boxers and cowards
Ας το παραδεχτούμε. Αυτές τις μέρες οι εκάστοτε singers-songwriters είναι περίπου a dime-a dozen. Άλλοι είναι συμπαθητικοί, άλλοι βαρετοί, αλλοι γελοιωδώς μελό, πολύ λίγοι είναι όμως εντυπωσιακοί. Ακόμα και αυτοί που μπορεί να σε εντυπωσιάσουν, δείχνουν ότι μερικές φορές δεν μπορούν να διατηρηθούν. Τρανό παράδειγμα ο Tom McRae, ο οποίος μετά τα δυο πρώτα εκπληκτικά album που κυκλοφόρησε, κινείται σε αρκετά μέτριες δισκογραφικές δουλειές (δυστυχώς για εμάς, αλλά και γι’ αυτόν που έδειχτε ότι το είχε). Από τους δίσκους που με έχουν εντυπωσιάσει όσο λίγα πράγματα τον τελευταίο καιρό, δυο ανήκουν σε μουσικούς που θα μπορούσαν να τοποθετηθούν σε αυτή την κατηγορία. Ο πρώτος είναι παλιός γνώριμος και είμαι ευτυχής, ο δεύτερος αν και με χρόνια πίσω του, προσωπικώς τώρα τον μαθαίνω και καλά κάνω εδώ που τα λέμε. Πέρα όμως από τις μουσικές ομοιότητες και συγγένειες, τούτοι εδώ οι δυο τύποι μοιάζουν να έχουν και παρόμοιες προσωπικότητες.
Ο πρώτος είναι φυσικά ο Vic Chesnutt. Το προπέρσινο «North Star Deserter» ήταν δικαιώς ανάμεσα στα καλύτερα album εκείνης της χρονιάς. Φέτος κυκλοφορεί το «At The Cut», το δεύτερό του με την Constellation. Δυστυχώς δεν το έχω στα χέρια μου για να ξέρω αν του κάνει πάλι παρέα η κομπανία των Godspeed You Black Emperor, αλλά, ακούγοντας το album ξανά και ξανά, δεν θα με εξέπληττε καθόλου. Στα ίδια επίπεδα με το περσινό, ο Chesnutt παραμένει από τους πιο αγαπημένους μας πικρόχολους και κυνικούς μουσικούς (κάτι σαν τον Bernard Black των singers/songwriters), διατηρώντας όμως μια αξιοπρέπεια και ένα humour και μια αυτο-ειρωνική διάθεση που δεν τον αφήνει να χαθεί σε μια θάλασσα μιζέριας. Γι’ αυτό τον αγαπάω κυρίως, γιατί μπορεί να πετάει δηλητήριο χωρίς να ακούγεται μικροπρεπής. Και αυτό είναι σπάνια αρετή στις μέρες μας, φίλοι μου. Είναι επίσης από τους λίγους «ρομαντικούς τροβαδούρους» που ξέρει ακριβώς πότε να βάζει και το βύσμα στον ενισχυτή και να τσιτώνει λίγο την ένταση. Μη φανταστείτε βέβαια rock ‘n’ roll ριφφάκια, αλλά όπως και στις καλύτερες στιγμές του «North Star Deserter», ο Chesnutt φωνάζει όσο πιο δυνατά γίνεται. Θα βρείτε φυσικά και τις πιο alt-country στιγμές του, αλλά, παρότι εξαιρετικές, επιμένω ότι αυτό που αξίζει περισσότερο είναι ο θυμός του. Φυσικά και δεν μπορώ να πω αν είναι καλύτερο από το «North Star Deserter», ισάξιο είναι πάντως, αλλά αν μπορεί μετά από 20 χρόνια να βγάζει τέτοιες δισκάρες, χαλάλι του. Θα το ακούμε συνέχεια, θα το ξανασυναντήσουμε σε καμιά συλλογή σίγουρα και θα ξαναμιλήσουμε γι’ αυτό στο τέλος του χρόνου δω πέρα. «Granny what you doin’ with your false teeth/She said: I’m just picking out the blackberry seeds».
O δεύτερος της παρέας, ονομάζεται Michael J. Sheehy. Χρόνια και αυτός στην πιάτσα, πρώτα με τους Dream City Film Club και τα τελευταία χρόνια μονάχος του, στο τελευταίο μαζί με μια παρέα που λέγεται The Hired Mourners, είναι Λονδρέζος αλλά ακούγεται όσο πιο Αμερικάνος γίνεται. Αρκετά blues (διασκευάζει εξαιρετικά και το «Nobody’s Fault But Mine»), μπόλικη folk, μια essence από την ατμόσφαιρα του Nick Cave, ακόμα και ελαφρά gospel επιρροές, δεν τον κάνουν να μοιάζει να προέρχεται από την Γηραιά Αλβιόνα. Ίσως το μόνο που έχει κρατήσει από τον τόπο του είναι η γκριζάδα που κυριαρχεί στη μουσική του. Το «With These Hands (The Rise And Fall Of Francis Delaney», όπως προδίδει και ο τίτλος του, είναι ένα concept album που περιγράφει τη ζωή ενός σχετικά επιτυχημένου boxer, ο οποίος πούλησε έναν αγώνα για να καταλήξει με σοβαρές εγκεφαλικές βλάβες στο τέλος της ζωής του. Δεν είναι και το πιο ιδιαίτερο πράγμα στον κόσμο οφείλω να πω, αλλά ο Sheehy το κερδίζει το παιχνίδι στην ικανότητα διήγησης της ιστορίας. Αν και αντιμετωπίζει τον ήρωά του με σαφώς μεγαλύτερη συμπάθεια, από ό,τι θα το έκανε ο Chesnutt π.χ., o δίσκος παραμένει στο μεγαλύτερο μέρος του ιδιαιτέρως πικρός, σκοτεινός και κυνικός. Όμως είναι αυτή η γλυκύτητα που επιτρέπει να μπει στη μουσική του που κυριαρχεί σε δυο από τις ομορφότερες στιγμές του δίσκου, τα εκπληκτικά «Don’t Let Them Steal Your Soul» και «When Did We Grow So Old», τα οποία όμως είναι βουτηγμένα και μέσα σε μια πικρία που δύσκολα την αγνοείς. Τα διάφορα επεισόδια κατά τη διάρκεια της αφήγησης του Sheehy, του επιτρέπουν να δίνει σημαντική ποικιλία ήχων στη μουσική του, έτσι ώστε να ταιριάζουν είτε με τα γεγονότα είτε με τους χαρακτήρες που έρχονται στο προσκήνιο. Το «With These Hands» είναι από εκείνους τους δίσκους που η ενιαία ιστορία τους προσφέρει μια ενότητα και μια συνέχεια, η οποία τους κάνει αρκετά πιο έντονους, παρά το γεγονός ότι η ιστορία μπορεί να μην είναι κάτι το συγκλονιστικό. Συμβουλή: ακούστε το στο κρεβάτι σας με κλειστά τα φώτα (και κατά προτίμηση και τα μάτια) και θα το εκτιμήσετε ακόμα περισσότερο.
Θα επανέλθουμε λίαν συντόμως και με αρκετές άλλες κυκλοφορίες, καθώς το τέλος του καλοκαιριού μοιάζει να τους έχει κάνει όλους να έχουν παρει φόρα.