speaking of stars…
Απολαμβάνω τις μουσικές ταινίες. Συνήθως όμως ερωτεύομαι τις ταινίες που περιέχουν τη μουσική στο χαρακτήρα τους. Σήμερα όμως θα μιλήσουμε για την πρώτη κατηγορία. Χτες που λέτε, Σαββατόβραδο, και δυο από τα μέλη του Sonic Death Monkey, πιστά στον rock ‘n’ roll τρόπο ζωής, κάθονταν σπίτι και αφού είχαν τελειώσει τα τέσσερα πρώτα επεισόδεια της τέταρτης σαιζόν του IT Crowd, αναρωτιόνταν τι να δουν μετά. Τα άλλα δυο μέλη διασκέδαζαν, το ένα στο Ξυλόκαστρο και το άλλο στο Γκάζι, οπότε υπάρχει ελπίδα ακόμα και για μας. Για να μην ξεφεύγουμε λοιπόν, μετά από σύντομη γύρα στην ποιότητα της ελληνικής τηλεόρασης το δίλημμα κατέληξε ανάμεσα στον «Μπακαλόγατο» και το «Rock Star». Έχοντας μάθει απέξω όλες τις ατάκες του πρώτου (το οποίο είναι και σαφώς η καλύτερη ταινία εκ των δυο), είπαμε να παρακολουθήσουμε το δεύτερο. Πόσο κακό μπορεί να ήταν άλλωστε; Όντας παγερά αδιάφορος απέναντι στις real life αναφορές περί Judas Priest, heavy metal και λοιπών ενδόξων παρελθόντων, περίμενα απλά να δω πως θα αντιμετώπιζαν ένα (όχι ιδιαίτερα δύσκολο) θέμα οι δημιουργοί. Μετά από κάνα δίωρο, συνειδητοποιούσα ότι είχα καιρό να γελάσω τόσο. Μιλώντας για μια ταινία που έχει σχεδόν πανομοιότυπη δομή με το «Almost Famous», είναι συγκλονιστικό το πόσο επιδερμικά πιάνει το θέμα της και το πόσο άσχετη με τη μουσική αυτή καθαυτή είναι. Ναι, παιδιά, ξέρουμε, sex, γκομενες, κοκαϊνη, αλλά ασχολούμαστε και με τη μουσική που και που. Προσπερνώντας τη περιγραφή της ζωής ενός group και της ίδιας της ύπαρξής του, ακόμα και ενός τόσο δημιουργικά αδιάφορου όσο οι Steel Dragon (μειδιάματα συνεχίζουν να έρχονται), ασχολούνται μόνο με συναισθηματικές αναταράξεις ενός τύπου που δεν ξέρει τι του γίνεται.
Που είναι άραγε η Penny Lane, που είναι οι Χρυσοί Θεοί, που είναι τα τραγούδια στα pullman και η ουσιαστική χρήση της μουσικής; Για να μη μιλήσω για το soundtrack που πραγματικά δεν πρέπει να χρειάστηκε παραπάνω από μισή μέρα για να γραφτεί. Το «Spinal Tap» ήταν σαφώς σοβαρότερη απόπειρα ενός mock rockumentary και αυτό μάλλον λέει πολλά. Ακόμα και το «Still Crazy» ήταν μια ταινία που ξεπερνάει με περισσή άνεση την χαζομαρούλα που μόλις είδαμε. Για να μη μιλήσει για την μεταστροφή στο τέλος και τις αναφορές στο πέρασμα από το heavy metal στο grunge (το αδιάφορο soundtrack συνεχίζει και με την αλλαγή του μουσικού είδους). Λες και οι grungers δεν έγιναν και οι ίδιοι rock stars αργότερα, αλλά έμειναν να παίζουν αδιάφορο, κλαψομούνικο ημι-κολλεγιακό rock σε καφετέριες, ώστε να κερδίσουν την καρδιά της πριγκηπέσσας τους. Είναι αρκετά χαζό να κάνεις μια ταινία που υποτίθεται ότι είναι για τη μουσική, να ασχολείται μόνο με το lifestyle και μάλιστα ζωγραφίζοντάς το με καρικατουρίστικη διάθεση (όχι ότι η πραγματικότητα δεν ήταν και λίγο ανέκδοτο, αλλά θέλω να πιστεύω ότι κάποια στιγμή η μουσική είχε σημασία, ακόμα και για τους ανάλογους των Steel Dragon).
Απόπειρες σαν το «Rock Star» (που, εντάξει, δεν ήταν και η ταινία που είχαμε μεγάλες προσδοκίες και μας απογοήτευσε), αποτυγχάνουν για τον ίδιο λόγο που θεωρώ απολύτως αποτυχημένο (εκτός από πηγή γέλιου δηλαδή) το «Until The Light Takes Us» και, ίσως εδώ είναι και η απόδειξη ότι, mainstream ή μη, οι άνθρωποι πάντα έχουν την τάση να εστιάζουν σε λάθος πράγματα και να δημιουργούν μύθους, όχι λόγω της μουσικής, αλλά λόγω της καθυστέρησης που δέρνει τους περισσότερους μουσικούς (όπως και τους περισσότερους ανθρώπους). Αναρωτιέμαι γιατί έχουμε την τάση να μυθοποιούμε τους ανθρώπους και όχι το ίδιο το έργο. Επίσης αναρωτιέμαι αν μετά το «Rock Star», έπρεπε να να βάλει το κανάλι το «Singles» (το οποίο ήταν και πολύ πιο συμπαθές ως δημιούργημα).
Είναι Κυριακή βράδυ, το Σαββατοκύριακο δουλεύαμε και το Sonic Death Monkey προτείνει να ακούσετε το «Winterlands» των Clang Sayne. Απλά θα χρειαστεί να είστε λίγο συγκεντρωμένοι για να το αγαπήσετε. Επίσης ξεθάβει kraut rock προτάσεις από τον Steven Stapleton και μπορεί να ακολουθήσει ανάλογο post.