SURREAL TOURNAMENT

Είμαστε τώρα τέσσερα άτομα, sonicdeathmonkey άτομα, και -να σημειωθεί- χωρίς να ξέρουμε ακριβώς το γιατί, έχουμε βρεθεί στα εξάρχεια, σε συναυλιακό pre-show ελαφρούς μπυροποσίας πριν από την κάθοδο στο An για τους My Sleeping Karma. H Ίντριγκα αποφασίζεται χωρίς πολλή σκέψη, μιάς και έχουμε βαρεθεί την πολλή σκέψη και θέλουμε απλά να πιούμε μια μπύρα. Προτείνω να κάτσουμε έξω, γιατί μ’αρέσει η μυρωδιά του απογεύματος στη συγκεκριμένη περιοχή! Είμαι αθώος, το λέω και το πιστεύω. Οι τέσσερις Guinness θα αργήσουν λίγο, γιατί πέφτουμε στην αλλαγή του βαρελιού. Το πράγμα θα μελετηθεί ακόμα και τώρα με αισιόδοξη σκοπιά, καθώς δεν υπάρχει κάτι χειρότερο από τα τέσσερα τελευταία ποτήρια του παλιού βαρελιού. Αρχίζουμε και μιλάμε. Εγώ, ο Αλέξανδρος, Ο Κώστας και ο Μάνος. Έχει ωραίο καιρό, και κάνουμε εκείνες τις μικρές συζητήσεις πριν έρθει η μπύρα, πριν ανάψουμε το τσιγάρο, ώστε να περάσουμε σε κάτι σοβαρότερο και μεγαλύτερο. Μιλάμε για τους My Sleeping Karma, εγώ σκέφτομαι το «The Last Engineer» των Piano Magic που μου χει γαμήσει το σπίτι από το απόγευμα, ο Μάνος στρίβει τσιγάρο, ο Κώστας γκρινιάζει που τον βγάλαμε από το σπίτι του, ένα τυπικό, μουντό, υπέροχο σαββατιάτικο απόγευμα στα Εξάρχεια.

Ξαφνικά, κάτι συμβαίνει. Δεν μπορώ να εξηγήσω τι, αλλά ο αέρας αλλάζει φρεσκάδα. Και ακούγεται η Φωνή.

«Ποιός πούστης έχει ένα τσιγάρο να καπνίσουμε και μεις, να πούμε;»

Ο τόνος της είναι επιθετικός. Πιάνω πακέτο, δίνω τσιγάρο. Ο κάτοχος της φωνής είναι ο Παύλος. Τον βλέπουμε για πρώτη φορά. Δίνω και αναπτήρα. Ο Παύλος κάνει όλες εκείνες τις κινήσεις που σε μια απλή καθομιλουμένη, σε μια αργκό εφηβικών εκφράσεων θα χαρακτηριζόταν άψογα με το ρήμα «μπαστακώνεται». Σέρνει με κρότο την καρέκλα του και μπαίνει στην τρελοπαρέα. Μάλιστα. Κάπου εκείνη την ώρα, καταφθάνουν οι τέσσερις Guinness, πάνω στην ώρα, θα λεγε κανείς. Ο Παύλος μας φανερώνεται από το πρώτο λεπτό. Απευθύνεται ευθύς στη σερβιτόρα «Τι είναι αυτά, Σαμπούκα;;; Τέτοια έπινα στο Miami». Αποφεύγω να κοιτάξω τους Μάνο, Κώστα, Αλέξανδρο. Για κάποιο λόγο, ειδικά τον Αλέξανδρο. Ο οποίος, φυσικά παίρνει με βία τη σκυτάλη και μπαίνει στο παιχνίδι «Τίγκα στο μουνί το Miami ε». Κρατιέμαι, αλλά όχι πολύ. Παύλος, επαναλαμβάνει: «Τώρα ήρθα από το Miami, πέρασα εκεί έξι χρόνια». Αλέξανδρος, συνεχίζει: «Θα πρέπει να τρελάθηκες στον πούτσο». Κρατιέμαι, ακόμα λιγότερο. Ψάχνω πράγματα να σκεφτώ, κοιτάζω δεξιά, αριστερά έπειτα, αλλά σωτηρία δεν βλέπω. Καμιά. Έχω ιδρώσει, και όλο μου το σώμα θέλει να εκραγεί. Παυλάρας : «Εγώ ασχολούμαι με μαύρη μαγεία». Έχετε έρθει ποτέ σε δύσκολη θέση; Θέλω να πω, όχι με πολλά άτομα. Ένας προς έναν. Να σου πετάει ο απέναντι τη χειρότερη μαλακία που έχει ειπωθεί, και να είσαι μόνος σου, ανυπεράσπιστος απέναντί της. Και να πρέπει να κρατηθείς. Έτσι, ακριβώς. Ο Παύλος πάλι, δεν είναι από τους ανθρώπους εκεί έξω που θα δείξουν έλεος απέναντι σε μια τέτοια κατάσταση. Σηκώνι μανίκι, ρωτάει εμένα πια, γιατί φυσικά καθόταν δίπλα μου: «το βλέπεις το αστέρι;». Βλέπω ένα πράγμα μεταξύ πεντάλφας, μαιάνδρου και ρούνου, βαθιά χαρακωμένο στο μπράτσο του Παύλου. Ο οποίος ακάθεκτος προσθέτει πως είναι καθητητής της Μαύρης Μαγείας, και πως δεν υπάρχει μόνο Μαύρη Μαγεία, αλλά και Λευκή, και πως ο Διάβολος είναι ο ίδιος ο Θεός για να μπορεί να ελέγχει αυτούς που δεν τον πιστεύουν. «Είναι το ίδιο πράγμα», λέει. «Συνεταιράκια», προσθέτω. Εκστασιάζεται, μου σφίγγει το χέρι. «Εσύ ΞΕΡΕΙΣ» μου λέει. «Όχι σαν τους άλλους τρεις, αυτοί είναι αδέσποτα, εσύ ΞΕΡΕΙΣ», μου ξαναλέει. «Να τον ακούτε και να τον αγαπάτε, γιατί ΑΥΤΟΣ ΞΕΡΕΙ», λέει στα αδέσποτα Μάνο, Κώστα, Αλέξανδρο. Δεν μου αρέσει που βρίσκομαι εκεί. Καθόλου. Και ΞΕΡΩ γιατί. Ο αρχιμάγιστρος, προσθέτει πως η μαύρη μαγεία μπορεί να σκοτώσει κάποιον από απόσταση. Ο Αλέξανδρος δεν έχει μιλήσει για καναδυό λεπτά, και έχει στα σίγουρα έρθει η ώρα του : «Με τι εμβέλεια;». Κάτι, κάτι κακό θα συμβεί αν συνεχιστούν αυτά. «Παγκόσμια εμβέλεια. Μπορώ να σκοτώσω κάποιον στην άλλη άκρη του κόσμου.». Αλεξάντερ: «Μπορώ και γω να σκοτώσω κάποιον στην άλλη άκρη του κόσμου;». «Όχι, εσύ δεν ξέρεις. Αυτός όμως ΞΕΡΕΙ.», και μαντέψτε ποιόν δείχνει. Δεν νιώθω πολύ ωραία, αλλά σίγουρα νιώθω Γνώστης. Σχεδόν κοιτάω τους άλλους με ευδαιμονική υπεροψία, σχεδόν τους σνομπάρω κιόλας. Η συζήτηση αποκτά εξαιρετικό ενδιαφέρον. Μαθαίνουμε πως ο Αλέξανδρος έχει μέσα του 2 λαμόγια. «Δαιμόνια» διορθώνω. «Λαμόγια», αυστηρά διορθώνομαι από τον Μάγο. «Τον Κόκκαλη, τον Μπέο», προσθέτει ο Άλεξ. Περνάμε υπέροχα. Ο Αλέξανδρος θα πεθάνει ως τα 65 του, από τροχαίο. «Στα 65 μου;;» ρωτάει με ειλικρινή απορία. «Μέσα στα επόμενα πέντε χρόνια, αν δεν φύγεις από την Ελλάδα, δεν στο λέω για πλάκα, εγώ ξέρω τι σου συμβαίνει, και ο φίλος εδώ ξέρει, κάθε χιλιοστό από το μούσι του ΓΝΩΡΙΖΕΙ τι σου συμβαίνει». Συνέχεια. «Πρέπει να πας στο Αγρίνιο, να σου σφάξουν τον άσπρο κόκορα στο κεφάλι, για να φύγουν τα λαμόγια». «Και θα φύγουν έτσι;» ρωτά ο -ακόμα- cool Αλέξης. «Όχι, πρέπει να πας στον Εφραίμ. Αλλά καλύτερα να φύγεις εκτός Ελλάδας. Μόνο έτσι θα γλιτώσεις. η αντίστροφη μέτρηση έχει για σένα αρχίσει. Φύγε, έχεις πέντε μήνες το πολύ. Μέχρι το Πάσχα φύγε. Και στον ηθοποιό που σκοτώθηκε με τη μηχανή το είπα, και δεν με άκουσε, είπε πως είναι μοντέλο και δε φεύγει». Εγώ έμαθα πως έχω εφτά ολόκληρα λαμόγια μέσα μου, αλλά επειδή έχω ασχοληθεί με Σολωμωνική, μπορώ να τα ελέγξω προς όφελός μου. Ο Παύλος δεν ανησυχεί. Ο Κώστας και ο Μάνος είναι εντέχνως εξαφανισμένοι από την κουβέντα. Ο Αλέξανδρος ανησυχεί όμως. «Και εγώ τι να κάνω;». «Εσένα σου έχει κάνει μάγια μια κοπέλα». «Και δε μπορούμε να τα λύσουμε τα μάγια, να την καρφώσω τη μαλακισμένη;;;». «Με βλέπεις να γελάω;» σοβαρεύει ο Παύλος, και κάπου εκεί αρχίζω να τρομάζω. «Μιλάω εντελώς σοβαρά». Αυτό το λέει ο Αλέξανδρος, και σοβαρολογεί. «Αν μου βρεις μια Κολιτσίνα, μπορώ να σου πω την ακριβή ώρα που θα πεθάνεις». Σηκώνεται, μπαίνει στην Ίντριγκα και ψάχνει για Κολιτσίνα. Στα δευτερόλεπτα της απουσίας του, φυσικά μαζεύω ύβρεις και χλευασμό από ΚωσταΜάνο. Ο κόσμος δεν αντέχει τη ΓΝΩΣΗ φαίνεται, την αποδοκιμάζει, τη χλευάζει, φοβάται. Κάτι τέτοιοι σταυρώσανε και τον Χριστό. Μάλλον φταίει όμως το οτι εγώ πρότεινα να κάτσουμε έξω, διότι μ’αρέσει όπως είπα η απογευματινή μυρωδιά της συγκεκριμένης περιοχής. Ο ΜΥΣΤΗΣ επιστρέφει, χωρίς την Κολιτσίνα. «Ήξερα πως δεν είχε πριν ρωτήσω, αλλά ρώτησα». Θέλω να γελάσω ρε πούστη μου εν τω μεταξύ, έχω κρατήσει ΠΟΛΥ γέλιο μέσα μου. «ΗΠΙΕ ΚΑΝΕΙΣ ΑΠΟ ΤΗ ΜΠΥΡΑ ΜΟΥ;» φωνάζει. Τον πείθουμε πως κανείς δεν έκανε κάτι τέτοιο. Ο Αλέξανδρος, απτόητος: «και τι θα κάνω τώρα;». «θα πάρεις ένα air-bus να πετάξεις μέσω ουρανού και θα πας στον Εφραίμ. Και εγώ με air-bus ήρθα από Miami». Δαγκώνομαι, κάνω πως βήχω, τέτοια πράγματα. Γυρνάει σε μένα: «Ο φίλος σου έχει πρόβλημα. Γράψε τον αριθμό μου, να συναντηθούμε μια μέρα να του σφάξω τον λευκό κόκορα». Πιάνω κινητό, έτοιμος να πληκτρολογήσω τον αριθμό. Μου δίνει ένα χαρτί, και συνοδεύει την κίνηση με τα εξής λόγια: «Εδώ είναι το πτυχίο μου της Μαύρης Μαγείας. Κάπου έχει τον αριθμό μου, βρες τον και αποθήκευσέ τον».  Προσθέτει πως πριν ήταν στο Σαν Πέδρο, εκεί που κόβεις φέτες τον μεγάλο τον κάκτο, τον βάζεις στο στόμα σου και βλέπεις τον Θεό με τα ίδια σου τα μάτια. Διαβάζω το χαρτί. Εξιτήριο ψυχιατρικής κλινικής.

Μια παρένθεση εδώ. Δεν χρειαζόμουν κάποιο χαρτί για να πειστώ πως ο Παύλος είναι θεόμουρλος. Αλλά κάπου εδώ νευρίασα. Δεν είναι πως έπινα την μαύρη μου τη Guinness και από ένα σημείο και μετά πίστευα πως θα είναι η τελευταία. Το θέμα έχει κοινωνικές διαστάσεις. Ποιός δίνει εξιτήριο σε ανθρώπους σαν τον Παύλο; Ποιός δίνει όπλα σε ειδικούς φρουρούς; Ποιός έχει δικαίωμα να αφήνει αβοήθητους τέτοιους ανθρώπους μέσα στην παράνοιά τους; Αντιλαμβάνομαι πως ο κόσμος που ζούμε δεν είναι όμορφος, πως γίνονται πολλά στραβά, πως οι ανθρώπινες σχέσεις έχουν καταρρεύσει, πως η ατομική σκοπιά της κοινωνικής συνείδησης έχει βαλτώσει σε ήθη και κλισέ, αντιλαμβάνομαι πως Όλα εκεί έξω είναι ένα μεγάλο λάθος, αλλά ρε γαμώτο, ποιός αφήνει έναν Παύλο εκεί έξω; Η μόνη εξήγηση που μπορώ να δώσω είναι πως έχουν τρελαθεί ΟΛΟΙ και πως οι ψυχιατρικές κλινικές δε χωράνε άλλο κόσμο και αναγκαστικά τους πετάνε έξω, και ό,τι γίνει, τις ελαφριές περιπτώσεις έστω. Ποιές είναι οι βαριές περιπτώσεις όμως; Ποιός είναι πιο τρελός, εγώ ή ο Παύλος; Ποιός την παλεύει περισσότερο; Ποιός είναι πιο καλά με τον εαυτό του; Είναι ανεπίτρεπτο τέτοιοι άνθρωποι να είναι αβοήθητοι.

Meanwhile, back in our hilarious conversation. Αποστολέας Παύλος, Παραλήπτης Εγώ. «Το αποθήκευσες;». «Ε ναι». «Πάρε με τηλέφωνο να σ’έχω και γω». Αυτό είναι δύσκολο, καθώς ο Παύλος δεν πληρούσε και ΟΛΑ τα standarts του ανθρώπου με τον οποίο θα ήθελα να ανταλλάξουμε τηλέφωνα ένα βράδυ σάββατου.  Θυμάμαι κωδικό απόκρυψης (θυμάμαι ή ΉΞΕΡΑ;), τον καλώ, χτυπάει το τηλέφωνό του, φιλαράκια πια. Περίπου δέκα δευτερόλεπτα μετά, το κινητό του ξαναχτυπάει. Δεν ήμουν εγώ. Το σηκώνει: «ΕΛΑ ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΕΙΜΑΙ ΕΞΩ ΤΩΡΑ ΕΡΧΟΜΑΙ ΣΠΙΤΙ ΕΧΩ ΜΑΖΙ ΤΟ ΦΑΓΗΤΟ ΕΙΝΑΙ ΖΕΣΤΟ ΕΙΝΑΙ ΟΙΚΟΛΟΓΙΚΟ ΚΟΤΟΠΟΥΛΟ ΚΑΙ ΠΑΤΑΤΕΣ ΕΡΧΟΜΑΙ ΣΕ ΛΙΓΟ». Ελπίζουμε πως το εννοεί. Δεν το εννοεί. Την επιστροφή στο σπίτι. Γιατί το οικολογικό κοτόπουλο, το εννοούσε στα σίγουρα. «Η μάγισσα ήταν, κατάλαβε πως με πήρες και πήρε αμέσως να δει τι έγινε». Δεύτερη παρένθεση, μικρή όμως. Είσαι κάποια Χριστίνα, και υποθέτουμε πως είσαι σπίτι και πεινάς. Στέλνεις τον Παύλο για κοτόπουλα; Έχω απορίες. Ο Παύλος έχει όρεξη για κουβέντα. Με εμένα. Τον φίλο του. Όχι με τα αδέσποτα, τους άπιστους. «Έχεις ένα ξάδερφο που στο παίζει αγάπη, αλλά σε μισεί. Το όνομά του αρχίζει από Κ. Σωστά τα λέω;». «Όχι, δεν αρχίζει από Κ», απαντάω. Ο Κώστας θέλει να σκοτώσει, και μάλιστα θέλει να σκοτώσει εμένα. Βρήκε τον ένοχο που πάντα έψαχνε. Ήμουν εγώ. Παυλάρας όμως : «Είδες που το ξερα;;;». Τρελαίνομαι με την τροπή. Με ξαναρωτάει: «Έχεις παράπονα από την κοπέλα σου;». Μαζεύω δολοφονικό βλέμμα Κώστα. Όλο δικό μου. Πιάνω το μήνυμα. «Όχι, όλα είναι μια χαρά». Τι να λεγα; «Και δεν αναρωτιέσαι που τα ξέρω όλα αυτά; Δεν σου φαίνεται περίεργο;». «Αφού είσαι αρχιμάγιστρος, δεν μου κάνει εντύπωση». «Ξέρω να λυγίζω και κουτάλια με το βλέμμα, περίμενε». Πάει μέσα, φέρνει κουτάλι, κοιτάει κουτάλι, σφίγγεται, και βέβαιος πως το λύγισε «ΕΙΔΕΣ? ΤΟ ΒΛΕΠΕΙΣ? ΟΙ ΑΛΛΟΙ ΔΕΝ ΤΟ ΒΛΕΠΟΥΝ». Σε κάτι τέτοιες περιπτώσεις, δεν λες όχι. Δεν το θέλει σαν απάντηση ο άλλος, και γιατί να τον στεναχωρήσεις κιόλας; Τίποτα κρετίνοι είμαστε; Φυσικά και βλέπω που λυγίζει το κουτάλι του, όπως και μετά βλέπω καθαρά που σπάει με το βλέμμα το ποτήρι του Κώστα. Ο Μάνος αγνοείται. Ειναι στο ένα μέτρο απόσταση, αλλά αγνοείται. Σκέφτομαι τον Ερμάνο, και τον φίλο μου τον Κωνσταντίνο. Αν ήταν ο πρώτος εδώ, θα ένιωθα πως η Στιγμή είναι Πλήρης. Αν ήταν ο δεύτερος, θα βρίσκανε ίσως τα κομμάτια μας σε κάποιο air bus παρατημένο σε κάτι σύννεφα στο Αγρίνιο. Με ρωτά : «Θα μου κάνεις μια χάρη;». Χαλάω χατήρι; «Αμέ». «Πήγαινε αύριο στην Ακρόπολη, και πες μου αν δεις πουλιά να πετάνε, ή αεροπλάνα. Αν δεις έστω και ένα, πάρε με τηλέφωνο, και εγώ θα κόψω το κεφάλι μου». «Έγινε». «Η Ακρόπολη έχει μαγνητικό πεδίο. Μαλάκες ήταν οι Αρχαίοι; Ήξεραν που έβαζαν τι». Αυτή η πρόταση επαναλαμβάνεται σε διάφορες παραλλαγές, περίπου τριάντα φορές. Ώσπου ξαφνικά, σηκώνεται. Πιάνει το χέρι μου. Αρχίζει να χορεύει. Έπειτα, λέει «θα σου πάρω ένα λαμόγιο». «Πάρε όσα θες, βρίσκω εγώ» σκέφτηκα. Δεν το λέω. Σφίγγει το χέρι μου με δύναμη, αρχίζει και το φιλάει, και τρίβει το πρόσωπό του πάνω του. Για κάποιον equal strange reason, δεν τραβιέμαι, κάθομαι στη θέση μου, περιμένοντας να δω τι άλλο θα συμβεί απόψε. «Πάει, στο πήρα το λαμόγιο». «Ευχαριστώ Παύλο. Μπορώ να παίρνω και εγώ πνεύματα άμα θέλω; Θέλω να βοηθήσω τα παιδιά εδώ». «Όχι ακόμα. Σε έξι μέρες. Μην το κάνεις όμως, τα παιδιά δεν ξέρουν, εσύ ΞΕΡΕΙΣ, δεν είστε στο ίδιο επίπεδο. Δεν μπορείς να κάνεις τίποτα για αυτούς». Κώστας πληρώνει κρυφά, Μάνος σηκώνεται, Αλέξανδρος σηκώνεται, σηκώνομαι και εγώ, χαιρετούμε Παύλο, φεύγουμε. Ήσυχα.

Φτάνουμε στο An Club, όπου -αν θυμάστε- παίζουν οι My Sleeping Karma, οι Brotherhood of Sleep και οι 1000mods. Βρίσκουμε φίλους, γνωστούς, αγνώστους, ανθρώπους πάνω απόλα, τα παιδιά από τη Θεσσαλονίκη, άλλους δύο Παύλους, ωραία πράγματα, παίρνουμε και μπύρες. Δεν περνάνε πέντε λεπτά και νιώθω την παρουσία ενός air bus. Έξω από το μαγαζί, οι Παύλοι έγιναν τρεις. Τρέξιμο στα στενά, αλλά δεν μας κηνυγάνε οι φίλοι αστυνομικοί. Ίσως και να το προτιμούσαμε. Όταν το πεδίο καθαρίζει, μπαίνουμε στο μαγαζί. Ο Παύλος ήταν ήδη μέσα, και ζάλιζε τον κόσμο όλον, ακόμα και τους ίδιους τους My Sleeping Karma. Σε κάποια φάση σιωπηλά αποχώρισε, συνεχίζοντας το ταξίδι του στην εξερεύνηση του πνεύματος, ενώ εμείς σιγά σιγά αρχίσαμε να μην κρυβόμαστε πίσω από τις κολώνες του μαγαζιού. Η βραδιά ήταν ωραία, και πιότερο μου άρεσαν οι Brotherhood of Sleep νομίζω.

Πίνω κάτι παραπάνω, γιατί νιώθω κάπως άδειος. Ένα από τα εφτά λαμόγια μου έχει φύγει, και δεν έχω ιδέα που βρίσκεται τώρα. Μου λείπει σχεδόν. Είναι και λίγο μαλακία εδώ που τα λέμε, εκεί που κάθεσαι ωραίος και αραχτός και όλα ωραία φάση, να έρχεται ένας τύπος και να σου παίρνει το λαμόγιο σου. Είναι κάπως άδικο. Αλλά δεν πειράζει, η δύναμη του λόγου συνεχίζει να είναι ακόμα ισχυρή, μια μέρα μετά. Να με αγαπάτε και να με ακούτε, επειδή εγώ ΞΕΡΩ. Τίποτα δεν είναι τυχαίο. Ούτε το «The Last Engineer», που θα κάνει παρέα όλη την υπόλοιπη Κυριακή, έτσι όπως πάει.

~ από kiwiknorr στο 8 Φεβρουαρίου, 2009.

Ένα Σχόλιο to “SURREAL TOURNAMENT”

  1. Αν κάποιος έχει την απορία αν ο Παύλος πλήρωσε εισιτήριο για να μπει στο Αν, η απάντηση είναι η προφανής : φυσικά και δεν πλήρωσε. Αρκούσε ένα «είμαι φίλος του Παύλου Σιδηρόπουλου» για να περάσει.

    (Respect από το μελλοθάνατο.)

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

 
Αρέσει σε %d bloggers: