opening credits and a gang
Έφτασε ο καιρός πιστεύω πάλι. Ποπ κορν (ή γιαουρτάκι γιατί παραφάγαμε το μεσημέρι) ανά χείρας, καθόμαστε αναπαυτικά στην καρέκλα ή στον καναπέ και πατάμε το play. Η πρώτη σκηνή έχει αποτυπωθεί στην μνήμη τόσο τέλεια που δεν έχεις παρά να κλείσεις τα μάτια και να δεις εκείνο το μαύρο βινύλιο να γυρίζει και να ακούς στα αυτιά σου την εισαγωγή του «You’re gonna miss me» των 13th Floor Elevators.
Σε αυτό το blog όπως αρμόζει και λόγω ονόματος έχουμε κάνει πολλές αναφορές στο High Fidelity (είτε ως film είτε ως βιβλίο) αλλά ποτέ δεν έχουμε κάτσει, νομίζω, να μιλήσουμε γι’ αυτό. Η αλήθεια είναι ότι ούτε τώρα πρόκειτα να κάτσω να μιλήσω αναλυτικά, πρώτον γιατί αυτό θα μου έπαιρνε περί τα σαρανταδυομιση χρόνια (και μετά θα έπρεπε να ξεκινήσουν και οι υπόλοιποι) και δεύτερον γιατί πως είναι δυνατόν να μιλήσεις για κάτι που περιγράφει τον εαυτό σου με τόσο τέλειο τρόπο. Απλά το αφήνεις να μιλήσει εκείνο για σένα. Ο Rob δεν έχει σίγουρα όλες τις απαντήσεις, αλλά έχει και όλες τις ερωτήσεις και όλα τα άγχη (ηλίθια και μη) που χαρακτηρίζουν μια συγκεκριμένη μερίδα ανθρώπων (στην οποία και ανήκουμε). Αυτών που μπορεί να κάθονται να μαλώνουν για ώρες για το αν είναι καλύτερο το «Blue Lines» ή το «Mezzanine» (το «Mezzanine» είναι πάντως), αλλά που θα είναι ανίκανοι να καταλάβουν πως γίνεται κάποιος να έχει μόνο 50 δίσκους στη δισκοθήκη του. Θα έλεγα επίσης (με τον κίνδυνο να χαρακτηριστώ σωβινιστής) ότι αυτά που λέγονται στο High Fidelity είναι μάλλον μόνο για αγοράκια, είναι αντρικές νευρώσεις, αντρικά ηλίθια (και μη) κολλήματα και δεν ξέρω κατά πόσο θα μπορεί να μιλήσει με τον ίδιο τρόπο σε μια γυναίκα. Ποτέ δεν μου άρεσαν οι μουσικές ταινίες, αλλά πάντα λάτρευα τις ταινίες στις οποίες η μουσική είναι ένας από τους ουσιαστικούς πρωταγωνιστές. Το High Fidelity είναι η ταινία γι’ αυτόν που θα καταλάβει την αξία του να βρίσκεις ένα album μετά από μήνες ψαξίματος, να το παίρνεις στα χέρια σου και να πηγαίνεις σπίτι και με σχεδόν ιεροτελεστία να το βάζεις να παίζει στο στερεοφωνικό. Το μεγαλύτερο ποσοστό των ανθρώπον ποτέ δεν θα καταλάβουν γιατί εκείνη τη στιγμή το ηλίθιο χαμόγελο στο πρόσωπό σου τείνει να κάνει το πάνω μέρος του κεφαλιού σου να πέσει κάτω. Αλλά δεν είναι αυτά μόνο. Επιτέλους βρήκαμε στο πρόσωπο ενός τριαντάρη ιδιοκτήτη δισκοπωλείου την φωνή που θα πει αυτά που δεν καταλαβαίναμε ποτέ, για τον κόσμο, για τις γυναίκες, για τις σχέσεις μας, για τη δουλειά μας. Αυτά που εμείς δεν καταλαβαίναμε, αλλά ποτέ κανένας δεν βρέθηκε να μας εξηγήσει. Είναι κάπως παρήγορο να ξέρεις ότι τελικά δεν είναι και τόσο τρελές οι απορίες που έχεις ούτε είσαι ο βλάκας του χωριού. Και μπορεί τη θέση της Stax και της Motown να έχουν πάρει άλλες εταιρείες αλλά συνεχίζεις να πιστεύεις ότι η ιδέα του να βάψεις ένα τοίχο με το λογότυπο μιας από αυτές δεν είναι και τόσο άσχημη τελικά.
Ώρα να κάνουμε το Top 5 μας τραγουδιών για την δύση του ηλίου ένα κυριακάτικο απόγευμα; Για τα καλύτερα bonus tracks σε album; Για τους καλύτερους δίσκους που περιέχουν ένα χρώμα στον τίτλο τους; Αν σας φαίνονται περίεργα όλα αυτά, μάλλον δεν θα αγαπήσετε και πολύ το High Fidelity. Εξάλλου ποιος ασχολείται με 3 χαμένους που μιλάνε όλη μέρα για μουσική και που κρίνουν τον κόσμο βάση του μουσικού του γούστου;
Το παρόν post γράφτηκε υπό τους ήχους του «Saint Dymphna» των Gang Gang Dance, ενός album που είναι ότι πιο ωραίο έχω ακούσει από την εποχή του «Deep Cuts» των Knife, καθώς και του «Secret Rhythms 3» των Burnt Friedman & Jaki Liebezeit (όσοι εκτιμούν το dub/dubstep ας επενδύσουν τον χρόνο τους).
«Gonna get it on
Beggin’ you, baby, I want to get it on
You don’t have to worry that it’s wrong
If the spirit moves you, let me groove you good
Let your love come down
Oh, get it on, come on, baby
Do you know I mean it?
I’ve been sanctified
Hey, hey
Girl, you give me good feelings, so good»
εξακολουθείς να ανήκεις στην κατηγορία των χαζούληδων που προτιμούν το Mezzanine. κρίμα δεν είναι;