second hand meetings
Ήρθε η ώρα να πάρω την εκδίκησή μου λοιπόν και να καπελώσω αυτή τη φορά εγώ τη δημοσίευση του αφεντικού (ελπίζω να μην καταλήξει σε απόλυση). Είναι Σάββατο, εννέα και δέκα προ μεσημβρίας, και αν πριν μια δεκαετία μου έλεγε κανείς ότι θα ξυπνούσα κάποιο Σάββατο πριν τις 11-11:30 θα θεωρούσα ότι μάλλον έλεγε μαλακίες. Έτσι όπως έχουν τα πράγματα όμως, οι ώρες του Σαββάτου είναι υπερβολικά πολύτιμες και, κυρίως, ευχάριστες για να χαθούν στον ύπνο. Κάπως έτσι φυσικά τις υπόλοιπες μέρες κοιμόμαστε από τις 10 το βράδυ, αλλά τι να κάνεις, δεν μπορείς να τα έχεις όλα δικά σου.
Λοιπόν που λέτε, χτες έπιασα και ξαναδιάβαζα το «31 Songs» του Hornby, το οποίο μετά από άπειρες απόπειρες, τελικά παράγγειλα και έφτασε στο σπίτι πριν λίγες μέρες. Είχα ήδη ξεκινήσει το «It feels so good when I stop» του Joe Pernice, για το οποίο πολλοί (μεταξύ των οποίων και ο ίδιος ο Hornby) είχαν γράψει διθύραμβους, αλλά για κάποιο λόγο δεν μπορούσα να το παρακολουθήσω, οπότε είπα να καταφύγω σε κάτι πιο γνώριμο. Ίσως να μιλήσουμε κάποια στιγμή αργότερα για εκείνο. Για να επιστρέψουμε στο θέμα μας (αυτή η έκφραση νομίζω ότι ήταν από τις καταστροφικές στην έκθεση των πανελληνίων – μη τυχόν και παρέκλινε κανείς από το στόχο!), το «31 Songs» ήταν μια μεταχειρισμένη έκδοση και καθώς ξεκίνησα να τη διαβάζω παρατήρησα ότι είχε ξεμείνει σε μια σελίδα ένα από εκείνα τα διπλώματα της άνω γωνίας που έδειχνε που είχε αφήσει κάποια στιγμή το βιβλίο ο προηγούμενος ιδιοκτήτης. Πάντα μου άρεσε η ιδέα του μεταχειρισμένου, τόσο στη μουσική, όσο και στα βιβλία. Πέρα από τη δυνατότητα να πάρεις κάτι που υπό άλλες συνθήκες δεν καιγόσουν να πάρεις, σε μια ιδιαιτέρως φτηνή τιμή που είναι πάντα δελεαστικό, με ελκύει και αυτή η ιδέα της «ανακύκλωσης» τέτοιων πραγμάτων. Ακόμα πιο ωραίες όμως είναι εκείνες η στιγμές που βρίσκεις στα μεταχειρισμένα κάτι που έψαχνες εναγωνίως να βρεις και ήθελες πάρα πολύ να έχεις. Νιώθεις σχεδόν σαν να έχει αφήσει κάποιος ένα δώρο ειδικά για σένα. Εκεί δημιουργούνται άλλα ερωτήματα όμως; Πως γίνεται κάποιος να αγόρασε κάποια στιγμή το «31 Songs» και μετά να το πούλησει; Δεν του άρεσε; Ξεκίνησε να το διαβάζει και έμεινε στη σελίδα με το τσάκισμα; Πώς γίνεται να μην του άρεσε; Στη μουσική είναι ακόμα πιο περίεργα τα πράγματα. Βρίσκεις album που πιθανότατα δεν θα τα έπαιρνε κάποιος αν δεν ήξερε ακριβώς τι ήταν και όμως βρίσκουν το δρόμο τους στα μεταχειρισμένα. Βγάζω απέξω τον προφανή λόγο των οικονομικών δυσκολιών (που σίγουρα είναι μια πιθανότητα) και προσπαθώ να εξετάσω την απόφαση κάποιου να πουλήσει ένα βιβλίο ή ένα δίσκο (ειδικά όταν η τιμή που θα πάρει είναι ιδιαιτέρως χαμηλή). Ίσως βέβαια να γίνομαι εγώ υπερβολικός, αφού αυτές οι κατηγορίες αντικειμένων είναι από τα λίγα που νιώθω ιδιαιτέρως κτητικός. Από την άλλη δεν μπορείς παρά να μπεις στη διαδικασία του να προσπαθήσεις να φανταστείς τι σκεφτόταν κάποιος άλλος όταν διάβαζε ακριβώς αυτές τις γραμμές ή όταν άκουγε ακριβώς αυτά τα τραγούδια. Άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου λέει ο ποιητής. Η αίσθηση του να μπαίνεις σε ένα Music (ή Books ή οτιδήποτε) Exchange και να προσπαθείς να φανταστείς τι σε περιμένει εκεί μέσα παραμένει από τις πιο πολύτιμες.
Σε άλλα νέα, ο καταιγισμός κυκλοφοριών από εκεί που δεν το περιμέναμε συνεχίζει να έρχεται. Σε internet-ικούς περιπάτους των τελευταίων ημερών, είδαμε να προστίθενται στη λίστα μας το καινούριο album των Jaga Jazzist, το καινούριο των Autechre, το καινούριο των Yeasayer, ενώ από τις περσινές γνωριμίες επιστρέφει και η Scout Niblett. Καταφέραμε να ακούσουμε και αρκετά album μέσα στη βδομάδα που μας πέρασε. Η πρώτη απογοήτευση ήρθε από το καινούριο Shining. Η αλήθεια είναι ότι δεν με εκπλήσσει η πορεία που έχουν πάρει και αν τους είχα ερωτευτεί παράφορα στο «In the kingdom…», από τότε φαίνονταν οι metal εμμονές τους (ή ίσως ακόμα χειρότερα οι progressive metal εμμονές τους). Στο «Grindstone» ήταν αρκετά πιο εμφανείς, αλλά διατηρούσαν τον jazz χαρακτήρα τους, κάνοντας το μίγμα να παραμένει γευστικότατο. Στο «Blackjazz», ίσως με μια δόση ειρωνίας, η jazz έχει αφεθεί σε πολύ μεγάλο βαθμό πίσω, η μουσική έχει γίνει πιο θορυβώδης και αρκετά πιο «progressive» και λιγότερο ενδιαφέρουσα. Μιλώντας για «συγγενείς» Νορβηγούς, οι Shining πήγαν να ακολουθήσουν το παράδειγμα των Motorpsycho (που βάρυναν τον ήχο τους στα τελευταία album με σαφώς πιο πετυχημένο τρόπο) και δεν το πέτυχαν πολύ, ενώ ίσως θα έπρεπε να ακολουθήσουν το δρόμο των Jaga Jazzist, μια που τη jazz έδειχναν να μπορούν να τη διαχειριστούν πολύ καλύτερα. Θα υπάρξουν και αρκετές ακόμα ακροάσεις και δεν αποκλείω την πιθανότητα να αλλάξω γνώμη, αλλά μέχρι στιγμής ούτε η διασκευή στο «21st Century Schizoid Man» φαίνεται να το διασώζει (και δεν μπορώ να μη φανταστώ ότι αν η διασκευή είχε γίνει πριν πέντε χρόνια, μάλλον στην θέση του θα ήταν το «The Court Of The Crimson King»). Από την άλλη πλευρά, οι Motorpsycho συνεχίζουν τον καταιγισμό κυκλοφοριών στην τελευταία περίοδο του συγκροτήματος και το «Heavy Metal Fruit» είναι για μια ακόμα φορά ομορφότατο. Μαζί μ’ αυτά ήρθε και η ακρόαση του Efterklang που τους απομακρύνει και αυτούς αρκετά από τις ημέρες του «Tripper», αλλά συνεχίζω να λατρεύω και τη νέα τους κατεύθυνση. Ο τίτλος της ανακάλυψης των ημερών πάει στους Excepter και το διπλό φετινό τους album, «Presidence», όπου η μουσική της εξάδας μου έφερε στο μυαλό εικόνες από την «Love’s Secret Domain» εποχή των Coil, κάτι που είχα πάρα πολύ καιρό να συναντήσω. Με σαφώς πιο noise και free καταβολές, οι κύριοι και κυρίες από το Brooklyn έχουν πολλά να πουν.
Κάπου εδώ και αφού έχουμε βάλει ήδη τη δεύτερη κούπα καφέ, μάλλον πρέπει να κλείσουμε για να πάμε να κάνουμε και καμιά δουλειά πριν μας πάρει το μεσημέρι. Και έβγαλε και ήλιο οπότε μάλλον πρέπει να κουνηθούμε όσο προλαβαίνουμε.