in the heat of the night
Ανάθεμα κι αν ξέρεις πότε μπορείς να εκτιμήσεις ένα καλό black metal δίσκο.
Παλιά, στο δρόμο για το σχολείο, άκουγα κασσέτες με επιλογές Bathory, Celtic Frost, Autopsy, Burzum, Dodheimsgard, Darkthrone, Mayhem, Ved Buens Ende, Tormentor, Immortal, Master’s Hammer, Enslaved, Rotting Christ, Algaion, Dissection, Graveland (δεν είχαμε από την day one κριτήριο ε), Necromantia, και χαιρόμουν, ήξερα πως αυτή είναι η μουσική που γουστάρω περισσότερο από κάθε άλλη, είχα τις κασσέτες μου, μετά που πήρα discman είχα τα cd-r μου, και πάει λέγοντας. Τότε ήταν οι πρώτες μου επαφές με το είδος, σιγά σιγά, είχα πάει να μείνω στην ιστορία στη β’ λυκείου επειδή έβλεπα όλη μέρα το dvd του «European Legions» των Mayhem, τελικά δεν έμεινα, όλα ωραία. Τότε, η μουσική αυτή δημιουργούσε τη διάθεσή μου. Δεν μου αρέσει να ακούω γονικές και συντηρητικές μαλακίες περί bad influence, αλλά όπως και να το κάνεις, με δεδομένο πως για να είσαι σε τέτοια φάση, ε είσαι σε τέτοια φάση, η ακρόαση του black metal έκανε τη δουλειά της, ήταν μια μικρή μυσταγωγία, ήταν λίγη απομόνωση από τον περίγυρο, ήταν η αρχή μιας διαφορετικότητας από τα συνηθισμένα, ήταν κάτι που εκ κατασκευής, εκ όψεως θα έλεγα και μόνο, είχε την απόλυτη δύναμη να εξιτάρει. Είχε μια άγνωστη αισθητική, που επιδρούσε πάνω μου άμεσα. Θυμάμαι χάζευα μια απίστευτη φωτογράφιση των Master’s Hammer σε ένα βουνό, σκάλωμα μεγάλο. Χαίρομαι που πρωτοάκουσα black metal σε τέτοια ηλικιά, με θεωρώ σχεδόν τυχερό που μου συνέβη, και αυτό καθόρισε πολλά για τη μετέπειτα πορεία.
Μετά ήρθαν : τα mp3s, το πιο ενδελεχές ψάξιμο στο underground του είδους, η διαμόρφωση του γούστου, η δύναμη της επιλογής, η σαστιμάρα σε ορισμένες αντίστοιχες επιλογές των συγκροτημάτων, το hype, οι true, οι false, η μερική απομυθοποίηση του συμβολικού των γεγονότων της Νορβηγίας, ο Dan Devero (ασχολίαστο), οι εκατοντάδες δίσκοι στα ράφια μας, οι κάπως πιο συχνές σοβαρές συναυλίες, οι dsl, μερικές χιλιάδες δίσκοι στο σκληρό μας, η αγορά σπάνιων δίσκων από διάφορα μέρη του πλανήτη μέσω internet, η μη ρομαντική αντιμετώπιση, ήρθαν πολλά τελοσπάντων, που ανά καιρούς με έκαναν είτε να γουστάρω με τα χίλια, είτε να ξενερώνω με τα δώδεκα χιλιάδες, ήρθε και περίοδος που δε γούσταρα μία να ακούω black metal, και απλά περίμενα να κυκλοφορήσει το «Supervillain Outcast», για να μη συνυπολογίσω πως κάπου στη διάρκεια αρχίσαμε να ακούμε μουσική και όχι μόνο black metal, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για το κηνύγι της ποιότητας στο οποίο έχουμε ριχτεί από τότε που καταλάβαμε πέντε πράγματα παραπάνω.
Τι άλλαξε ριζικά; Αν το δούμε κάπως πιο στεγνά, τίποτα. Διαβεβαιώνω πως το «Panzerfaust» το γουστάρω ακριβώς το ίδιο με την πρώτη μέρα που το άκουσα, μην πω και περισσότερο. Αυτό που άλλαξε, ίσως, λίγο, τώρα που το βλέπω έτσι που είναι Σάββατο βράδυ και θέλω να σπάσω το σπίτι, είναι πως αν κάποτε το black metal καθόριζε τρόπον τινά τη διάθεσή μου, τώρα βρίσκει διεξόδους μόνο όταν η διάθεση δεν είναι και πολύ στα καλά της και χρειάζεται τις εκρήξεις που είναι τελοσπάντων απαραίτητες κάπως, για να στηθεί στα πόδια της μια black metal μουσική στα σωστά της. Στα σωστά της, λέω και το εννοώ. Επίσης να σημειωθεί πως δεν μιλάω για όλο το ιδίωμα, διότι τότε δεν θα βγάλουμε άκρη ποτέ, και δε θα έχει τόση πλάκα.
Σε καμία περίπτωση η ουσία του black metal στο οποίο αναφέρομαι δεν έχει χαρακτήρα συνοδευτικό, διότι είναι φτιαγμένο για παραπάνω πράγματα, αλλά η κατάσταση έχει ως εξής, για ένα σαββατόβραδο ενός σαββάτου που έχει ξεκινήσει -αλήθεια λέω- όσο πιο στραβά γίνεται, και δε λέει να συνεχίσει με καμιά σοβαρή προοπτική : Μπαίνεις στο δωμάτιο, ανοίγεις το στερεοφωνικό και πιάνεις εντελώς μηχανικά το «Blood Libels» των Antaeus. Δεν είχες πάθει και την απόλυτη πλάκα σου ποτέ, καθώς κάτι μέσα σου φώναζε πως οι εν λόγω Γάλλοι δε θα ξεπεράσουν ποτέ ποτέ το ντεμπούτο «Cut your Flesh and Worship Satan». Το «Blood Libels» το είχες αγαπήσει στην ώρα του, είχες (κατα)ευχαριστηθεί και με εκείνο το tribute στη Diamanda Galas όταν στο ομώνυμο track χρησιμοποίησαν τα λόγια του «Sono L’Antichristo» από το «The Divine Punishment» LP (πιο ακραίο από όλο το black metal μαζί), γενικώς ωραίο album ρε αδερφέ, αλλά δε θα πεθάνουμε κιόλας. Το «Blood Libels» αρχίζει να παίζει, όχι σε μικρή ένταση, και νιώθεις το θυμό σου, αντί να μειώνεται, να δίνει στροφές, και σαν σε γεωμετρική πρόοδο να αυξάνεται όπως του αρμόζει. Είσαι ένα βήμα πριν εκραγείς.
Το «Blood Libels» είναι ένας φανταστικός δίσκος.
Ανάθεμα κι αν ξέρεις πότε μπορείς να εκτιμήσεις ένα καλό black metal δίσκο.