going to the movies
Επτά λεπτά μετά τις 11 και βρίσκομαι στο συνηθισμένο σημείο για τις τελευταίες Κυριακές, δηλαδή στον καναπέ μου με την καναπεδο-κουβέρτα μου και το Sonic Death Monkey στην επιλογή new post μπροστά μου. Όχι οτι έχω κάτι συγκλονιστικά συγκλονιστικό να πω δηλαδή, αλλά ήταν ένα πολύ ωραίο σαββατοκύριακο και με έπιασε η όρεξη να φλυαρήσω λίγο ακόμα πριν πάω να συναντήσω το κρεβάτι μου μέχρι την αρχή της επόμενης εβδομάδας. Είχα καιρό να παρακολουθήσω τόσο κινηματογράφο όσο αυτές τις δυο μέρες και είχα ακόμα περισσότερο να δω καμιά σοβαρή ταινία (το πως εννοώ τον όρο σοβαρή ταινία δεν θα κάτσω να τον αναλύσω εδώ). Αυτή τη φορά αποφασίσαμε να ξεκουραστούμε και να αναπληρώσουμε λίγο από το χαμένο έδαφος, όχι ότι έλειψαν και οι εγκεφαλικά νεκρές καταστάσεις (σινεμά, ποπ κορν και «Season of the witch» – στο οποίο για μια ακόμα φορά ο Cage αποδεικνύει ότι δεν μπορεί να βγάλει εις πέρας ένα ρόλο πιο μονοδιάστατο και από μια ευθεία γραμμή).
Για το κύριο πιάτο της ημέρας είχαμε δυο ταινίες που είχαν να κάνουν αρκετά έως αποκλειστικά με τη μουσική, τη μια την αναζητούσα να τη δω εδώ και καιρό, ενώ την ύπαρξη της άλλης γνώριζα αλλά μέχρι σήμερα δεν είχα βρει την όρεξη να κάτσω να τη δω. Το πρώτο ήταν το «Soul Kitchen» και το δεύτερο το «Bird». Το «Soul Kitchen» ήταν από εκείνες τις ημι-ανεξάρτητες παραγωγές που μοιάζουν καταδικασμένες να τις συμπαθήσεις. Ωραίοι ημι-loser χαρακτήρες, συμπτώσεις που σε κάνουν να χαμογελάς, γλυκύτητα στην ατμόσφαιρα, ευχάριστα καμμένες καταστάσεις και, πάνω από όλα, τη μουσική να είναι στο background αλλά να μοιάζει να έχει ποτίσει κάθε μόριο της ταινίας. Το soundtrack ενδιαφέρον από διάφορες απόψεις, άλλωστε πότε είδατε στην ίδια κυκλοφορία Curtis Mayfield και Locomondo; Θα προτιμούσα πάντως την original εκτέλεση της «Φραγκοσυριανής», ο Βαμβακάρης σίγουρα θα ταίριαζε περισσότερο στη soul αισθητική της indie ταβέρνας του Zinos Kazantzakis (αν και προβλέψιμη η επιλογή του ονόματος, ομολογουμένως ταιριαστή). Ευτυχώς δεν πήγαινε να πουλήσει Έλληνες-του-Εξωτερικού κουλτούρα και λειτουργούσε κάπως πιο διακριτικά, στοιχείο που το έκανε σαφώς πιο επιτυχημένο.
Το «Bird» από την άλλη πλευρά ήταν από εκείνες τις ταινίες που πάντα φοβόμουν λίγο να δω. Έχουμε μιλήσει σχετικά μπόλικες φορές για το θέμα jazz και τις διάφορες πτυχές, όσο και για το θέμα βιογραφίες μουσικών. Η αντίδραση μου στο «Bird» ήξερα ότι θα είναι η ίδια με αυτή κατά την ανάγνωση του «But Beautiful» και γι’ αυτό μόνος μου δεν το έπαιρνα απόφαση να κάτσω να το δω. Δεν είχα άδικο, η βιογραφία του Charlie Parker είναι μια ιδιαιτέρως λυπητερή ταινία, σαφώς και γιατί επικεντρώνεται στα προβλήματα του μουσικού περισσότερο από ότι στις δημιουργίες του. Από την άλλη πλευρά όμως, τα ναρκωτικά, το ποτό και η ατμόσφαιρα αυτοκαταστροφής ήταν άρρηκτο σημείο όλης εκείνης της μουσικής σκηνής, όπως και πολλών προηγούμενων ή επόμενων εδώ που τα λέμε. Δεν ξέρω αν είναι ειρωνικό ή λογική συνέχεια που τόση ανθρώπινη μιζέρια οδήγησε στη δημιουργία τόσο «ντελικάτης» ομορφιάς. Να θυμηθώ να αγοράσω το «Charlie Parker with Strings» την επόμενη φορά που θα βρεθώ σε δισκοπωλείο. Επίσης θα δηλώσω εδώ για μια ακόμα φορά την αμέριστη συμπάθειά μου στον Forest Whittaker.
Τελειώνοντας θα ήθελα να ζητήσω την βοήθεια των 2,5 αναγνωστών μας στην ανεύρεση του soundtrack του Nord, καθώς οι μέχρι τώρα προσπάθειές μου δεν έχουν αποδώσει. Το έπαθλο θα είναι διπλό cd με γνωστά hits του 2000!
Δίνω και εγώ cd με ΧΙΤΣ αν μου βρείτε και κανέναν υπότιτλο της προκοπής για το Nord..
αντί για όλα αυτά μπορείτε να ακούσετε το NORD των Year Of No Light.
Την προηγούμενη κυριακή που πήγαινα σε ένα μάθημα, βρήκα σε ένα πεζούλι δύο διπλές κασσετοσυλλογές «POWER HITS» και «ANTENNA HITS 1991». Επειδή σαν σωστός ρακοσυλλέκτης (ήθελα τις διπλές θήκες) τις πήρα, τις προσθέτω στα έπαθλα. Έχουν και Vanilla Ice μέσα