We should make a fuss of our friends

Φαντάσου αυτό:
Είσαι στο νεκροκρέβατό σου, έτοιμος να την κάνεις, στην καλύτερη δεν πονάς, τα μάτια σου είναι ακουμπισμένα στο ταβάνι, μαλακά, ίσως υγρά ίσως όχι, δεν διψάς, δεν πεινάς. Είσαι έτοιμος να ξεκουραστείς, κάτι παίζει στο πικάπ από πίσω, δε λέμε τί και το μυαλό σου είναι άδειο. Το μυαλό σου δεν είναι καθόλου απασχολημένο, δεν είναι κατοικημένο από καμιά ανάμνηση γιατί ποτέ δεν έκανες έναν φίλο.
Φαντάσου κι αυτό:
Είσαι εκεί στα 25-28, περπατάς στο δρόμο, έχεις την μουσική στα αφτιά σου, είσαι οκ, ο ήλιος είναι ζεστός, πήγες δουλειά, δεν κουράστηκες πολύ, ξέρεις τί θα φας στο σπίτι, δεν υπάρχει πρόβλημα, ακούς την μουσική σου, την ακούς, την ξανακούς, συνεχίζεις να περπατάς, ο δρόμος είναι ευθύς, τα πεζοδρόμια στα οποία βηματίζεις είναι καθαρά και χωρίς τρύπες, είναι εντάξει, ακούς την μουσική όχι-σου, την ξανακούς και ξαφνικά…σταματάς στη μέση ενός δρόμου με κόκκινο για πεζούς και ενώ ένα πόλο είναι έτοιμο να σε λυώσει, συνειδητοποιείς ότι για όλη την μουσική του κόσμου δεν έχεις καμία ιστορία να διηγηθείς.
Το κύριο ερώτημα των μαθητών μου που βρίσκονται ακόμα στις αρχές της διαδικασίας του να μάθουν πώς να αναπτύσσουν τις σκέψεις τους με τρόπο ώστε να φτιάχνουν μια ιστορία με ροή, με ρυθμό, με μια απλή έστω σκέψη, με μια άποψη, είναι – πώς το κάνεις;
Τί πρέπει να κάνω για να πω μια ιστορία; Υπάρχει κάτι συγκεκριμένο που πρέπει να πω; Περιμένει κάποιος να ακούσει κάτι από μένα;
Τί κάνεις όταν δεν έχεις κάτι να διηγηθείς; Τί κάνεις όταν δεν έχεις δώσει σημασία στις στιγμές που έπρεπε και τις άφησες να περάσουν χωρίς επιστροφή; Τί κάνεις όταν δεν έχεις δώσει όση σημασία έπρεπε στις ιστορίες με φίλους;
Η πιο συνηθισμένη απάντηση μου σε μαθητή που έχει μπλεχτεί στους ιστούς του ίδιου του του μυαλού, είναι πως η ιστορία δεν είναι πώς πας από το σημείο Α στο σημείο Β. Ευτυχώς ή δυστυχώς, αυτή είναι η διαφορά μια ιστορίας από το σύμπαν των μαθηματικών ή τις λεωφόρους της φυσικής: Η ιστορία σου αιωρείται, γεννιέται, ανακυκλώνεται και πρωτοανοίγει τα μάτια της στον χώρο ανάμεσα στο σημείο Α και Β.
Φαντάσου αυτό:
Είσαι 15, είσαι αλλιώς, είναι βράδυ με υγρασία και μοιράζεσαι με έναν άνθρωπο ένα σκαλοπάτι πολυκατοικίας. Κάθεστε, κοιτάτε γύρω σας την γνώριμη γειτονιά και έχετε πιάσει κουβέντα για κάτι που δεν θα θυμάσαι σε 16 χρόνια από τώρα. Κι όμως η ιστορία σου λέει, ότι θα θυμάσαι το σκαλοπάτι, θα θυμάσαι την πολυκατοικία και 16 χρόνια μετά, η γνώριμη γειτονιά δεν θα έχει αλλάξει ούτε στο ελάχιστο. Κι όμως 16 χρόνια μετά, θα θυμάσαι ότι πριν 16 χρόνια καθόσουν σε αυτό το σκαλοπάτι, το τζην σου ήταν κολλητό, η μπλούζα σου δροσερή και η κουβέντα ανάλαφρη. Δεκαέξι χρόνια μετά θα ακούσεις από τον ίδιο άνθρωπο με τον οποίο μοιράστηκες εκείνο το σκαλοπάτι να σου ζητάει να καθίσετε πάλι εκεί γιατί θέλει να ξανανιώσει έτσι. Θέλει η πόλη να μην έχει αλλάξει, θέλει η γειτονιά να μην έχει αλλάξει και θέλει να σπιτώσει για ακόμα μια φορά την ιστορία του/της.
Μέσα σε όλα αυτά, σκέφτομαι τους καλύτερους storytellers της μουσικής μου, τους Waterboys. Ήταν η μπάντα που μου δίδαξε πως ο καλύτερους τρόπος για να θυμάσαι την μουσική που έχεις ακούσει είναι να φέρεις στο μυαλό σου την πρώτη φορά που την άκουσες. Μανώλη, νομίζω μαζί το συζητούσαμε μια μέρα αυτό και στο έχω αναφέρει;
Η πόλη μου ήταν πάντα ερωτευμένη με τους Waterboys. Πάντα έπαιζαν στα ραδιόφωνα τις Δευτέρες νωρίς το πρωί, με ένα Whole of the moon και πάντα Παρασκεύες βράδυ στα μπαρ με ένα Pan Within. Αυτό που με συγκλόνιζε πάντα είναι οι στίχοι και από εκεί βρίσκω αφορμή να τους αναφέρω κάπου μέσα στην κουβέντα με τις ιστορίες.
Έχω πραγματικά μια πολύ, πολύ, πολύ μεγάλη αγάπη για την μουσική τους.
Στο βιβλίο του John Peel, the Olivetti Chronicles, ο Peel διηγείται μια ιστορία σε σχέση με έναν φίλο του που πέθανε νέος και ξαφνικά, αναφέροντας την φράση We should make a fuss of our friends. Την βρήκα τόσο απλή και τόσο περιεκτική που στην φέρνω εδώ για να την δούμε μαζί.
Φαντάσου αυτό:
Είσαι στο νεκροκρέβατό σου, τα μάτια σου είναι έτοιμα να κλείσουν, είσαι μόνος-η, δεν πεινάς, δεν διψάς, δεν είσαι πολύ κουρασμένος αλλά είσαι έτοιμος, ο ήλιος είναι ζεστός, πονάς πολύ. Κοιτάς λίγο έξω, σε στραβώνει λίγο το φως, χαίρεσαι στιγμιαία, λες όπου να ναι, άντε λίγο ακόμα, όχι ρε πούστη από πόλο και ξαφνικά στο πικάπ ξεκινάει αυτό

Και μετά Φαντάζεσαι κι αυτό:
Οι ιστορίες σου, σου γεμίζουν το μυαλό και έρχονται σαν θάλασσα. Είσαι πάλι 15, είσαι ένα σκαλοπάτι από τα πολλά και βρώμικα, αλλά είσαι αυτό το συγκεκριμένο, είσαι το τζην, είσαι το μπαρ, είσαι μαθητής που αναρωτιέται πως να γράψει, αν ποτέ κανείς θα ακούσει αυτό που θα πει, είσαι το σαρδάμ σε μια εκδρομή, είσαι η πρώτη στιγμή που το άκουσες, είσαι το πόλο, είσαι τσατισμένος, είσαι χάλια αλλά γελάς μόνος σου με το σαρδάμ, είσαι το δούλεμα, είσαι ο θυμός, είσαι μόνος και κανείς δε σε αγαπάει αλλά κανείς δε σε αφήνει ήσυχο, είσαι η μπάντα, είσαι το βιβλίο, είσαι η φράση, είσαι το ραδιόφωνο, είσαι ο χώρος ανάμεσα στο Α και στο, είσαι εκεί που θέλεις να είσαι, είσαι εκεί που δεν θέλεις να είσαι, δεν είσαι ο ίδιος αλλά δεν άλλαξες και καθόλου, είσαι κομμάτια, περπατάς με τους αστράγαλους αλλά τί διάολο.
Μια ιστορία έχεις να την πεις. Και είναι ιστορία με φίλους.

~ από errorflynn στο 3 Απριλίου, 2011.

2 Σχόλια to “We should make a fuss of our friends”

  1. απο τα καλυτερα posts που εχω διαβασει εδω.thanks

  2. =)

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

 
Αρέσει σε %d bloggers: