The music that was to be

Βαριέμαι πολύ να πάω για δουλειά απόψε. Το ίδιο πλήθος, οι ίδιοι κλασσικοί θαμώνες, ο Τζέημς, συνταξιούχος καθηγητής, λάτρης κάθε καινούριας σοδειάς Μποζολέ, δεν χάνει ποτέ μάζωξη για τον εορτασμό των πρώτων μπουκαλιών, ο συνεσταλμένος φίλος του που πάντα με φλερτάρει με την συνοδεία των κόκκινων μάγουλών του και την ευγένεια του μεσήλικα που έχασε το τρένο της γοητείας. Τα παιδιά είναι εντάξει τουλάχιστον και μπορείς να καπνίσεις σε όλο το μαγαζί. Κάνει τόσο κρύο έξω που το πρώτο που θέλω είναι να χωθώ κάτω από την κουβέρτα στο σαλόνι και να δω ταινία.
Βγαίνω από την πόρτα του σπιτιού, μερικά μέτρα παραπέρα ακούω κάποιον να φτύνει λόγια προς το μέρος μου, κλασσικές εργατικές εστίες. Καβαλάω το ποδήλατο, με χτυπάει ο χειμωνιάτικος θαλασσινός αέρας στο πρόσωπο. Φτάνω στο μαγαζί. Έχει ήδη νυχτώσει, είναι 18.30. Καθησυχαστική ησυχία. Ο ήχος των πιάτων και των ταψιών με καλωσορίζει καθώς κλειδώνω το ποδήλατο. Πλατιά χαμόγελα από τα παιδιά στην κουζίνα, «Heeeyy, the Greek’s here, how’s it going», ο sous chef, οικογενειάρχης και grunge fan με το τρομερά ζεστό χαμόγελο. Η νέα νύφη του έχασε πρόσφατα το μωρό στους 4 μήνες, ο ίδιος σταμάτησε τη δουλειά λίγο πριν, για να περάσουν χρόνο μαζί αλλά επέστρεψε στη θέση του παρά τα σχέδια που είχε να μην και συνεχίσαμε την συζήτηση για Soundgarden από εκεί που την αφήσαμε. «Another day, another dollar», λέω. «That’s what I’m talking about», λέει.
Η φωνή της Diana Krall με έχει ήδη ζεστάνει καθώς περνάω τις διπλές πόρτες και μπαίνω στον κυρίως χώρο του μαγαζιού. Stop this world, let me off.
Τους είδαμε όλους και απόψε. Τα γοητευτικά ζευγάρια, τους άνετους μεστωμένους και μεστωμένες. Τους νεότερους με την αλλόκοσμη ποιότητα. Τους καπελωμένους με πολύ κουλ καπέλα, τον αγαπημένο μου σαξοφωνίστα. Κάθε φορά που είναι η σειρά του να παίζει, μου κάνει τη χάρη και μου δίνει ένα Mose Allison κομμάτι. «Sure sweetheart, which one?», με ρωτάει. Όποιο να’ναι, του λέω, ξέρω πως πιέζεσαι από χρόνο. Σταματάω να σερβίρω (εδώ μόνο πίνουμε και ακούμε και τσιμπάμε και κάτι στο ενδιαμέσο) και με το δίσκο στα χέρια και την πλάτη κολλημένη στον τοίχο, καθηλωμένη όχι γιατί είναι ο μοναδικός που παίζει τόσο καλά Allison, έτσι κι αλλιώς δεν μου κάνει εντύπωση, είναι ο μουσικός του μουσικού. Αλλά γιατί ακούω εκείνη την μελωδία του Everybody’s cryin’ mercy και σκέφτομαι τα λόγια μέσα στο κεφάλι μου. Τέλειο τραγούδι για αυτό το πλήθος.
Τί έχει αυτό το πλήθος; Ποιά είναι η μουσική του; Τί ιστορία ήρθε να μου πει και απόψε; Αυτό το όλο σκούρο καφέ, γερασμένο ξύλο στα πατώματα, στην μπάρα, στις καρέκλες, στα τραπέζια που δονείται με κάθε νότα του πιάνου, με κάθε ρυθμικό χτύπο παπουτσιού, με κάθε σταγόνα ιδρώτα ποτισμένη με καπνό νυχτερινού τσιγάρου, τί ρόλο παίζει απόψε;
Έχω περάσει πολλά χρόνια ακούγοντας τζαζ. Ξέρω, ακούγεται αστείο έτσι όπως το λέω. Τζαζ και πούρα, τζαζ και κόκκινο κρασί (αν και δεν χρειάζεται να σας θυμίσω εκπρόσωπος ΠΟΙΑΣ μουσικής σκηνής βγήκε στην τηλεόραση σαν τον Φρανκ Σινάτρα με ένα ποτήρι κόκκινο κρασί και παρίστανε τον Εξαποδώ αλά δερμάτινο, ιταλικό σκαρπίνι και σουίνγκ διάθεση). Είμαι αβοήθητη σε ό,τι αφορά αυτό το είδος μουσικής. Λέω είμαι αβοήθητη γιατί νιώθω ερωτοχτυπημένη από τότε που άκουσα πρώτη φορά και από τότε που έπαιξα πρώτη φορά. Δυσκολεύομαι να γράψω για αυτήν, την έχω συνδέσει με τα μεγάλα μυστήρια της ζωής μου, τα άλυτα και αυτά που μου δημιουργούν κόμπους στο λαιμό. Την έχω συνδέσει με τα άλυτα μυστήρια των άλλων, με τα άλυτα προβλήματα, με τα άλυτα χρόνια, με την άλυτη μαθηματική εξίσωση της χαζομάρας, της αποπνικτικής ομορφιάς, της άλυτης μοναξιάς. Της άλυτης μοναξιάς. Έχω συνδέσει την τζαζ με την βαθιά μοναξιά.
Stop this world. Let me off.
The Rolling Stones, The Yardbirds, The Clash, Van Morrison, Elvis Costello, Pixies, Blue Cheer είναι μερικά από τα ονόματα που έχουν διασκευάσει Allison, έχουν αφιερώσει στον Allison, έχουν γράψει τραγούδια για τον Allison. Εγώ τον έμαθα σχετικά αργά από ένα ντοκυμαντέρ. Μαγεύτηκα από τον τρόπο που οι άλλοι μουσικοί μιλούσαν για αυτόν και τον πλησίασα με επιφυλακτικότητα. Διαθέτει απλότητα, μελωδικότητα, ατελείωτο ταλέντο και λέω ατελείωτο γιατί μια από τις κρυφές μου ευχές ήταν πάντα πως όταν ένας τρομερά ταλαντούχος μουσικός παλιότερης γενιάς πεθάνει, το ταλέντο του δεν σαπίζει μαζί με το υπόλοιπο σώμα του ή δεν καίγεται σε κάποια πυρά αλλά ανασηκώνεται με την άφιξη του θανάτου και απορροφάται από κάποιον νέο μουσικό που βρίσκεται στη διαδικασία να γράψει τον μεγαλύτερο δίσκο της ζωής του. Ένα νέφος ταλέντου που δαιμονίζει τον εκκολαπτόμενο μουσικό είτε αυτός είναι ήδη στο στούντιο, είτε μέσα στις πάνες του και σε 20 χρόνια θα αλλάξει τον κόσμο με την μουσική του. Κάπως έτσι το σκέφτομαι το όλο παραμύθι και επιμένω στην θεωρία μου.
Η Prestige είναι η εταιρεία που έκοψε τον πρώτο τζαζ δίσκο του Coltrane, με τον καλλιτέχνη σε ρόλο δεύτερο, αυτόν δηλαδή του σαξοφωνίστα των πίσω θέσεων. Η Prestige είναι και η εταιρεία με την οποία ηχογράφησε τον πρώτο του δίσκο ο Allison. Άκου, μην περιμένεις καλλιτεχνικές κωλοτούμπες. Όταν άκουσα πρώτη φορά Allison, σοκαρίστηκα με την απλότητά του και την μαεστρία του στο πιάνο. Δεν υπήρχε τίποτα άλλο εκτός από αυτόν και το ταλέντο του. Τίποτα άλλο. Το φαντάζεσαι; Να μην ακούς παραγωγές, να μην ακούς μουσικές καρικατούρες, να μην μπορείς να δείξεις, να ονομάσεις, να πεις αυτό είναι πάρα πολύ και αυτό πολύ λίγο. Θέλει χρόνο ε. Θέλει χρόνο να ξεγυμνωθούμε από τις απαιτήσεις μας που εμείς απλά ονομάζουμε απαιτήσεις για καλή μουσική. Και ενώ καμιά φορά σκέφτομαι πως ίσως η μουσική είναι μέσα σε κάποιους καλλιτέχνες ένας κοκκαλιάρης έφηβος που καταλήγει με τον δίσκο να γίνεται ένας τέλεια καλογυμνασμένος, φουσκωμένος αθλητής που θα φέρει το σκορ, θα φέρει το αποτέλεσμα στους αγώνες, με τον Allison πάντα ένιωθα τα πράγματα πιο…απλά.
Τα ποτήρια μαζεύονται, τα μαχαιροπίρουνα γυαλίζονται και η βάρδια έχει τελειώσει. Πότε θα φέρεις το κοντραμπάσο σου να παίξουμε ένα session, με ρωτάει ο καπελωμένος σαξοφωνίστας. Χαχα, άκου, εσύ παίζεις session, ο Davis παίζει session, ο Thelonious Monk παίζει session εγώ είμαι μακριά ακόμα από το session και το κοντραμπάσο μου ακόμα πιο μακριά από αυτό το μέρος. Κακώς, να το φέρεις. Ε, δεν είναι τόσο απλό. Όλα τα πράγματα είναι απλά. Η φωνή της Krall ξεκινάει το Temptation του Waits.
Είμαι μια ερωτοχτυπημένη. Big band φωνές, μαεστρία στο όργανο, τσιγάρο, πόδια που σέρνονται, μάτια από κάτω να παρακολουθούν την μουσική που ρίχνει τον προβολέα σε κάθε ένα άτομο ξεχωριστά εκεί κάτω. Αν έπρεπε και μπορούσα να περιγράψω την τζαζ θα έλεγα πως κάνει αυτό ακριβώς. Ρίχνει το φως σε κάθε έναν από εμάς ξεχωριστά. Δεν το κάνει για καλό βέβαια. Ωραίο είναι το φως, νομίζεις πως έχεις την αποκλειστικότητά του, σε κάνει ξεχωριστό, μοναδικό, έχεις επικοινωνία μόνο εσύ και αυτό που συμβαίνει πάνω στη σκηνή, είσαι εκεί αλλά το κίνητρο είναι μοναδικότητα ίσον μοναξιά. Εσύ λούζεσαι στις μοναδικότητες και αυτό γελάει! Ε, σκατά. Κι άλλο άλυτο.
Παιδιά δεν έχω ιδέα τι σημαίνει τζαζ. Ας κάνουμε ένα τσιγάρο όλοι μαζί όμως.
Stop this world. Let me off.

~ από errorflynn στο 26 Οκτωβρίου, 2009.

3 Σχόλια to “The music that was to be”

  1. Τι να πιάσεις και τι να αφήσεις;…

    «…και την ευγένεια του μεσήλικα που έχασε το τρένο της γοητείας.»

    «Ο ήχος των πιάτων και των ταψιών με καλωσορίζει καθώς κλειδώνω το ποδήλατο.»

    «Έχω συνδέσει την τζαζ με την βαθιά μοναξιά.»

    «…όταν ένας τρομερά ταλαντούχος μουσικός παλιότερης γενιάς πεθάνει, το ταλέντο του δεν σαπίζει μαζί με το υπόλοιπο σώμα του ή δεν καίγεται σε κάποια πυρά αλλά ανασηκώνεται με την άφιξη του θανάτου και απορροφάται από κάποιον νέο μουσικό που βρίσκεται στη διαδικασία να γράψει τον μεγαλύτερο δίσκο της ζωής του.»

    Ας μην το κατακερματίζω όμως. Είναι άδικο. Είναι άδικο γιατί ΟΛΟ είναι αριστούργημα!!!… Σίγουρα το πιό γοητευτικό-ατμοσφαιρικό-εκμαυλιστικό κείμενο που έχω διαβάσει εδώ και πολύ καιρό (εντός και εκτός διαδικτύου)!
    Εχείς πολύ ταλέντο!
    Τα μάτια του Κέρουακ θα ήταν φαντάζομια υγρά. Όχι από το μπέρμπον, άλλα αν μπορούσε να διαβάσει αυτό το κείμενο…

  2. να σαι καλά ευγενικέ αναγνώστη, ελπίζω να είσαι καπνιστής! μείνετε συντονισμένοι.

  3. Περιστασιακός… Πολύ περιστασιακός καπνιστής (ας όψονται τα λογής σακατιλίκια…) Πάντως, σ’ αυτό το ζήτημα είμαι μάλλον φανατικά λιμπεραλιστής, αφού αδυνατώ να κατανοήσω το φασισμό και των δύο πλευρών:
    Θεριακλής: Θα τ’ ανάψω ρε πούστηδες! Θα τ’ανάψω και να σκάσετε!
    Άκαπνος-Φυσιολάτρης-Καταναλωτής βιολογικών προϊόντων που θα πεθάνει υγιής: Όχι ρε πούστη! ΔΕ θα τ’ανάψεις!
    Εγώ καπνίζοντας ένα πουράκι villiger και πίνοντας αρωματισμένο καφέ φίλτρου: Προς τι ο αλληλοσπαραγμός;;; Προς τι η αλληλοεξόντωσις;;;… Γιά όλους υπάρχει ήλιος! Γιά όλους υπάρχει χώρος! Όλοι εξαρτήματα του Σύμπαντος είμαστε… Και αρχηγός του Σύμπαντος, Εγώ!

    Παράκληση: Πήγαινε κι απόψε γιά δουλειά… Αν όχι γιά σένα, τουλάχιστον γιά μας!… :^)

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

 
Αρέσει σε %d bloggers: