ladies’ night out

Τις τελευταίες μέρες τρία album έχουν μονοπωλήσει το χρόνο των playlist μου. Και οι τρεις δίσκοι έχουν ιδιαίτερα έντονη την γυναικεία παρουσία και είναι αρκετός καιρός από τότε που άκουσα τελευταία φορά τόσους μαζεμένους. Και μια που για το καινούριο Burzum δεν βλέπω να έχει βρει χώρο εδώ ακόμα, είναι μια καλή ευκαιρία να μιλήσουμε γι’ αυτούς.


Felix – You are the one I pick (Kranky, 2009)

Το ντουέτο των Felix μπορεί να ηχογραφεί για μια δισκογραφική εταιρεία που δεν φημίζεται για τον pop χαρακτήρα της και να μπορεί να διατυμπανίσει στενή συγγένεια με το ambient μεγαθήριο που λέγεται Stars Of The Lid (η Lucinda Chua περιόδευε μαζί τους – το άλλο μισό τους είναι ο κιθαρίστας των Lords, Chris Summerlin), αλλά δεν μπορώ να το χαρακτηρίσω ως κάτι άλλο από έναν εξαιρετικό pop δίσκο. Ναι, χρησιμοποιεί σε μεγάλο βαθμό ορχηστρικά σημεία (κυρίως με έγχορδα). Ναι, έχει μαζέψει κάποιες συνθετικές ιδέες από τα πιο normal συγκροτήματα της Kranky. Ναι, οι στίχοι της Chua, συχνά απομακρύνονται από τις αναμενόμενες pop οδούς. Τελικά όμως αυτό που απομένει στον πυρήνα της μουσικής τους είναι το πιάνο και τα φωνητικά της Chua και η κιθάρα του Summerlin να δομούν τραγούδια με όμορφες μελωδίες που ακολουθούν στρωτούς δρόμους και ακούγονται ιδιαιτέρως ευχάριστα. Πάνω από όλα ομως διατηρεί ένα ξεχωριστό χαρακτήρα, τον οποίο δικαιολογεί το παρελθόν των δυο μουσικών. Δεν ξέρω αν ανέδειξε η Kranky τις αρετές των Felix, εγώ ανακάλυψα τυχαία το δίσκο ενάμιση χρόνο μετά, χωρίς να έχω ακούσει τίποτα γι’ αυτούς, οπότε δεν ξέρω αν γενικά έκανε αίσθηση το ντεμπούτο τους. Επίσης, δυστυχώς, από όσο βλέπω δεν αναφέρεται και καμιά κίνηση για νέο δίσκο, όμως ελπίζω να συνεχίζουν. Το «You are the one I pick» είναι από εκείνους τους ουσιαστικά όμορφους δίσκους, που μπορεί να μην αλλάξουν τη ζωή σας, αλλά που κάθε φορά που θα τους ακούτε, θα αναγνωρίζετε τις ικανότητές τους να αναπτύσσουν πολυποίκιλα τα ηχοχρώματά τους χωρίς να καταφεύγουν σε πειραματικές κατευθύνσεις. Όλα αυτά που θα έπρεπε να κάνει ένας καλός pop δίσκος δηλαδή.


Lia Ices – Grown Unknown (Jagjaguwar, 2011)

Και ο δεύτερος δίσκος έρχεται από μια μουσικό, η οποία εκ πρώτης όψεως, μοιάζει λίγο περίεργη ανάμεσα στο roster της εταιρείας της. Η Lia Ices είναι μια κλασσική singer/songwriter με τα περισσότερα (μπαλαντοειδή) στοιχεία που περιλαμβάνει αυτός ο όρος. Δυστυχώς δεν έχω ακούσει ακόμα το πρώτο της album για να κάνω συγκρίσεις, αλλά στο «Grown Unknown» φαίνεται να έχει ρίξει στο μίγμα της και κομμάτια του «Jagjaguwar sound». Η ατμόσφαιρα είναι λιγο πιο σκοτεινή από τις συνηθισμένες μπαλάντες των πιο κλασσικών singer/songwriters, ενώ πότε πότε και μερικές ηλεκτρικές κιθάρες κάνουν την εμφάνισή τους για να προσθέσουν λίγη ενέργεια στους ήχους της Ices. Ο δίσκος στο μεγαλύτερο μέρος του κινείται σε αρκετά απλές δομές, ίσως ηθελημένα, για να δώσει περισσότερο χώρο στην εξαιρετικότατη φωνή της κυρίας αυτής. Αυτό δε σημαίνει όμως ότι οι ενορχηστρώσεις είναι κάτι λιγότερο από λεπτομερώς δουλεμένες. Αρκούντως μελαγχολικό, αλλά και αρκετά παράξενο ώστε να κλείνει πότε πότε το μάτι σε αυτούς που περίμεναν πιο συμβατικά πράγματα. Το μόνο που θα του χρειαζόταν ίσως θα ήταν λίγο πιο «δραματικές» συνθέσεις για να συνεπάρει τον ακροατή ολοκληρωτικά. Κάθε φορά που πάω να σκεφτώ τον ορισμό του τέλειου από πλευράς συνθέσεων singer/songwriter album, το πρώτο πράγμα που έρχεται στο μυαλό μου είναι το πρώτο album του Tom McRae, σαφώς πιο «ορθόδοξο» από προσπάθειες όπως το «Grown Unknown», αλλά ένας συνδυασμός των παιχνιδιών και ακροβασιών της Lia Ices με την αμεσότητα ενός μουσικού όπως ο McRae θα κατέληγε σε πραγματικά μεγαλειώδη αποτελέσματα.


Metal Mountains – Golden Trees (Amish Records, 2011)

Το τελευταίο της παρέας είναι επίσης φετινό και πρόκειται για το ντεμπούτο του νέου σχήματος της Helen Rush των/της Tower Recordings και συνεχίζει σε παρόμοια psychedelic folk πεδία. O δίσκος είναι αυτός που απόλαυσα μάλλον περισσότερο από τους τρεις, πράγμα λογικό εξαιτίας της ψυχεδελικής πτυχής του, αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Και εδώ δεν έχουμε εξάρσεις, οι ρυθμοί είναι αργοί και οι μελωδίες κυριαρχούν, όμως είναι τόσο όμορφες που σε σαγηνεύουν με περισσή άνεση. Η ατμόσφαιρα που δημιουργούν δεν είναι εντελώς χαμένη, αλλά οι χώροι που σχηματίζονται από τους ήχους της μουσικής είναι αρκετά ανοιχτοί ώστε να σε αφήνουν να εξαφανιστείς μέσα τους. Παραμένει όμως και ένα πολύ συναισθηματικό και άμεσο album, το οποίο μπορεί να συγκινήσει και να ταιριάξει ακόμα και στις λιγότερο ταξιδιωτικές στιγμές σας. Επίσης χαζεύοντας τώρα στο internet γι’ αυτούς, βλέπω ότι θα παίξουν με James Blackshaw και Meg Baird τον Μάρτιο και ζηλεύω απίστευτα. Μπορεί να μην είναι πολύ του χαμού, αλλά το Sonic Death Monkey στηρίζει τις ακουστικές ψυχεδέλειες των Metal Mountains.

~ από KsDms στο 9 Φεβρουαρίου, 2011.

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Twitter

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Twitter. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

 
Αρέσει σε %d bloggers: