read the music
Σήμερα είπα να περάσω μια βόλτα από την Πολιτεία μετά τη δουλειά μπας και έχει φέρει το Wire, μια που μάλλον αυτούς τους μήνες τα βγαλαν μαζεμένα οι Άγγλοι φίλοι μας. Μια που δεν το χε και χάζευα το ράφι με τα περιοδικά πήρε το μάτι μου ένα μοναχικό αντίτυπο του τελευταίου τεύχους του muzine. Κάθε, μα κάθε φορά που το πετύχαινα σε κάποιο δισκάδικο σκεφτόμουν να το πάρω, αλλά για κάποιο λόγο δεν το είχα κάνει μέχρι τώρα. Τελικά το πήρα απόφαση και είπα να δω τι είναι τουτο το zine (για το οποίο link μπορείτε να βρείτε άμα κοιτάξετε λίγο προσεκτικά στο δεξί μέρος αυτού του blog!). Καταρχήν, όποιον ανήκει σε αυτή την περίεργη κάστα ανθρώπων που όταν αγοράζουν ένα καινούριο cd και το ανοίγουν, κάθονται και μυρίζουν το βιβλιαράκι, πιστεύω ότι θα το ερωτευτεί το muzine με την πρώτη μυρωδιά. Έχει εκείνη την περίεργη (και αρκετά σπάνια) μυρωδιά που έχουν τα booklets που είναι φτιαγμένα από χοντρό χαρτί, το οποίο όμως δεν είναι γυαλιστερό και την αγαπάμε, καθότι είναι άκρως κολλητική. Από όσο μπορώ να καταλάβω πρόκειται για ανεξάρτητη έκδοση, κάτι που κάνει την γενικότερη προσπάθεια ακόμα πιο εντυπωσιακή. Αισθητικά είναι πανέμορφο, κάθε τεύχος μοιάζει άκρως προσεγμένο, με διπλό sampler cd και γενικά σου δίνει την εντύπωση ότι (ειδικά αφού δεν υπάρχουν οι τσέπες ενός εκδοτικού οίκου από πίσω) εδώ πέφτει μεράκι και δουλειά και όρεξη. Ήμουν ακόμα πιο τυχερός γιατί το συγκεκριμένο τεύχος περιλαμβάνει και ένα πανέμορφο μίνι αφιέρωμα για βιβλία και μουσική, με πολύ ωραία κείμενα και, φυσικά, αναφορά στο «High Fidelity» αλλά και στο πολύ ωραίο «The Dwarves Of Death» του Jonathan Coe. Κρατάμε σημειώσεις για όσα αναφέρθηκαν και δεν είχαμε διαβάσει. Θα μπορούσε να είχε κει μέσα και το «Fortress Of Solitude» του Jonathan Lethem. Τις υπόλοιπες κριτικές και συνεντεύξεις δεν έχω προλάβει να τις διαβάσω προσεκτικά ακόμα, αλλά τα κείμενα φαίνονται ιδιαιτέρως όμορφα. Ίσως θα ήθελα λίγο περισσότερο ποικιλία, πέρα από την ακραιφνώς indie κατεύθυνση, αλλά αυτές είναι παραξενιές δικές μου. Χαίρομαι πάντως απίστευτα όταν βλέπω τέτοια πράγματα, σε ένα χώρο όπου ο μουσικός τύπος πλέον είναι ελαφρώς για γέλια (ή εναλλακτικά για κλάμματα). Μετά το παλιό Ποπ+Ροκ και βραχύβιες προσπάθειες τύπου Razor, δεν μπορώ να θυμηθώ πολλά ακόμα έντυπα που να ήταν πραγματικά καλά. Στις περισσότερες των περιπτώσεων σε κάθε περιοδικό ή zine, έβρισκες μερικούς πολύ καλούς συντάκτες, αλλά μια γενικότερη γελοιότητα ως σύνολο. Ευτυχώς υπάρχουν και κάποια λίγα παραδείγματα που το διαψεύδουν αυτό και ακόμα πιο ευτυχώς, φαίνεται να υπάρχει μια μικρή (ίσως) σκηνή που να επιτρέπει σε αυτά τα παραδείγματα να επιβιώνουν.
Την τελευταία βδομάδα άκουσα μπόλικους δίσκους που ήταν συμπαθητικοί, αρκετούς που ήταν ελαφρώς αδιάφορα, αλλά έπρεπε να φτάσει η σημερινή μέρα και η πρώτη ακρόαση του «Luminous Night» των Six Organs Of Admittance (δεύτερη φετινή κυκλοφορία τους) για να πω το «wow». Εκπληκτικός δίσκος από ένα συγκρότημα που αρχικά δεν με είχε τραβήξει ιδιαίτερα, αλλά όσο περνάει ο καιρός αρχίζει και με κολλάει περισσότερο. Ίσως ο δίσκος που θα ήθελαν να είχαν βγάλει οι Current 93 φέτος, αντί γι’ αυτή την πατάτα που κυκλοφόρησαν τελικά. Μερικές φορές ο μαθητής ξεπερνά κατά πολύ το δάσκαλο.