down under or up north
Και ο πανικός νέων κυκλοφοριών συνεχίζεται. Ξεπερνάμε την μαλακιούλα που έβγαλαν οι Pearl Jam, αφήνουμε για πιο μετά το καινούριο Black Heart Procession του οποίου η πρώτη ακρόαση δεν μας άφησε με ανοιχτό το στόμα, οπότε θέλουμε να το ξανακούσουμε αρκετές φορές, προσπερνάμε και την ευχάριστη έκπληξη του «Childish Prodigy» του Kurt Vile, καθώς και της, εκ των πρώτων ακροάσεων, ομορφότατης νέας δουλειάς του David Sylvian. Μεγάλη ομορφιά ήταν επίσης και το «Metamorphosis» των Pleq (καιρό είχαμε να εντυπωσιαστούμε από ηλεκτρονικοπερίεργο), ενώ και το καινούριο ep των Massive Attack άφησε πολύ καλές υποσχέσεις για το καινούριο τους album (ελπίζω να βγει σύντομα).
Και έτσι καταλήγουμε στους δυο δίσκους για τους οποίους θέλω να μιλήσω σήμερα. Ο πρώτος είναι η καινούρια κυκλοφορία της Σουζάννας. Αυτή τη φορά θυμήθηκε ότι στην αρχή την συνόδευε και η μαγική ορχήστρα της, οπότε είπε να την επαναφέρει. Απλούστατα «3» το νέο album, μετά τα «Sonata Mix Dwarf Cosmos» και «Flower Of Evil» και η αλλαγή στον ήχο αρκετά σημαντική. Πάνε οι μινιμαλισμοί των προηγούμενων δίσκων, οι διασκευές, η ησυχία και οι αρκούντως εύθραυστες μελωδίες. Εδώ η Susanna Karolina Wallumrød ψιλοξεχνάει την jazz και την electronica και θυμάται μάλλον πόσο αγαπάει την Kate Bush. Δεν μπορώ να σκεφτώ κάποια μεγαλύτερη επιρροή να διαπνέει το «3». Οι ενορχηστρώσεις, ο ήχος, η ατμόσφαιρα, ακόμα και ο τρόπος που τραγουδάει η Susanna, θυμίζουν την Bush. Ούτε η πρώτη, ούτε η τελευταία είναι που δηλώνει θαυμασμό για την Αγγλίδα τραγουδίστρια θα μου πείτε. Δεν θα διαφωνήσω. Από την άλλη πλευρά ακόμα προσπαθώ να καταλήξω στο αν είναι πραγματικά καλός αυτός ο δίσκος ή αν η Susanna μπορούσε και καλύτερα. Μπορώ με σιγουριά να πω ότι μου άρεσε το album, και μάλιστα αρκετά. Δεν το έχω ακούσει πολλές φορές ακόμα, αλλά το γεγονός ότι περιέχει πολύ ωραία τραγούδια είναι εμφανές. Από την άλλη πλευρά όμως δεν μπορεί να μου βγει η ιδέα από το μυαλό ότι, ακόμα και όταν διασκεύαζε κομμάτια άλλων, στα προηγούμενα album της ήταν σαφώς πιο πρωτότυπη, πιο προσωπική και, τελικά, πιο μαγευτική. Εδώ, το ταλέντο της και του Qvenild βγάζει προς τα έξω τον πιο pop εαυτό του και, αν και δεν με χαλάει ακριβώς, τους προτιμούσαν στις πιο stripped down στιγμές τους. Δεν είναι περίεργο που το καλύτερο κομμάτι του δίσκου είναι μάλλον η διασκευή στο «Another Day» του Roy Harper, που είναι και το πιο ήρεμο και μελαγχολικό κομμάτι του δίσκου. Η δεύτερη διασκευή ανήκει για μια ακόμα στην κατηγορία «σχετικά αναπάντεχη» και είναι το «Subdivisions» των Rush. Ενδιαφέρουσα η οπτική της Susanna, έχοντας μια πιο synth-pop/electronica υφή αλλά διατηρώντας (και ίσως και τονίζοντας εξαιτίας του πιο αργού tempo του) τον επικό χαρακτήρα του πρωτότυπου. Διατηρώ τις επιφυλάξεις μου, τονίζω την συμπάθειά μου και το ξανασυζητάμε στο μέλλον.
Για το δεύτερο δίσκο θα μεταφερθούμε στην άλλη άκρη του κόσμου κυριολεκτικά. Μια που τελειώνουμε το «Down Under» του Bill Bryson λοιπόν (και μας άρεσε πάρα πολύ) αποφασίσαμε να παραμείνουμε στην Αυστραλία. Για αρκετά διαφορετικούς λόγους βέβαια. Austere λέγονται οι κύριοι που θα μας απασχολήσουν και μάλλον δεν θα μπορούσαν να είχαν θέση ποτέ σε κάποιο βιβλίο του Bryson. Βέβαια θα είμαι δίκαιος και θα πω ότι οι κκ Mitch, Tim και D. μάλλον δεν θα ενδιαφέρονταν και πολύ να μπουν στο βιβλίο. Όμως η αλήθεια είναι ότι θα μου φαινόταν εντυπωσιακό άμα ήταν φαν του φίλου αμερικάνου συγγραφέα. Κατά τ’ άλλα έχουμε από αυτές τις νεόκοπες black metal ταμπέλες, κυρίως αμερικανοφερμένες, τύπου depressive black metal και άλλα συγκλονιστικά. Πολύ κακό για το τίποτα νομίζω εγώ, για μια γενιά που απλά άκουγε πολύ Burzum μικρή. Και εδώ έγκειται και το σημείο που κάνει αυτούς εδώ τους Αυστραλούς ιδιαιτέρως συμπαθείς και γοητευτικούς. Ενώ οι αμερικάνοι συνοδοιπόροι τους έχουν πιάσει και επηρεάζονται ομαδικώς (ενίοτε και κοπιάρουν ξεδιάντροπα) το μουσικό όχημα του φίλου καθυστερημένου Varg, οι Austere ξεθάβουν το «HEart Of The Ages» και του δίνουν και καταλαβαίνει στο «To Lay Like Old Ashes». Δυστυχώς δεν μπορώ να θεωρήσω τρομερά πιθανό να έχει φτάσει η επιρροή του πρώτου album των In The Woods… μέχρι και την τελευταία γενιά black metal μουσικών (ειδικά των Αυστραλών), κυρίως γιατί οι In The Woods… δεν μοιάζουν να είναι ανάμεσα στα ακούσματα των σύγχρονων black metal-άδων. Όμως ακούγοντας τα φωνητικά στο «To Fade With The Dusk» δυσκολεύομαι αρκετά και να αποδώσω την ομοιότητα με αυτά του Jan Kenneth στο «Yearning The Seeds Of A New Dimension» σε απλή σύμπτωση. Ελπίζω ειλικρινά να μην είναι σύμπτωση. Το album ολόκληρο είναι ένα διαμαντάκι. Αργό, ατμοσφαιρικό black metal με τα αναμενόμενα ημι-ambient περάσματα και αρκετά πιο καθαρά σημεία για να τονίσουμε και τις νορβηγοτραφείς επιρροές. Ίσως να μην έχει την πιο ψυχεδελική αισθητική των In The Woods… αλλά διατηρώ τις ελπίδες μου για το μέλλον. Που ξέρεις; Μια μέρα μπορεί να μιλήσουμε και για το νέο Omnio. Μοναδική εξαίρεση στο άψογο τελικό αποτέλεσμα είναι ίσως το «Coma II», που μπορεί να είναι ένα συμπαθέστατο, ακόμα και όμορφο, mood piece αλλά δεν δικαιολογεί ιδιαίτερα τα σχεδόν 21 λεπτά του, ούτε στέκεται στο επίπεδο των υπόλοιπων κομματιών. Και τώρα που το σκέφτομαι αν έλειπε αυτό, το album θα έπιανε και εκείνη την μαγική black metal διάρκεια των 34 λεπτών, οπότε θα αγαπούσαμε ακόμα περισσότερο. Να το ακούσετε όσοι μπλακμεταλλάδες δεν το χετε ακούσει ήδη. Ίσως αγαπήσετε. Ίσως όχι, άμα είστε λίγο βλάκες βέβαια.
Μπορεί ο Σεπτέμβρης να ναι σκατά από επαγγελματικής και από ακαδημαϊκής πλευράς, αλλά από μουσική καλά πάμε. Και όχι μόνο από μουσική εδώ που τα λέμε. Ας μην είμαστε αχάριστοι. Θυμόμαστε μια νυχτερινή ακρόαση του «With These Hands» και χαμογελάμε.