The Rain Song
Φαντάζομαι τον παράδεισο σαν μια δεύτερη ζωή. Θα ήμουν όπως είμαι τώρα αυτή τη στιγμή και σου μιλάω. Θα ήμουν τόσο μικρή και θα έσκιζα τα γόνατά μου, θα μάτωνα τα γόνατά μου αλλά θα κοιτούσα μόνο τον ουρανό. Ο ουρανός θα ήταν τόσο μαύρος και γεμάτος με αστέρια και κρύο αέρα σαν ταφόπλακα που δεν πειράζει που είναι εκεί. Θα ήταν απλά κρύος σαν το ποτήρι που κρατάω.
Θα ήταν μια δεύτερη ζωή με δεύτερες ευκαιρίες που η κάθε μια θα κρατούσε μια ζωή από μόνη της. Θα δουλεύα, θα χαιρόμουν, θα έκλαιγα αλλά όταν θα στραβοπατούσα, τα πόδια μου θα με κρατούσαν. Θα ήταν ένας Παρατατικός με μουσική παντού, τα θα, θα ήταν πραγματικότητα. Θα φορούσα ζακέτα, θα άναβα τσιγάρο και θα αναρωτιόμουν. Θα με χτυπούσε η θλίψη σαν βρόντος από χαρούμενο μπάσσο. Θα ένιωθα «τις γωνίες του χειμώνα μου» αλλά θα ήξερα ότι «σε αγαπάω τόσο».
Θα μου έλειπε μόνο η σωματική παρουσία και η αόρατη τρύπα δεν θα υπήρχε ποτέ. Θα γελούσες με παροιμίες και με τον Μελ Μπρούκς και οι άλλοι θα διασκέδαζαν με την παρέα σου.
Θα ήταν πάντα το πρώτο ανοιξιάτικο κρύο.
Θα υπήρχαν μικρά φορέματα και πουκάμισα και όταν θα κοιτούσα θα έβλεπα ευκαιρία για ζωή. Θα μπορούσα να κοιμηθώ και ο Τζόνι Κας θα ζούσε για να σου πω πόσο μου αρέσει και θα μου έλεγες πότε τον άκουγες. Θα πρόσεχες τους άλλους και τον εαυτό σου. Θα είχα να σου αποδείξω ότι είμαι καλύτερη τώρα. Θα με έβλεπες να δουλεύω, θα τον γνώριζες και θα σε γνώριζα για πρώτη φορά. Θα έλεγα πως σε όλους μας πρέπει να πέσει λίγη βροχή και θα το πίστευα. Δεν θα δάκρυζα στα κρυφά και θα ήμουν όσο σκληρή είμαι και τώρα.
Θα σου μετέδιδα δανεισμένη ανεμελιά και θα άκουγα πολύ τζαζ. Διάολε και στην κόλαση θα γινόταν αυτό. Θα ήταν καλοκαίρι και θα ήμουν 12 χρονών και θα έκανα παρέες με σοφία και ανέκδοτα και μακριά από όλα και 16 χρόνια μετά θα ήμουν καλύτερα λόγω αυτού. Θα έλεγα, μια μέρα θα κάνω αυτό και δεν θα το έκανα ποτέ. Θα έλεγα, μια μέρα θα επιστρέψω και δεν θα συμβεί ποτέ πραγματικά. Θα έκανα ένα ταξίδι τρομακτικό και θα φοβόμουν μην τυχόν και δεν βρω τον δρόμο πίσω. Θα συνέχιζα να ταξιδεύω. Θα σε προκαλούσα σε διαμάχη για τα σύνορα της ενηλικίωσης και θα την κέρδιζα με άνισους όρους, υπέρ μου. Θα χτυπούσα το χέρι μου στο τραπέζι με απειλές και εξαφάνιση για να σπάσω τον πάγο και θα έπαιρνα για αντάλλαγμα την επιβεβαίωση της ματαιότητας των κινήσεών μου. Θα υπήρχαν λουλούδια παντού και μια τρύπα στο έδαφος για να επιστρέφω πάντα εκεί και να παίζω για μια ζωή τις μουσικές ενός θρήνου.
Θα ήμουν κακός άνθρωπος, θα μου ταίριαζε καλύτερα η ζωή, δεν θα ρωτούσα τόσο πολύ, δεν θα είχα καρδιά και νόστο. Θα με έβλεπες, θα με έβλεπες να γίνομαι, να αλλάζω, να αναβοσβήνω. Θα είχα διάσταση και θα ασπαζόμουν κάποια συμπαντική φιλοσοφία. Θα έλεγα και στον Παράδεισο την αλήθεια για να αποφύγω τα καλύτερα. Θα απέφευγα τα καλύτερα για να μη μου λείψουν. Δεν θα είχα έβλεπα φαντάσματα Παραδείσου, δεν θα πονούσες, δεν θα λείψεις ποτέ. Η μουσική θα παίζει και στον Παράδεισο και θα πρωταγωνιστούμε στον πρωταγώνα ενός ονείρου. Θα γυρνάμε πάντα το κεφάλι πίσω μήπως μας ξέφυγε κάτι από αυτή τη δεύτερη ζωή και θα κοιτάμε τους άλλους στα μάτια γιατί δεν πιστεύουμε την ομορφιά τους. Θα τσαλακωθούμε, θα γράφουμε βλακείες που δεν αφορούν κανένα και θα πιστεύουμε πως εξορκίζουμε κάτι. Θα ακούμε εκατό φορές το ίδιο τραγούδι φτιάχνοντας άλλο Παράδεισο από αυτόν που μας πέταξε στα μούτρα και θα λέμε και ευχαριστώ. Το τραγούδι θα είναι το ίδιο όμως. Και κλαπ, κλαπ θα χειροκροτάμε το παρανάλωμα του Παραδείσου που μου υποσχέθηκες και δεν μου τον έδωσες ποτέ. κλαπ, κλαπ.