gods and trains
Είμαι από εκείνους τους ανθρώπους που πάντα όταν βγαίνουν από το σπίτι κουβαλάνε μια (συνεχώς σχεδόν γεμάτη) τσάντα. Αυτή η συνήθεια ξεκίνησε όχι τόσο ως παρενέργεια από τα σχολικά χρόνια, παρά μια ανάγκη που προέκυψε με την αρχή της ευρείας χρήσης μέσων μαζικής μεταφοράς για τις (όλο και αυξανόμενες) μετακινήσεις μου. Ποτέ δεν συμπάθησα την οδήγηση και, για να πω την αλήθεια, ποτέ δεν με συμπάθησε και εκείνη. Κάπου ανάμεσα στην επιλογή και στον εξαναγκασμό, συνειδητοποίησα πριν αρκετά χρόνια, ότι είμαι από εκείνους που είναι καταδικασμένοι να βασίζονται στις δημόσιες μεταφορές για τις αστικές μετακινήσεις τους. Αν ζούσα σε μια νορμάλ πόλη φυσικά αυτό θα ήταν το αυτονόητο αλλά φυσικά μετακινούμαι στην πόλη όπου ακόμα και οι ποδηλάτες είναι καθυστερημένοι. Ξεφεύγω όμως από το θέμα μου και αυτό δεν είναι ποτέ κάτι καλό. Αυτό που έλεγα λοιπόν είναι ότι, όπως κάθε λογικός άνθρωπος, φροντίζω πάντα πριν φύγω από το σπίτι να γεμίσω την τσάντα με εφόδια για την επερχόμενη διαδρομή (βιβλία, περιοδικά και φορτισμένα mp3 players), καθώς πραγματικά δεν αντέχω να κάθομαι και να μην κάνω τίποτα πέρα από το να χαζεύω τους, ομολογουμένως ημι-αδιάφορους, συμπολίτες μου. Φεύγοντας σήμερα από το σπίτι για την γνώριμη διαδρομή Ηλιούπολη-Περιστέρι και κάνοντας τους καθιερωμένους ελέγχους (πήρα κλειδιά, πήρα πορτοφόλι, κλείδωσα παράθυρα, έκλεισα θερμοσίφωνο και λοιπά αγχωτικά), ελέγχοντας το τι βιβλίο είχα μαζί μου, συνειδητοποίησα ότι το “Polysyllabic Spree” που (ξανά)διάβαζα αυτές τις μέρες έφτανε επικίνδυνα κοντά στο τέλος του και οι ένα-δυο τελευταίοι μήνες της στήλης του φίλου Nick ήταν αμφίβολο αν θα κάλυπταν τη σημερινή και αυριανή διαδρομή. Γρήγορη ματιά στη βιβλιοθήκη, απογοήτευση, έπρεπε να έχω παραγγείλει βιβλία αυτό το μήνα, άρπαγμα του “The Grand Design” του Hawking για να γιορταστεί το πρώτο μάθημα κβαντομηχανικής από μια φιλόλογο και το μάτι μου έπεσε (αναμενόμενα) πάνω στο “31 Songs”. Καλή επιλογή, φαίνεται ότι ξεκινάμε πάλι Hornby-ική περίοδο με την (ακόμα πιο αναμενόμενη) κατάληξη στο Ένα που τα διαφεντεύει όλα, αλλά προς το παρόν Bruce Springsteen, να ακολουθείται από τη Nelly Furtado (πριν γίνει r ‘n’ b hot γκομενάκι – τότε που ήταν γλυκιά και ανέμελη Λατίνα). Η επιλογή έκλεισε λοιπόν, μπαίνει και αυτό στη τσάντα, κάπου πρέπει να υπάρχει και ένα τεύχος του Wire, γρήγορο πέρασμα από το πατρικό γιατί έφτασε και η παραγγελία της Basses Frequencies (καινούριο Pleq λίαν συντόμως μαζί σας) και τρέξιμο στη στάση για το λεωφορείο. Τείνω να καταλήξω ότι η στάση του λεωφορείου είναι το ιδανικό σημείο για επιλογή μουσικής, κοιτάω mp3 player, πάλι ξέχασα να αλλάξω τα περιεχόμενα, τίποτα δεν μου κάθεται, βάζω Metal Mountains κυρίως γιατί μου το έθαβε ο Μάνος τις προάλλες και θέλω να του αποδείξω μέσα μου ότι έχει άδικο. Καταφθάνει και το λεωφορείο, ευτυχώς σχεδόν άδειο, βρίσκω αναπαυτική θέση κάτω από φως, βγάζω βιβλίο, διαβάζω στα γρήγορα για τους Teenage Fanclub και σκέφτομαι πόσο τυχερός είσαι όταν μπορείς να κλείσεις το Hammersmith για event συγκέντρωσης χρημάτων για το σχολείο του γιου σου και μπαίνω με φόρα στο “Born To Run”. 1,500 ακροάσεις υπολογίζει στο περίπου ο Nick για το άσμα ασμάτων, εγώ πάλι που ποτέ δεν μεγάλωσα με δίαιτα Bruce, αμφιβάλλω αν το έχω ακούσει 20 φορές στη μέχρι τώρα ζωή μου. Από την άλλη ο Nick ποτέ δεν συμπάθησε τη jazz, οπότε εκεί νικάω, γιατί συγχωρείστε με φίλοι οπαδοί του Bruce, αλλά εγώ ποτέ δεν μεγάλωσα με αυτά, αλλά με κάποιο περίεργο τρόπο το Metal Mountains έρχεται και δένει αριστοκρατικά με το κείμενο για το “Born To Run” και ακόμα και γι’ αυτό, το “Heartbreaker”. Ξαναδιαβάζοντας το βιβλίο, το οποίο παίζει να αποτελεί και το αγαπημένο μου μουσικό κείμενο, ζηλεύω βαθιά γιατί ξέρω ότι ποτέ δεν πρόκειται να γράψω με τόση άνεση και όμορφη απλότητα για κανένα θέμα, πόσο μάλλον για τη μουσική. Αυτό με οδηγεί συνειρμικά στο πόσο απολαμβάνω να γράφω κατά περιόδους γι’ αυτά τα πράγματα και ας ξέρω ότι πολύ συχνά δεν έχω κάτι συγκλονιστικό να πω, δεν έχω κάποιο συγκλονιστικό τρόπο για να το πω και ότι τελικά δεν πρόκειται με τίποτα να το διαβάσουν συγκλονιστικά πολλοί άνθρωποι. Υποθέτω βέβαια ότι το γράψιμο είναι στο μεγαλύτερο ποσοστό μια πράξη αυτοικανοποίησης για τον γραφών, περισσότερο από ότι πράξη επικοινωνίας με το γύρω κόσμο, εκτός βέβαια αν μιλαμε για βιοποριστικούς σκοπούς, όπου εκεί παίζει άλλο παιχνίδι. Το Metal Mountains όμως είναι σχετικά σύντομο album και η διαδρομή αρκετά μεγάλη οπότε αποφασίζω να στηρίξω το “Leave Ruin” των Strand Of Oaks, για το “Pope Killdragon” των οποίων εγώ είχα βαρεθεί να πρήζω κόσμο πέρισυ. Το πρώτο album, προφανώς δεν είχε κάνει ανάλογη σοκαριστική εντύπωση και γι’ αυτό μου προξένησε αρκετή έκπληξη η ανακάλυψη του, ξεχασμένο, σε κάποιο folder στον υπολογιστή. Αυτό ήταν σαφέστατα κρίμα και, συγχρόνως, η καλύτερη απόδειξη ότι η ακρόαση μουσικής είναι σε τεράστιο βαθμό θέμα συγκυριών. Ακούγοντάς το προσεκτικά τώρα, που ξέρω πια, πόσο μεγάλος συνθέτης είναι ο Timothy Showalter, δεν μπόρεσα να μη διακρίνω όλα εκείνα τα στοιχεία που με έκαναν να αγαπήσω το δεύτερό τους δίσκο, κυρίως αυτή τον στεγνό και καυστικό τρόπο έκφρασης για τον οποίο οι φίλοι Άγγλοι χρησιμοποιούν την ιδιαιτέρως γοητευτική λέξη “deadpan”. Σε περίπτωση που πιστεύετε ότι έχω ήδη μπει στον προαστιακό και κοντεύω να φτάσω Κόρινθο, οφείλω να σας ομολογήσω ότι δεν πρόλαβα να ακούσω παραπάνω από τρία τραγούδια πριν φτάσω τελικά στο, γεμάτο αυτοκίνητα, Περιστέρι. Να σημειώσω επίσης ότι το μαγαζί που έκλεισε από ανθοπωλείο και θα ήταν ο ιδανικός χώρος για το δισκάδικο, πλέον στεγάζει γραφειο/εταιρεία φωτοβολταϊκών. O tempora, o mores.. Τώρα που και οι αγρότες βρίσκουν καλύτερη ιδέα να φυτεύουν φωτοβολταϊκά, από ό,τι ντομάτες, χάθηκε άλλο ένα μέρος όπου θα μπορούσε να. Αυτή τη στιγμή ακούω “Lets Dance” και συνειδητοποιώ ότι υπάρχουν τεράστια κομμάτια της μουσικής που δεν θα μπορέσω ποτέ να εκτιμήσω, εξίσου τεράστια με αυτά που λατρεύω, όπως το “Mayday” των Unkle. Των οποίων, προσφάτως, είδα σε γνωστό indie e-zine να εκθειάζεται ο κάκιστος προηγούμενος δίσκος και να θάβονται οι δυο προηγούμενοι, ως μη έχοντας κατεύθυνση. Μερικές φορές δεν τους καταλαβαίνω αυτούς τους Ρωμαίους. Όπως θα παρατηρήσατε σε αυτό το κείμενο δεν υπάρχουν συνειδητά παράγραφοι, μια που δεν μπορώ να βρω το κουράγιο να χωρίσω και νοηματικές ενότητες. Ξέρω ότι αύριο θα με περιμένει το υπόλοιπο “Leave Ruin” για την επιστροφή στην Ηλιούπολη, υπό το φως του ηλίου αυτή τη φορά. Και πρέπει να ακούσω επιτέλους και τι ακριβώς είναι εκείνο το 1605munro που αγόρασα επειδή είχε ωραία περιγραφή, συμμετοχή του Fripp και πλήρη απουσία από οποιοδήποτε χώρο κατεβάσματος μουσικής. Ελπίζω να αξίζει, ενώ έχουν μαζευτεί και μερικά ακόμα που έχουν τις προοπτικές να γίνουν εξαιρετικές ανακαλύψεις. Προς το παρόν όμως θα πάω απλά να ξεκουράσω την πιασμένη, από την τσάντα που λέγαμε στην αρχή, πλάτη γιατί αύριο, αν και ημέρα ξεκούρασης, προβλέπεται αρκετό τρέξιμο. Το πρωί ίσως τα πούμε προσπερνώντας ο ένας τον άλλο σε κάποιο σταθμό ή στάση. Ίσως και όχι, το σίγουρο είναι ότι δεν θα αλλάξει τη ζωή μας αυτή η προσπέραση. Μέχρι τότε, στενοχωριέμαι που δεν μου αρέσει πολύ ο Rufus Wainright. Από την άλλη πλευρά φέτος και εμείς ανακαλύψαμε το Θεό στο “Providence”.