our earth’s blood IV
Ανέκαθεν υποστήριζα πως ο ρόλος της μουσικής, πέραν της –προφανούς- emotional ηχητικής δράσης της, είναι να αφυπνίζει με τον τρόπο της τον ακροατή. Ο τρόπος αυτός δεν είναι κάτι συγκεκριμένο για τον καθένα, για αυτό και –προφανώς- “ξυπνάμε” με διαφορετικά πράγματα. Αυτό δεν συμβαίνει πάντα. Χτες το απόγευμα ας πούμε, που είπα να κάνω ένα tribute στον Jac Berrocal παρέα με ένα κερασμένο h1n1, δύο βιβλία μηχανικής και ένα κάπως κουρασμένο βλέμμα (ίσως και ανοιχτό στόμα), δεν πήρα χαμπάρι τους διαρρήκτες που εισέβαλλαν στο κάτω διαμέρισμα σπάζοντας μυστηριωδώς τον αφαλό της πόρτας και μην πειράζοντας –ακόμα πιο μυστηριωδώς- κοτζάμ σύρτη. Ωραία φάση, η αστυνομία ήρθε μόλις μετά από τέσσερις ώρες, μας είπε «να προσέχουμε» και έφυγε. Παρένθεση. Να, η αστυνομία για παράδειγμα, παντελώς άχρηστη. Σε εκατοντάδες συζητήσεις περί (καθολικής αμφισβήτησης της) χρησιμότητας αυτής, η μοναδική αυστηρά περίπτωση που θα μπορούσε να συζητηθεί είναι η παροχή μιας κάποιας χειρός βοηθείας σε μια άλφα κατάσταση διάρρηξης. Καταρρίφθηκε πανηγυρικά. Κλείνει. Η παρένθεση. Αυτό ήταν ένα παράδειγμα. Ποτέ πια Jac Berrocal τα Σάββατα. Τις περισσότερες φορές, και –κυρίως- τις περισσότερες Κυριακές πιάνει όμως. To κόλπο. Της αφύπνισης. Εδώ και τέσσερις ώρες σερί ακούω το “Our Earth’s Blood IV” (θεϊκός τίτλος;) των Bastard Noise. Και είναι όλα καλά. Αυτό είναι ένα πενταπλό album που περιέχει και αρκετές συνεργασίες των Bastard Noise με τους Sickness, Bizarre Uproar, Merzbow, Government Alpha και άλλα καλά παιδιά και μη. Το άκουσμα είναι επιληπτικά ηδονικό και δεν έχω ιδέα σε τι *ακριβώς* με αφυπνίζει, αλλά σίγουρα το κάνει. Αλλά είναι δικιά τους φάση. Δεν δίνουν τροφή για συζητήσεις περί «της εξέλιξης του ακραίου ήχου». Δεν αντιπροσωπεύουν κάποια «κραυγή μιας γενιάς που βιώνει την κοινωνική και πολιτιστική εξαθλίωση» ούτε συμβολίζουν απαραιτήτως «την απόγνωση του σύγχρονου ανθρώπου που στην περίοδο του ύστατου μηδενισμού του έχουν απομείνει μόνο τα ζωώδη ένστικτα». Ούτε κάτι τέτοιο γλυκανάλατο, που συνήθως είναι αρκετό για να βγάλεις ένα album και να μισείς αορίστως ό,τι κινείται, σε δέκα τίτλους και πέντε ατμόσφαιρες. Οι Bastard Noise είναι ψηλά στην κλίκα του power electronics για να υποπέσουν στα πρωτογενή του πταίσματα. Ούτε εύκολο μου φαίνεται αυτό που κάνουν. Το αντίθετο. Είναι όμως τόσο ψυχωμένο και αβίαστα ακραίο που δεν γίνεται να μην το εξετάσω και από το κάπως πιο κοινωνικό του πρίσμα. Να μπω στον πειρασμό έστω. Ίσως. Μια μικρή προσέγγιση, είναι πως οι Bastard Noise είναι project των Man is the Bastard, οι οποίοι, με τον ένα ή τον άλλον τρόπο υπήρξαν μια καθαρά πολιτική μπάντα που φώναζε για ακτιβισμό και –μεταξύ άλλων- έκανε μουσική για να συνοδεύσει τα spoken word του Mumia Abu-Jamal. Στη σωστή μεριά, είναι ξεκάθαρο. Και κάπως σπάνιο στα χωράφια τους. Μόλα ταύτα, αυτό το ψυχεδελικό σκοταδόψυχο πράγμα που πηγάζει από τα έγκατα του στομαχιού τους, βγάζει ένα αντιδιαμετρικά απαισιόδοξο feeling. Θυμάστε που σας έλεγα για κοινωνικό πρίσμα; Γαμήστε το, με έχει καταπιεί η μαύρη άβυσσος λέμε. Τέσσερις ώρες ακούω συγκλονιστική ambient να διακόπτεται από τα πιο ακραία blackmetal ουρλιαχτά που παίζουν εκεί έξω, τα αντίστοιχα power electronics φωναχτά, όλα αυτά με τις απαραίτητες (ισχυρές) noise προσθήκες και ένα (πενταπλό) δίσκο κομμένο και ραμμένο για να σου επιτεθεί, να σου φωνάξει στο αυτί υστερικά αυτά που έχει να σου φωνάξει, να σου μοιράσει μερικές σφαλιάρες και να σε κάνει να σταθείς προσοχή. Σκέφτομαι πως μόνο κάτι Whitehouse/Sutcliffe Jügend μπορούν να το κάνουν αυτό τόσο καλά στο χαλαρό. Το «Our Earth’s Blood» έχει αυτό το εντελώς συγκεκριμένο χαρακτηριστικό του να περιγράφεις μερικά εντελώς άβολα πράγματα που αφορούν την ανθρωπότητα με την προσδοκώμενη συνάρτηση αηδίας, απαισιοδοξίας και έντασης στη χρυσή τους αναλογία για να βγάζουν σοβαρό νόημα. Τους έχω στο μυαλό μου κοντά στους Eyehategod για κάποιο λόγο, όχι μουσικό, ίσως για το στιχουργικό/αισθητικό, μα τούτοι εδώ είναι αλήθεια υστερικοί. Δεν επεδίωξα μια καλύτερη περιγραφή στον ήχο διότι δεν είχε νόημα, το συγκεκριμένο απλά το ακούς και νιώθεις, δεν πάει αλλιώς. Στο πρώτο cd ήμουν οκ. Στο δεύτερο επίσης οκ. Στο τρίτο κάτι είχε αρχίσει να γίνεται τριγύρω, σκεφτόμουν περίεργα πράγματα, στο τέταρτο είχα ιδρώσει και έκανα νευρικές κινήσεις, είχαν θολώσει τα γυαλιά μου, έπινα νερό και φαντάζομαι έδειχνα ιδιαίτερα ψυχασθενής, ενώ στο πέμπτο πια, και συγκεκριμένα στο «A Mother’s Tears» μου έγινε κατανοητό πως αν είχε μαζευτεί το επιτελείο του αιγυπτιακού στρατού (νίκη του λαού σου λέει μετά, να αναλαμβάνει ο στρατός) στον πρώτο, πάλι χαμπάρι δεν θα παιρνα. Αυτά τα λίγα. Δύο κομμάτια από το album :