memories are made of this
Μια από τις εμπειρίες που δεν θα ξεχάσω ποτέ, έρχεται από τα παιδικά μου χρόνια. Ήμουν-δεν ήμουν δέκα χρονών, και ήταν η πρώτη μέρα που πήγαμε στην αγορά. Εγώ, με τον αδερφό μου. Ο αδερφός μου ήταν μεγαλύτερος από εμένα, αλλά όχι πολύ, περίπου δύο χρόνια. Αλλά εγώ τον ένιωθα πολύ μεγαλύτερο. Ίσως σε εκείνη την ηλικία η διαφορά δύο χρόνων ήταν κάτι πραγματικά μεγάλο. Ίσως απλά ο αδερφός μου ήθελε με όλη του την καρδιά να είναι ο μεγαλύτερος, και εγώ δεν ήθελα να του το χαλάσω. Αγαπούσα τον αδερφό μου, αλλά όχι πάρα πολύ. Δηλαδή νοιαζόμουν για αυτόν, αλλά δεν ήταν ο αγαπημένος μου άνθρωπος. Δεν είχα ακόμα αγαπημένο άνθρωπο όταν ήμουν-δεν ήμουν δέκα χρονών. Για την ακρίβεια μάλιστα, η εμπειρία αυτή που πρόκειται να περιγράψω ήταν για εμένα μόνο έντονη, καθώς ο αδερφός μου συνήθιζε να πηγαίνει στην αγορά πολύ προτού κατσούφικα δεχτεί να με πρωτοπάρει μαζί του. Η ημέρα είχε ξεκινήσει με όλες τις προοπτικές, καθώς -σαν ένα πρώτο ενθαρρυντικό σημάδι- δεν έβρεχε, πράγμα από μόνο του παράξενο για την περιοχή της βόρειας Αγγλίας που ο θεός αποφάσισε να μας βαφτίσει ως πατρική γη. Τον πατέρα μας πάλι, τον είχαμε χάσει πριν τον γνωρίσω, αλλά ο αδερφός μου τον είχε δει. Και του άρεσε να το αναφέρει σε πρώτη ευκαιρία, πως εκείνος είχε ζήσει με τον πατέρα μας, ενώ εγώ όχι. Η αγορά είχε πολύ κόσμο, αλλά είχε όλα τα πράγματα που θα μπορούσαν να γουρλώσουν τα μάτια ενός παιδιού δέκα (ή κάτι λιγότερο) ετών. Δεν είχαμε πολλά χρήματα, δηλαδή εγώ δεν είχα, ο αδερφός μου είχε μερικά, τα οποία υποψιάζομαι πως ήταν η αμοιβή του για να δεχτεί να με πάρει μαζί του και να κοστολογήσει την ντροπή του να με παρουσιάσει στους μεγαλύτερους φίλους του, που τον έκαναν χαριστικά παρέα, χωρίς μητρική προτροπή αυτοί, απλά επειδή μάλλον δεν είχαν κάτι καλύτερο να κάνουν τα μεσημέρια της Κυριακής στο Νιουκάστλ. Εμένα όμως ήταν η μέρα μου, και τίποτα δε θα με σταματούσε από το να ψάξω όλη την αγορά, σπιθαμή προς σπιθαμή. Οι φίλοι του αδερφού μου δεν ήθελαν να γυρίσουν την αγορά, επειδή τους ενδιέφερε μονάχα το μπιλιάρδο, και ο αδερφός μου πήγε ευθύς μαζί τους σέρνοντάς με από το χέρι. Αυτό με νευρίασε πολύ, επειδή το μόνο που είχαμε προλάβει να αγοράσουμε ήταν δύο αφίσες, μία για τον καθένα μας. Για εμένα, και τον αδερφό μου. Ή μάλλον το αντίθετο. Πέρασα την υπόλοιπη ημέρα βλέποντας τον αδερφό μου να κάθεται δίπλα στους μεγαλύτερους φίλους του, ελπίζοντας βαθιά μέσα του να τον αφήσουν να παίξει και αυτός λίγο μαζί τους. Και δεν πινόταν με τίποτα εκείνο το κάτι-σαν-τσάι που μου σέρβιραν στο μαγαζί με τα μπιλιάρδα. Αργά το απόγευμα γυρίσαμε στο σπίτι και εγώ είχα περάσει μια ομολογουμένως άσχημη -πλην έντονη- ημέρα. Για να σωθεί κάπως η αίσθηση της χαρούμενης Κυριακής, πρότεινα στον αδερφό μου να κολλήσουμε στον τοίχο τις αφίσες μας, πράγμα με το οποίο συμφώνησε, καθώς υποθέτω πως δεν θα είχε κάτι καλύτερο να κάνει. Μέναμε και οι δύο σε ένα δωμάτιο, και τα κρεβάτια μας ήταν τοποθετημένα επίτηδες με τέτοιο τρόπο, ώστε το δωμάτιο να χωρίζεται σε δύο ακριβώς ίσα μέρη. Δεν είχαμε τραβήξει λευκή γραμμή στη μέση, αλλά τα όρια ήταν συγκεκριμένα (παρότι νοητά) και απαράβατα (παρότι αδελφικά). Πάνω από το προσκεφάλι μου, σε απόσταση αναπνοής, κόλλησα την αφίσα του Alice Cooper που με τόση χαρά είχα αγοράσει, ενώ ο αδερφός μου τοποθέτησε βαριεστημένα (και κάπως στραβά) την δική του, μια του George Best. Έγραφε από κάτω «Maradona Good, Pele Better, George Best». Η δική μου δεν έγραφε τίποτα, ή ίσως έγραφε «School’s Out», να μια λεπτομέρεια που δυσκολεύομαι να επαναφέρω σε μορφή ανάμνησης. Την επόμενη το πρωί, η μητέρα μας μπήκε αναστατωμένη στο δωμάτιο, ενώ εμείς είχαμε μόλις ξυπνήσει για το σχολείο. «Αυτός κατεβαίνει», φώναξε, και δεν θέλει μεγάλη σκέψη για να φανταστείτε ποιόν έδειχνε. «Μα μαμά..», προσπάθησα. «Αυτός κατεβαίνει τώρα», με έκοψε οριστικά. Και κατέβηκε, ήσυχα, χωρίς αντιρρήσεις.
Εικοσιπέντε χρόνια μετά, μου είναι πολύ δύσκολο να πω τι μου δίδαξαν εκείνες οι ημέρες. Η αλήθεια είναι πως δεν ξέρω αν δίδαξαν σε εμένα κάτι, ή όλα αυτά ήταν κάτι που θα έπρεπε να περιμένω. Πόσο μάταιο θα ήταν να εξηγήσω στον αδερφό μου πως φερόταν μια ζωή σαν τον χειρότερο μαλάκα; Όσο μάταιο θα είναι να του το εξηγήσω τώρα, τρία χρόνια νεκρό από τροχαίο, να κοκορεύεται στα σίγουρα κάπου εκεί πάνω πως μπορεί ακόμα να βλέπει τον πατέρα μας, ενώ εγώ δεν μπορώ. Όσο μάταιο είναι να εξηγήσω στη γριά μάνα μου πως ο George Best ήταν ένας αλκοολικός που έδερνε τις εκάστοτε γυναίκες του και μοίραζε ξώγαμα δεξιά και αριστερά, ενώ ο Alice Cooper κάτι πολύ κοντινότερο στα οικογενειακά πρότυπα που ήθελε απεγνωσμένα να μας «διδάξει».
Δεν έχω ξαναπάει Κυριακή στην αγορά από τότε, και η γυναίκα μου συνεχίζει κάθε φορά να απορεί και να εκνευρίζεται κάπως. Καμιά φορά όμως το σκάω νωρίτερα από τη δουλειά, και της πηγαίνω ένα λουλούδι ή κάτι τέτοιο, και εκείνη χαμογελάει και προσπαθεί έτσι να ξεχάσει αυτή την κάπως χαζή συμπεριφορά μου. Και εικοσιπέντε χρόνια μετά, τα καταφέρνουμε μια χαρά.