Χαίρομαι για την άγνοια των προηγούμενων δουλειών του Harvey μια που τώρα έχω τη δυνατότητα να τον ανακαλύψω από την αρχή.

Στον αντίποδα του «Sketches from the book of the dead» θα μπορούσε να βρει κάποιος την ηλεκτρονική γυαλάδα του «Mirrorwriting» του Jamie Woon, δίσκου που στις πρώτες ακροάσεις δεν μου είχε φανεί κάτι το ιδιαίτερο, αλλά τον οποίο όσο των ακούω, τόσο με οδηγεί να παραδεχτώ τις αρετές του. To νέο trend στην ηλεκτρονική σκηνή της Βρετανίας δείχνει να επιτάσσει την ανάμιξη indie ειδών όπως το dubstep με σαφέστατα pop κατηγορίες όπως το R ‘n’ B ή η soul. Δεν ξέρω πόσο τρομακτικό μπορεί να καταλήξει να γίνει όλο αυτό το ρεύμα, αλλά μέχρι στιγμής δείχνει ότι μπορεί να κρατάει τις ισορροπίες με αρκετή μαεστρία. Γεμάτο hits, γεμάτο καταπληκτικές παραγωγές, δείχνει ότι μπορεί να έχει θέση τόσο στο mainstream, όσο και στο indie. Με 2-3 τέτοιους δίσκους νομίζω ότι οι μεγαλοδισκογραφικές θα αρχίσουν πολύ σύντομα να τρίβουν τα χέρια τους. Αν και δεν είναι το album που θα μου αλλάξει τη ζωή (έστω τη μουσική ζωή), μπορώ να του βγάλω το καπέλο για το πως καταφέρνει να μην γίνεται πλαστικό ή ψεύτικό ή απογοητευτικά αποστειρωμένο.

Καλό σας μήνα λοιπόν και καλά μας ταξίδια.

~ από KsDms στο 6 Μαΐου, 2011.

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Twitter

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Twitter. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

 
Αρέσει σε %d bloggers: