organising our lives
Εδώ και κάνα δίμηνο (από τότε που αξιώθηκα να το αγοράσω δηλαδή) έχω πιάσει και ξαναδιαβάζω το «Margrave of the marshes» όταν έχω χρόνο και όρεξη για διάβασμα στο σπίτι. Αυτό μεταφράζεται περίπου σε 3-4 σελίδες την ημέρα (ο κύριος όγκος διαβάσματος εδώ και αρκετά χρόνια γίνεται σε λεωφορεία, μετρό και λοιπές τοποθεσίες εκτός σπιτιού). Έτσι λοιπόν μετά από δυο μήνες βρίσκομαι ακόμα στην 130 σελίδα, αλλά δεν με πολυνοιάζει. Έτσι και αλλιώς ξέρουμε τι γίνεται στο τέλος. Περίεργο πράγμα οι βιογραφίες, ίσως περίεργο πράγμα γενικά τα βιβλία που αφηγούνται πραγματικά γεγονότα. Καθώς χάνεσαι μέσα στην αφήγηση, αρχίζεις και νιώθεις κάπως άβολα όσο πλησιάζει το τέλος. Μπορεί γιατί συνειδητοποιείς ότι το τέλος του βιβλίου στη συγκεκριμένη περίπτωση ορίζει και το τέλος του πρωταγωνιστή του ή γιατί η αλήθεια της ιστορίας σε έκανε να τη ζήσεις λίγο πιο έντονα. Το παθαίνω αρκετές φορές αυτό, ειδικά με τα βιβλία των οποίων η χρονική περίοδος με την οποία ασχολούνται είναι μεγάλη. Μοιάζει λίγο σαν να σου βγαίνει στο τέλος μια κούραση, λες και τα έχεις περάσει ο ίδιος αυτά που διάβασες, κούραση αλλά και λίγο θλίψη που δεν έχει και συνέχεια.
Σήμερα λοιπόν, εκεί που καθόμουν ήσυχα ήσυχα και διάβαζα την δεύτερη από τις τρεις σελίδες που αναλογούν στην ημερήσια, σπιτική, λογοτεχνική μου δίαιτα ξαναέπεσα πάνω σε ένα απόσπασμα που μου έκανε εντύπωση (δεν θυμάμαι αν μου είχε κάνει εντύπωση και την πρώτη φορά που το διάβαζα, αν και υποθέτω ότι θα μου είχε κάνει). Σε αυτό το απόσπασμα ο Peel αφιερώνει μια αρκετά μεγάλη παράγραφο προσπαθώντας να εξηγήσει γιατί ο Muddy Waters σε μια αλφαβητικά ταξινομημένη δισκοθήκη θα έμπαινε στο W, ενώ ο Howlin’ Wolf θα έμπαινε στο H (o Bo Didley ποτέ δεν μάθαμε που θα έμπαινε). Ούτε και ο ίδιος μπορούσε να το εξηγήσει καλά καλά, όμως νιώθεις την ώρα που το διαβάζεις ότι είναι πραγματικά σημαντικό ζήτημα για τον συγγραφέα να είναι πλήρως ξεκαθαρισμένο ότι ο Muddy Waters πρέπει να μπει στο W. Και ας τον λένε McKinley Morganfield. Αυτή η επιμονή μου έφερε στο μυαλό μια άλλη εικόνα. Την εικόνα τεσσάρων ανθρώπων, καθισμένων σε ένα, πολύ πιο άδειο από ότι είναι τώρα που κάθομαι μόνος μου, σαλόνι, τριγυρισμένων από κούτες γεμάτες cd, έτοιμοι να ξεκινήσουν την τακτοποίηση της δισκοθήκης του ενός από αυτούς. Η συζήτηση που προηγήθηκε για να μπουν οι (αυστηροί) κανόνες που θα ακολουθούνταν πρέπει να διήρκεσε πάνω από μισή ώρα. Τα συγκροτήματα το όνομα των οποιών θα ξεκινάει με «The» θα μπαίνουν στο γράμμα με το οποίο ξεκινάει η δεύτερη λέξη του ονόματος (έτσι λοιπόν οι «The Black Heart Procession» μπήκαν στο B και όχι στο Τ). Αντίθετα τα ονόματα που ξεκινάνε με a μπαίνουν όλα το A. Οι καλλιτέχνες με ονοματεπώνυμο ταξινομούνται ανάλογα με το επώνυμό τους, τα ονόματα με αριθμούς μπαίνουν πρώτα, τα ελληνικά μαζί μετά το τέλος των ξένων ονομάτων, οι συλλογές τελευταίες. Στα split πραγματικά πέφτει μεγάλη περισυλλογή κάθε φορά. Τα επιχειρήματα που έπεφταν στηρίζονταν με μεγάλη σοβαρότητα, καθώς και οι τέσσερεις ήξεραν ότι δεν παίζουν με αυτά τα πράγματα, εδώ είναι πολύ σοβαρά.
Πολλές φορές αναρωτιέμαι πως θα το έβλεπε αυτό ένας «φυσιολογικός» άνθρωπος. Περισσότερο από περίεργεια και όχι από φόβο. Αγαπάμε τις νευρώσεις μας, αγαπάμε τις παραξενιές μας, ειδικά όταν αυτές έχουν να κάνουν με τη μουσική μας. Εγώ τον Bo Didley θα τον έβαζα στο D πάντως. Ελπίζω πραγματικά να συμφωνεί ο κος Peel εκεί που βρίσκεται τώρα.
To σημερινό απόγευμα ξεκίνησε αρκετά υποτονικά αλλά από ένα σημείο και μετά άρχισε να παίρνει τα πάνω του. Κύριος υπαίτιος γι’ αυτό είναι ο Brant Bjork και το άριστο, καινούριο του album, «Gods and Godesses». Τον Bjork (τον οποίο συμπαθούμε ιδιαιτέρως) ακολούθησαν οι Major Stars, οι οποίοι έβγαλαν επίσης δίσκο φέτος («Return to form»). Τα χω ξαναπεί γι’ αυτούς, είναι από τις πλέον αγαπημένες μου νεο-ψυχεδελικές rock μπάντες και εδώ διατηρούν τις ικανότητές τους και με το παραπάνω. Ξεφεύγοντας ακόμα περισσότερο στα πεδία της ψυχεδέλειας ήρθε και το το «ΙΙΙ» των Ulaan Khol, αν και αυτό θα εκτιμηθεί ακόμα περισσότερο σε πιο προχωρημένο στάδιο της νύχτας. Έβγαλαν και οι Fenn ‘O Berg καινούριο album, τι άλλο να ζητήσει κανείς γι’ αυτές τις μέρες. Να έρθει γρήγορα το «Juliet Naked» για να αφήσουμε τον Switters να πάει να ξεκουρστεί.