a sign in the stars

Είναι μήνας, λέγεται Ιούλιος και έχει βράδια. Είναι συσκευή, λέγεται ανεμιστήρας, και έπρεπε να τον ξεβιδώσω, να τον ανοίξω, να τον καθαρίσω, και επιτέλους να τον χρησιμοποιήσω. Τα βράδια του Ιουλίου είναι ζεστά, και ο ανεμιστήρας σε γενικές γραμμές υπήρξε μάγκας τους προηγούμενους ιουλιαυγούστους. Φέτος όμως τη μυρίστηκε τη δουλειά πως το πλάνο είναι να μείνει ανοιχτός συνεχόμενα και ακατάπαυστα μέχρι τον καλό Σεπτέμβριο, και δεν δέχτηκε την προσφορά, αρνήθηκε, και με ανάγκασε να χάσω τις βίδες του, με άμεσο σκοπό να μην μπορώ να τον ξαναβιδώσω. Οπότε τα βράδια του Ιουλίου δεν κοιμάμαι, και ακούω μουσική και ψευτοκαπνίζω στο μπαλκόνι. Τότε συνειδητοποιώ πως έχουν έρθει εκείνες οι ώρες που πρέπει να σκέφτομαι πως υπάρχουν άλλοι άνθρωποι στον κόσμο, οι οποίοι εκείνες ακριβώς τις ώρες τραβάνε μεγαλύτερα ζόρια. Ξεχνάω αυτούς που περνούν ειδυλλιακά σαββατοκύριακα υπό το νυχτερινό ιουλιάτικο φεγγάρι με καλή παρέα, καλό αλκοόλ, καλά προϊόντα της μητέρας φύσης, και σκέφτομαι τους άλλους, που δεν αντέχουν κανένα δευτερόλεπτο της ζωής τους εκείνες τις ώρες ή και άλλες. Αλλά κυρίως εκείνες. Ένα φορτηγατζή στη Νεβάδα που οδηγάει επί 600 σερί χιλιόμετρα και όταν σταματάει στο ένα μοτέλ που συναντά στη διαδρομή, δεν λειτουργεί η μία μηχανή του καφέ. Έναν αποτυχημένο κωμικό που έχει χάσει το χιούμορ του και αυτοκτονεί με το παλιό όπλο του παππού του, ενθύμιο από το αντάρτικο. Κάποιον random φουκαρά “σαν σκυλί” εργαζόμενο που δεν κοιμάται τα βράδια επειδή δεν μπορεί να πάει διακοπές τα παιδιά του, και η γυναίκα του γαμιέται “σαν σκυλί” με τον εξίσου random γείτονα. Άλλη μια σκυλίσια κατάσταση της νεοελληνικής καθημερινότητος. Σκέφτομαι ένα γέρο ψαρά που του βούλιαξαν τη βάρκα τέσσερις μεθυσμένοι άγγλοι σε ένα χωριό στην κρήτη, έναν που τον έδεσαν για μισό τσιγάρο, άλλον που τον παράτησαν στη μέση του πουθενά του, και έμεινε βράδυ μόνος να κοιτάει τα άστρα, και γενικώς πολλούς τέτοιους ανθρώπους, με άλφα κεφαλαίο ή και μικρό. Και δεν το κάνω επειδή η γνήσια μισανθρωπία μου ορέγεται γειτονικές τραγωδίες για να θραφεί, αλλά επειδή ζεσταίνομαι, και όταν ζεσταίνομαι συμπάσχω. Και τα τέσσερα τεύχη του WIRE που πήρα μαζεμένα γιατί επειδή και διότι, δεν σώζουν κάτι, γιατί για να τα διαβάσω θέλω φως, ενώ αν κάνω αυτό το λάθος, η εσωτερική θερμοκρασία θα μεταβληθεί, σίγουρα όχι σημαντικά, αλλά οπωσδήποτε εις βάρος μου. Σε ένα γρήγορο πέρασμα έχει πάλι δίσκους του Kevin Drumm, δύο ημιβαρετά invincible jukeboxes, ενώ διαπιστώνω με κάποια έκπληξη πως οι άνθρωποι που έθαψαν στον πάτο το «Manafon» του David Sylvian, δίνουν kudos στο «Eparistera Daimones» του Tom Warrior. Και δεν λέω, οριστικά μεγάλο album το Triptykon, όπως και κάθε album που έφτιαξε το ανήσυχο μυαλό του γκάμπριελ φίσερ, αλλά δεν ξέρω αν ξενερώνω που διαβάζω στο Wire πως τα τρία πρώτα Celtic Frost ήταν μεταξύ άλλων μίξη musique concrète με neoclassical elements. Τι είναι δηλαδή musique concrète; Το «Procreation of the Wicked»; Με διαολίζει κάπως αυτή η εξαναγκαστική avant garde πρόσδοση χαρακτήρα που κερνάει οποιονδήποτε το Wire ενίοτε, και όχι επειδή οι Frost υπήρξαν ή δεν υπήρξαν ουσιαστικά avant garde (που υπήρξαν), αλλά επειδή αν κάποιος ακούσει το «Morbid Tales» και αντί να κάνει άμεσα evil γκριμάτσες στον καθρέφτη σφίγγοντας κάθε υπάρχοντα μυ, το πρώτο πράγμα που του ρθει να πει, είναι πως εντόπισε musique concrète με neoclassical elements, έχουμε πρόβλημα. Το Wire φυσικά παραμένει το σοβαρότερο μουσικό έντυπο στον πλανήτη γιατί δεν υπάρχει ανταγωνισμός, και εγώ βγαίνω στο μπαλκόνι γιατί εδώ μέσα έχω πυρακτώσει και θα πεθάνω. Σκέφτομαι προς στιγμήν να βάλω το «Morbid Tales» το ίδιο, αλλά αν το κάνω θα αρχίσω να κτυπώ τον τοίχο, να ρίχνω αντικείμενα στο πάτωμα και πιθανώς σε γειτονικά σπίτια, να δαγκώνω σαν μανιακός τον απεργό ανεμιστήρα, και όλα αυτά θα συντελέσουν σε μια άμεση αύξηση της περιρρέουσας θερμοκρασίας. Όχι. Θα βάλω το «Sa-Re-Ga Machan» του Ananda Shankar. Όλοι οι αναγνώστες μας θα θυμάστε τα albums που έκανε ο Jan Garbarek με τον αιωνόβιο Ravi Shankar. Και να μη θυμάστε τα ίδια τα albums, θα θυμάστε τις δημοσιεύσεις μας εδώ. Αν μας επισκέπτεστε πρώτη φορά, γειά σας, είμαστε τέσσερα καλά παιδιά που δουλεύουν και ζεσταίνονται και ξενέρωσαν που πήρε η Ισπανία το μουντιάλ και καμιά φορά γράφουνε για καμιά μουσική εδώ. O Ananda Shankar είναι ανιψιός του Ravi Shankar και όπως για κάθε μεγάλο μουσικό, έτσι και εδώ, μας απασχολεί λίγο και το υπόλοιπο σόι. Το «Sa-Re-Ga Machan» κυκλοφόρησε το 1981 από την EMI της Ινδίας, και αν και ο τίτλος, ο χαρακτηρισμός world music, και το Σιτάρ σας προϊδεάζουν εύκολα για το ποιόν, εδώ έχουμε αρκετή jazz, κάποια funk, και παραδόξως αρκετή κιθάρα και rock ‘n’ roll ακόμα. Οι μελωδίες είναι ολοκληρωμένες και δεν προσπαθούν να προσποιηθούν πως είναι πειραματικές. Έχετε ακούσει παρόμοιες σε ταινίες του Louis de Funes. Και το album είναι καλό. Η ζέστη αυξάνεται επίσης όταν καπνίζω, αλλά όχι σημαντικά ώστε να μην. Ο ανεμιστήρας νεκρός. Ο κωμικός νεκρός. Ο yankee θα έχει πιει έναν πούστη καφέ ως τώρα, του κερατά, ενώ σε κάποια κρατητήρια πέφτουν γενναίες μάπες. Η σκυλίσια οικογένεια δεν ξέρω πως την βαστάει την βραδιά, αλλά αυτοί σταμάτησαν ξαφνικά να με ενδιαφέρουν κάπως. Κοιτάω τα αστέρια, μα δεν φαίνεται κανένα και έτσι σηκώνω την τέντα. Ούτε τώρα, αλλά εκεί είναι, θα τα φανταστώ, και ας έχουν σβήσει κάποια εκατομμύρια χρόνια τώρα. Γιατί έτσι είναι κύριε, έρχεσαι, καις τα αποθέματά σου, όσα έχεις, όπως μπορείς, σφίγγεις το στομάχι σου, μικραίνεις, και η τελική σου έκρηξη θα μας πει τι είσαι τελικά. Πόσα είχες, πόσα έκαψες, πόσο έβγαλες από μέσα σου αυτά που είχες, πόσο είπες αυτά που είχες να πεις, πόσο μπουμ έγινες, τι έμεινε, τι μένει, τι θα μείνει σε μερικά χρόνια που κάποιος θα βγει πηγμένος και ζεστός στο μπαλκόνι, και θα πει «υπήρξανε και αυτοί». Ψάχνω το soundtrack της στιγμής, είναι επίπεδο, στρογγυλό, μπλε, και γυρίζει, και είναι το «Space Music» των Nurse With Wound. Παίζει η μισή πρώτη πλευρά. Κλείνει γιατί δεν αντέχω τόση σκέψη και τόσο άστρο, εν μέσω τόσης ζέστης. Γυρίζω τις πλάτες μου στο μέλλον, στο μπαλκόνι, στη σκέψη, και επιστρέφω στο δωμάτιο. Θέλω black metal, γιατί είναι η καλύτερη μουσική στον κόσμο τέτοιες στιγμές. Βάζω το νέο Nightbringer. Ασύδοτο. Ασύστολο. Κανένα ξέσπασμα. Καμία συγκινιακή φόρτιση. Κανένα εύπεπτο γύρισμα. Σχεδόν όχι μέταλ, μαύρο. Κιθάρες δομημένες για να σκοτώνουν. Έχει πάει αργά όταν τελειώνει, γιατί οι Nightbringer άμα βγάζουν albums ξεχνάνε να τα τελειώνουν. Οι The Howling Wind περιμένουν στη γωνία. Αυτό έχει αρκτικό concept, μου θυμίζει τους Resident του «Eskimo» θεματολογικά, επουδενί τόσο ακραίο, αλλά εδώ ο Ryan θυμήθηκε πως έπαιζε κάποτε στους Thralldom και είπε να κάνει ένα δίσκο ανάλογο των δυνατοτήτων που δεδομένα έχει. Μισάωρο και όπως πρέπει. Το κίτρινο demo των The Deathtrip κλείνει την σημερινή τριλογία, μα για αυτό τα έχουμε ξαναπεί από το 2008. Είναι αεκτζίδικο, και αυτό είναι το μοναδικό του πλην. Για το κλείσιμο και της βραδιάς της ίδιας, ο Mark Lanegan με την Isobell Campell μου ζητάνε να ακούσω για τρίτη φορά σήμερα τα τραγούδια τους, αλλά άλφα είναι ακόμα στον υπολογιστή, και βήτα, τους άκουγα όλη μέρα, και τώρα είναι νύχτα. Το «Hawk» είναι ένα φοβερό album, αλλά θα ρίξω και εγώ την μπάλα σε κάποιον άλλον να μιλήσει εκτενώς για αυτό, μένοντας στο ότι το παλιότερο τραγούδι «The Raven» της δυάδας είναι παναγιάμουσώσε, δεν γράφονται συχνά Τέτοια τραγούδια, δεν υπάρχουν συχνά Τέτοιες φωνές. Τσιγάρο και μπαλκόνι, για ογδοηκοστή φορά. Αν ανησυχήσατε με τις μετακινήσεις, δεν είναι τόσο εύκολη η πολύλεπτη παραμονή σε κάποια εκ των περιοχών, για λόγους τόσο ίδιους, που δεν θα ξαναεπαναλάβω. Τι ακούμε όμως; Τι ακούει το Sonic Death Monkey στη μαύρη νύχτα; Ακούει τον καλύτερο δίσκο του καλοκαιριού, τα πλέον καυτά summer hits, το in da mix νέο δημιούργημα «Baalstorm, Sing Omega» του David Tibet που θέλει τέσσερις δημοσιεύσεις μόνο του, αλλά θα αρκεστώ στο γεγονός πως είναι ΚΑΤΑΠΛΗΚΤΙΚΟ album, εν αντιθέσει με το προηγούμενο που εδώ που τα λέμε David, σε αγαπάμε, σε λατρεύουμε, σε αγοράζουμε, αλλά ήταν μαλακία. Στο τωρινό αφήνει τις ηλεκτρικές κιθάρες για άλλα συγκροτήματα (και καλά κάνει) και μου θυμίζει γιατί αυτοί οι Current 93 είναι τόσο αξιόλογοι καλλιτέχνες και ρυθμιστές των εσωτερικών μας κόσμων, και ποιητές των δρόμων, και σκοτεινότατοι, και χαβαλέδες, και μουσικάρες από τους λίγους. Απαραίτητο ηχητικό συμπλήρωμα το «Haunted Waves, Moving Graves» album που κυκλοφορεί ταυτόχρονα, και είναι αισθητά πιο πειραματικό και παιχνιδιάρικο. Εδώ πάω μέσα και βάζω το «In Norway» του John Cage. Αυτός ο ανεμιστήρας δεν θα λειτουργήσει απόψε. Ο γέρος στην κρήτη πίνει μια ρακή στην αυλή του, στην υγειά του, και περιμένει. Πίνει άλλη μία. Δεν θα τους πετύχει μια μέρα τους μαλάκες;

~ από kiwiknorr στο 16 Ιουλίου, 2010.

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

 
Αρέσει σε %d bloggers: