against predictions
Ποιος είχε πει ότι το καλοκαίρι νεκρώνουν οι κυκλοφορίες; Ίσως και γω ο ίδιος κάποια στιγμή, αλλά ο φετινός Ιούλιος έχει βαλθεί να μου βγάζει τη γλώσσα συνεχώς κοροϊδεύοντας μου για τις (ορισμένες φορές) κολλημένες πεποιθήσεις μου. Κάπου ανάμεσα στις παραγγελίες, τα ιντερνετς και λοιπές προτάσεις φτάσαμε να ακούμε εντυπωσιακά πράγματα τις τελευταίες μέρες. Δεν κάνουμε, που δεν κάνουμε τίποτα άλλο, ας ακούμε ωραία μουσική τουλάχιστον.
Τους Sylvester Anfang II, τους ξέραμε, τους εμπιστευόμασταν και τους περιμέναμε. Χτες κατέφτασε διαμέσου του ταλαιπωρημένου ταχυδρομείου η τελευταία τους κυκλοφορία, το «Commune Cassetten» και πέσαμε με τα μούτρα πάνω, ακόμα και κατά τη διάρκεια της απογευματινής δουλειάς. Πλέον τα παιδιά δηλώνουν και ξεκάθαρα ότι θα ήθελαν πολύ να μετακομίσουν στη Γερμανία των mid-70s και μας αποδεικνύουν ότι κανένας δεν θα τους θεωρούσε παράταιρους εκεί. Ο κοινοβιακός κολλεκτιβισμός καλά κρατεί, οι δομές της μουσικής έχουν γίνει ελαφρώς πιο συγκεκριμένες (θα έφτανα να πω μέχρι και ότι groove-άρουν σε σημεία), οι μελωδίες ακόμα πιο εύστοχές, αλλά η ψυχεδέλεια καλά κρατεί. Αν θα μου επιτρέψει κάποιος να γκρινιάξω λίγο για κάτι, είναι ότι θα ήθελα λίγα περισσότερα φωνητικά. Ποτέ δεν θα καταφέρω να σταματήσω να φαντάζομαι μια νεότερη Renate στο σύνολο που ήδη έχουν δημιουργήσει οι Συλβέστροι. Και μπορώ να πω ότι η ελαφριά απομάκρυνσή τους από τις psych folk μέρες των Silvester Anfang δεν με βρίσκει και ιδιαίτερα αντίθετο. Εδώ εχουν πιάσει τη συνταγή και αναμένουμε τις επόμενες απόπειρες (αρκεί να μην το κουράσουν και αυτοί και βγάζουν κυκλοφορία κάθε δίμηνο).
Τους Common Eider, King Eider από την άλλη πλευρά δεν τους ξέραμε, δεν τους περιμέναμε και γι’ αυτό το λόγο δεν θα μπορούσαμε να πούμε αν τους εμπιστευόμαστε. Προερχόμενοι βέβαια από μουσικές οντότητες όπως οι Deerhoof και οι Xiu Xiu (μουσικές οντότητες που προσωπικά δεν με ενθουσιάζουν κιόλας), μάλλον ήταν θετικό το ότι έσκασαν από το πουθενά. «Worn» λέγεται ο δίσκος και δεν αφήνει περιθώρια για πολλές αμφισβητήσεις. Ξεκινούν με αφετηρία ένα ουσιαστικά folk κορμό, αλλά των εξωθούν σε drone και ambient κατευθύνσεις, δημιουργώντας ένα σύνολο παράδοξα καθηλωτικό. Ίσως μια αναλογία θα ήταν οι Elemental Chrysalis, αν και οι Common Eider, King Eider, ακούγοντας αρκετά πιο μονολιθικοί και στοχεύουν στο να βυθίσουν τον ακροατή στους ήχους τους. Λίγο περίεργη για καλοκαιρινή κυκλοφορία, αλλά υποθέτω ότι στα δάση τους έχει περισσότερη δροσιά από ό,τι στην Αθήνα.
Το «Hawk» του Mark Lanegan και της Isobel Campbell δεν προλάβαμε να το ακούσουμε ακόμα καλά, αλλά οι πρώτες εντυπώσεις μας άφησαν με γνωστό χαζό χαμόγελα, καθώς μάλλον θα πρόκειται για μια ακόμα σπουδή στο πως μπορεί η γλυκύτητα να μη γίνεται νερόβραστη. Νομίζω πάντως ότι στο συγκεκριμένο θέμα θα ακολουθήσουν αναλύσεις από τους υπόλοιπους του blog, οπότε σταματάω εδώ και συνεχίζω.
Σχετικά σύντομες αναφορές οφείλουν να γίνουν σε τρεις ακόμα δίσκους. Το «Jitterbug» των Bushman’s Revenge, οι πρώτες νότες του οποίου με άφησαν λίγο με το στόμα ανοιχτό για το πως βγήκε από τη Rune Grammofon, καθώς ξεκινά με ένα ημι-stoner ψυχεδελικό groove που μοιάζει αρκετά μακριά από τις jazz καταβολές της εταιρείας, αλλά η συνέχεια το δικαιολόγησε λίγο καλύτερα. Απαρτιζόμενοι από μουσικούς γνωστών συντροφιών της εταιρείας (Shining, σπόντες απο Supersilent κλπ.) κάνουν πολύ πιο πετυχημένα αυτό που προσπάθησαν να κάνουν οι Shining στο «Blackjazz». Ή μάλλον όχι ακριβώς το ίδιο μια που οι progressive εμμονές των τελευταίων εδώ αντικαθίστανται από το groove του «Masters Of Reality», αλλά η κατεύθυνση παραμένει συγγενική. Ψυχεδέλειες ερμηνευόμενες με free jazz λέξεις. Θα μπορούσε να έχει πάει πολύ στραβά, αλλά οι Νορβηγοί τα κατάφεραν με άνεση. Μετά έρχεται το «Swung From The Branches» των Foxes In Fiction, του οποίου η ζεστότατη glitch/electronica ταιριάζει άψογα με αυτές τις μέρες, δίνοντας μια ακόμα επιλογή για όσους αναζητούσαν αντίδοτα για την απουσία των Boards Of Canada ή του Helios (για το «Unleft» του οποίου πρέπει να μιλήσω κάποια στιγμή καθότι μου ξέφυγε πέρισυ). Σημείωση να μπει στο mp3 player για τις διακοπές, αν πάμε ποτέ. Τέλος, αναφορά να γίνει στην επεξεργασία από τον Fennesz στο «Something That Has Form & Something That Has Not» των On, το οποίο μας έδωσε τη δόση Fennesz που ψάχναμε από τότε που τον είδαμε φευγαλέα στο Synch. Δεν ξέρω πόσο δραστικό ήταν το χέρι του Fennesz στο δίσκο, αλλά το τελικό αποτέλεσμα είναι μια ομορφιά, σίγουρα πιο ενδιαφέρον από τις υπόλοιπες δουλειές του Sylvain Chauveau. Υποψιάζομαι ότι άλλα μέλη του Sonic Death Monkey θα τρέξουν να αρπάξουν και το «Your Naked Ghost Comes Back at Night» των ίδιων, στο οποίο έβαλε το χεράκι του ο Deathprod.
Αυτά από μας, τελείωσε ο καφές και σε καμιά ώρα θα πρέπει να ετοιμαζόμαστε για τη δουλειά μας.