A roadtrip
Ο χρόνος είναι σαν ένα παπούτσι που σε στενεύει.
Ο πρώτος δίσκος Ella Fitzgerald που άκουσα ποτέ παρουσιάστηκε από τα χέρια του πατέρα μου. Του άρεσαν τα ταξίδια, όλων των ειδών. Και ενώ ήμουν 7 χρονών ήθελε να με παίρνει και να φεύγουμε με το αμάξι. Δεν καταλάβαινες την ανάγκη του. Ο χρόνος που σου δωρίστηκε τότε ήταν σαν το παπούτσι να ήταν 4 νούμερα μεγαλύτερο. Έχουμε χρόνο μπροστά μας ακόμα. Έκατσες στην θέση του συνοδηγού με το φουστανάκι σου και το χρωματιστό σου καλσονάκι, φόρεσες την ζώνη σου και σήκωνες το κεφάλι σου για να προλάβεις να καταπιείς τα σκηνικά που έτρεχαν έξω από το παράθυρό σου. Ένα παλιό κόκκινο αμάξι μας κουβαλούσε, εμάς και το ειδικό βάρος της Fitzgerald, την τραγουδίστρια και το ειδικό βάρος της αγάπης σε έναν χώρο ένα επί ένα. Δεν έχεις γράψει ποτέ από το 2004 για αυτόν ή την Fitzgerald.
Αφήνω τον καπνό μου να γλυστρήσει νωχελικά πάνω από το κάτω χείλος μου. Το δικό μου μαγικό χαλί με τα κύματά του που μεταφέρουν όλο τον χρόνο του κόσμου και η φωνή του Bill Withers με ξαναγυρνάει στο κόκκινο αμάξι. Γύρισε από τον πόλεμο ο νεαρός και τον ρώτησε ο Withers πως ήταν και απάντησε πως τώρα ήταν εντάξει. Τον πυροβολήσαν όμως στο δεξί χέρι. Και δεν μπορεί να γράψει με το αριστερό.
Η ζωντανή version του I can’t write left-handed ήταν το τραγούδι που άκουσα στο πρώτο μας ταξίδι στα επτά μου χρόνια. Η φωνή του ακουγόταν πάνω από τον θόρυβο της παλιάς μηχανής κι εγώ κρατούσα ένα βιβλίο με παραμύθια στην αγκαλιά μου. Άκουγα την φωνή του Withers και τον κοιτούσα. Μου φαινόταν σαν ένας γίγαντας και η φωνή που άκουγα, σαν τους χτύπους της καρδιάς του. Κοιτάζοντας πίσω μέχρι και σήμερα, μου έχει μείνει η αίσθηση πως αυτό είναι το τραγούδι για τους ανθρώπους που βγήκαν από όλων των ειδών τους πολέμους αυτού του κόσμου. Με έπαιρνε ο ύπνος στο κάθισμα του αυτοκινήτου, ξυπνούσα για να βεβαιωθώ πως είναι ακόμα εκεί και ξανακοιμόμουν στο αμάξι που μας κουβαλούσε με άγνωστο προορισμό κάθε φορά. Στο Lean on me ξυπνούσα πάντα όμως από τον ήχο των χεριών που χτυπούσαν ρυθμικά μέσα στο Carnegie Hall. Μου εξηγούσε πως η μαύρη μουσική ήταν πολύ σημαντική. Άθεος ο ίδιος, μου εξηγούσε την μορφή προσεύχης μέσω της gospel αλλά τόνιζε την φύση του Lean on me. Η καλύτερη προσευχή που θα κάνεις ποτέ θα είναι για τους άλλους, τον αδερφό και την αδερφή σου όπως έλεγε και το τραγούδι. Στα επτά μου χρόνια, του έλεγα όμως πως δεν έχω αδερφό, μόνο αδερφή και χαμογελούσε. Εκείνο το μεταδοτικό χαμόγελο που είμαστε καταραμένοι από την φύση μας να μοιραζόμαστε όποτε βλέπουμε τους ανθρώπους που αγαπάμε ευχαριστημένους.
Άκουγα τις τρομπέτες, τα σαξόφωνα, τις κιθάρες, την βραχνή αλλά δυνατή φωνή και σε εκείνα τα ταξίδια ένα δυνατός κρίκος μεταξύ της μαύρης μουσικής και του ταξιδιού, δημιουργήθηκε. Στο Hope she’ll be happier έσκυβε και με φιλούσε στο κεφάλι με το ένα χέρι στο τιμόνι και ενώ υπήρχε η ελευθερία του ανοιχτού δρόμου μπροστά μας, εκείνη τη στιγμή το μόνο που ήθελε ήταν να βρεθεί αιχμάλωτος της μουσικής που μοιραζόταν με το μικρό κορίτσι που καθόταν δίπλα του.
Στενό πολύ, στενό παπούτσι.
Το κεφάλι μου γέμιζε ήχους στο Harlem. Εικόνες ανθρώπων να χορεύουν έτρεχαν μέσα στο μυαλό μου καθώς ανέβαιναν οι ταχύτητες του αμαξιού και καθώς άλλαζαν οι συγχορδίες ανέβαινα κι εγώ ψηλότερα με κάθε αλλαγή ταχύτητας. Τί σημασία έχουν όλα. Και ο χρόνος στα παλιά μου τα παπούτσια. Επαναστατούσα για πρώτη φορά και δεν ήξερα καν τι ήταν μια επανάσταση. Πόσο μεγάλο, να μπορείς να επαναστατείς μέσα σε ένα αμάξι, ένα τόσο μικρό ανθρωπάκι και έμαθες να επαναστατείς μέσα στο αμάξι, μέσα στο μικρό δωμάτιο, μέσα στο δρόμο που είσαι απλά ένας από τους πολλούς. Πόσο μεγάλο να βρίσκεις την επανάσταση σε μια κραυγή του 1972. Το 1972 δεν σε στενεύει τόσο πολύ. Ούτε το 1988 στο ένα επί ένα του μικρού Zastava. Σ’αρέσει; Αν μ’αρέσει; Έχουμε επανάσταση εδώ πέρα. Αλλά δεν είχα τα λόγια τότε. Ούτε τώρα τα έχω. Μόνο να σφίξω το καλσονάκι μου μέσα στη μικρή γροθιά μου και να χαμογελάσω μπορούσα. Αργότερα μάλλον το καλσονάκι αντικαταστάθηκε από τις άκρες μιας μπλούζας αγορασμένη από συναυλία.
Η μουσική αυτού του δίσκου είχε την ιδιότητα να αντηχεί μέρες αργότερα στα αυτιά μου. Στο σπίτι δεν ακουγόταν τίποτα αλλά εγώ ακόμα άκουγα τα μουρμουρητά της λιτανείας του I can’t write left-handed και χρόνια αργότερα άκουσα το Demons του Fatboy Slim που περιείχε το πιάνο αυτού του τραγουδιού.
Μεγάλωσα και αναρωτιόμουν αν έβαζε το Ain’t no sunshine κάθε φορά που έφευγα από το σπίτι. Αναρωτιόσουν αν πικραινόταν όταν σου έλεγε να πάμε ταξίδι κι εσύ δεν μπορούσες γιατί είχες να κάνεις αυτό ή εκείνο. Έβαζε άραγε τον δίσκο για να ξαναζήσει εκείνα τα ταξίδια όπως τον βάζεις εσύ τώρα για να μην ξεχάσεις ποτέ τίποτα; Και να ο πρώτος σου πόλεμος. Δουλεύε κι εμένα το μυαλό μου σαν την μηχανή του παλιού ένα επί ένα.
Ποιός ο τρόπος να ξεφορτωθείς ένα στενό παπούτσι; Ποιός ο τρόπος να κάνεις το παπούτσι λίγο πιο άνετο; Να το πολεμήσεις. Κι άλλος πόλεμος; Το βάζεις με λεπτή κάλτσα, το βάζεις με καλσονάκι αλλά τίποτα το μπάσταρδο. Βέβαια, δεν τρέμεις κιόλας στην σκέψη πως θα πρέπει να περπατήσεις λεωφόρους με στενά παπούτσια. Ίσως τις ύπουλες ώρες να τρέμεις λίγο αλλά ανάβεις ένα τσιγάρο και το κοιτάς πιο ψύχραιμα το θέμα. Αγόρασα ένα μπρελόκ όταν γύρισα πίσω στα συντρίμμια του πολέμου μου που γράφει Time will tell. Έτσι για να μην το ξεχάσω ποτέ. Και όταν φθαρεί και κοπεί θα βάζω το Live at Carnegie Hall και θα προσεύχομαι για όλους μέσα στα στενά παπούτσια που δεν θα μπορώ να ξεφορτωθώ.
Παρόμοια συναισθήματα ένοιωσα το 1982 ακούγοντας όμως Ελληνικά, μοβόρικα και-φυσικά-επαναστατικά τραγούδια για τη Δημοκρατία και τη λευτεριά. Κι εγω πιτσιρίκι κι εγω σε Zastava.
Θα ήθελα να πω βέβαια, πόσο αδιάφορoς μου είναι ο συνδυασμός Fidgerald+Ελληνικό τοπίο σε σχέση με το συνδυασμό Ιθαγένεια (Μαρκόπουλος) + Ελληνικό τοπίο.
Και να κλείσω με μια παρατήρηση νεαρά.
Ακόμα (ευτυχώς) δεν έχεις βιώσει καμία επανάσταση.
Με τη σκατένια οικονομία μας όμως,πιθανό να σου δωθεί η ευκαιρία.
Το απεύχομαι….