Inner City Blues
Καμία όρεξη για πολλά-πολλά λόγια βλέπω από κάτω και με το δίκιο του αγαπημένος σας καουμπόης μερικής απασχόλησης και Άντρας με τα Μαύρα, πλήρους. Γι’αυτό κι εγώ θα παραμείνω στα λίγα.
Καθώς περνάει μια ζόρικη (προσωπικά για μένα, υποψιάζομαι και για αρκετούς από εσάς) περίοδος, με τις δυσάρεστες εκπλήξεις της και το βαρύ κλίμα και γενικά μια διάθεση αυτοκτονική, βρέθηκα πριν λίγο καιρό στην καθόλου αξιοζήλευτη θέση να..μην θέλω να ακούσω ούτε υποψία μουσικής. Το βιολογικό μου ρολόι χτυπούσε σε ρυθμούς «σταματήστε-τη-μουσική» για αρκετό καιρό και κυρίως αυτό που με ζόριζε ήταν ένα μαλακισμένο εσωτερικό σχίσμα του να θέλω να ακούσω μουσική αλλά και να μην θέλω. Δεν ξέρω πόσοι από εσάς έχετε βρεθεί σε αυτή τη θέση αλλά δεν είναι καθόλου ωραία αίσθηση. Από τη στιγμή λοιπόν που ήθελα πολύ να ξαναπέσω με τα μούτρα κυρίως για λόγους ανάρρωσης, άλλαξα πολλές φορές playlist στο mp3 player μου, μπας και μπορέσω να βρω το μότζο μου πάλι. Επί τρεις εβδομάδες δεν ακουγόταν κανένα κούκου. Δοκίμασα τα πάντα γιατρέ σας λέω, καινούρια, ποπ, obscure, παλιά, ελληνικά, γερμανικά, ινδικά. Τίποτα. Στην τελευταία μου προσπάθεια και αρκετά επώδυνη γιατί πια κοιτούσα τους τίτλους τραγουδιών σαν binary code, έριξα δύο κομμάτια, παλιά και αγαπημένα, τα οποία έριξα στην τύχη ανάμεσα σε άλλα πράγματα άσχετα όπως το τελευταίο Seasick Steve και το τελευταίο Bonnie “Prince” Billy (ψαχτείτε, γιατί δεν αναφέρομαι στο Lie Down in the Light). Τα δύο αυτά τραγούδια ήταν το Mercy, Mercy Me και το Inner City Blues του Marvin Gaye.
Μάλλον θα ακουστώ γραφική, τραγική, υπερβολική και βαρετή γιατί για άλλη μια φορά αναφέρομαι σε έναν καλλιτέχνη που εντάξει ρε παιδί μου, δεν θέλει άλλα λόγια για το πόσο τεράστιος είναι αλλά απόψε θέλω να πω τί μου συνέβη όταν την προηγούμενη Δεύτερα ακούστηκαν στα αυτιά μου για άλλη μια φορά οι πρώτες νότες του Inner City Blues. Μέσα σε ένα βαγόνι του μετρό, γεμάτο με ανθρώπους που μόλις είχαν τελειώσει τη μέρα τους και γυρνούσαν σπίτια τους ενώ εγώ πήγαινα από την μια δουλειά στην επόμενη, αυτό το τραγούδι με ξύπνησε από έναν λήθαργο ενός περίπου μήνα – ίσως να ήταν και παραπάνω. Βρέθηκα σε εκείνο το βαγόνι να ζω την πιο αποκαλυπτική μουσική στιγμή της ζωής μου και αυτή τη στιγμή την τροφοδοτούσε αυτό το τραγούδι. Με τους στίχους του, την απλότητα του, την ήρεμη αγανάκτηση στη φωνή όταν ακούς το “this ain’t living”, την ομορφιά της μελωδίας που με διαπέρασε σαν αναλγητικό. Δεν ντρέπομαι να πω ότι χαμήλωσα το κεφάλι και χαμογέλασα ανάμεσα σε εντελώς λυτρωτικά δάκρυα και δεν ντρέπομαι να πω πως ακόμα και στην ανάμνηση εκείνης της μέρας μου συμβαίνει το ίδιο.
Δεν ξέρω τί είναι η μουσική. Δεν ξέρω τί είναι για μένα, πως ξεκίνησε για μένα, ποιός είναι ο σωστός τρόπος να την ακούς, αν υπάρχει σωστός, αν πρέπει να ενημερώνομαι και να γράφω για αυτήν πιο συχνά, αν γράφω ωραία για αυτήν ή όχι. Δεν ξέρω τί πρέπει να κοιτάω, τί πρέπει να ακούω, τί πρέπει να προσέχω, πώς να συζητάω για αυτή. Δεν ξέρω αν ξέρω ή αν θέλω να μάθω ή αν πρέπει να μάθω. Αλλά σας ορκίζομαι πως αν υπάρχει θεός εκεί έξω ή κάποια θρησκεία που μπορεί να μου προσφέρει τέτοια λύτρωση όπως αυτή που ένιωσα μέσα σε εκείνο το βαγόνι, τέτοια λύτρωση, τέτοια φωνή προσωπική, φωνή δυνατή που βρήκα μέσα στα πέντα λεπτά και εικοσιεπτά δευτερόλετα αυτού του τραγουδιού, φωνή που είχα χάσει για αρκετό καιρό, δύναμη να τραβήξω τον δρόμο λίγο παρακάτω, τότε θα πέσω με τα μούτρα σε αυτή τη θρησκεία. Θα πέσω και θα προσευχηθώ να είναι αυτή η θρησκεία κοινή για όλους και να είναι και για όλους το χέρι που τράβηξε εμένα από πολύ δύσκολα σκοτάδια.