misfits and spoon races

Η σχέση μου με το hip hop ποτε δεν ήταν πολύ καλή. Θέλετε κάτι μια προκατάληψη με τη κιτς βλακώδη γελοιότητα του εμπορικού μέρους του (τόσο μουσικά, όσο και στιχουργικά/στυλιστικά), θέλετε κάτι οι αντιδιαμετρικά τοποθετημένες μουσικές ρίζες μου, δεν είχα κάτσει να το πάρω και πολύ στα σοβαρά. Μια μικρή αλλάγη και ένα νεύμα του κεφαλιού σε ένδειξη σεβασμού ήρθε πρώτα με το soundtrack του RZA για το Ghost Dog (από τα καλύτερα που έχουν υπάρξει). Από τότε ο RZA αλλά και η γενικότερη κολλεκτίβα των Wu Tang Clan ήταν από τα πράγματα που εκτιμούσα, έστω και αν δεν καταλάμβαναν πολύ χρόνο στο στερεοφωνικό μου.

Σιγά σιγά, αν και οι γνώμη μου για το ευρύτερο είδος δεν άλλαξε, κάτι η επιρροή του σε αγαπημένα συγκροτήματα και είδη (δες trip-hop), κάτι η γνωριμία με διάφορους ελαφρώς outsiders (δες Streets), ήρθαν κάποια μεμονωμένα σημεία τα οποία όχι απλά συμπάθησα, αλλά λάτρεψα. Την μεγαλύτερη ευθύνη για όλο αυτό είχε ένας Καναδός κύριος, ο Richard Terfry aka Buck 65 και η τελειότητα που λέγεται «Secret House Against The World». Πέρυσι δυστυχώς είχε βγάλει ένα απογοητευτικό album («Situation») και προχτές χαζεύοντας κάτι με αφορμή το video του «Devil’s Eyes», ανακάλυψα ότι φέτος κυκλοφορεί ένα live album του μαζί με την συμφωνική ορχήστρα της Νέας Σκωτίας. Όχι πρωτότυπο εγχείρημα, αλλά αρκετά ενδιαφέρον για να δούμε το αποτέλεσμα.

Δυστυχώς το live είναι αρκετά άνισο. Οι στιγμές που υπάρχει έντονη παρουσία της ορχήστρας είναι μετριότατες, μάλλον γιατί δεν κολλάει το ύφος μιας συμφωνικής με το ύφους του Buck 65. Ναι είναι μελωδικός, ναι, είναι ατμοσφαιρικός, ναι μπορεί να είναι ρομαντικός ή μελαγχολικός, αλλά πάνω από όλα είναι down to earth, δεν έχει την επίσημη φορεσιά που απαιτεί μια ορχήστρα, είναι ο τύπος με την αθλητική ζακέτα και το jockey και η μουσική του είναι άκρως συνυφασμένη με την πόλη και το τσιμέντο και τους ανθρώπους που ζουν εκεί. Δεν έχει να κάνει με music hall και μεγάλες αίθουσες, έχει να κάνει με σκοτεινά μπαρ, ένα πιάνο και ένα turntable. Η μαγεία της μουσικής του είναι ακριβώς αυτός ο συνδυασμός της αίσθησης της μελωδίας αλλά και του κοντινού σε μας. Η ορχήστρα στα τραγούδια του ακούγεται υπερβολικά αποστειρωμένη, σαν να τα απομακρύνει από εμάς. Προσπαθεί να εντείνει το δραματικό στοιχείο αλλά απλά καταφέρνει να το αραιώσει και να το κάνει πιο safe. Αντίθετα τα κομμάτια που δεν πολυακούγεται η ορχήστρα ειναι εξαιρετικά δείγματα των live ικανοτήτων του.

Όμως το σημαντικό γι’ αυτή την κυκλοφορία δεν είναι όλα αυτά. Είναι η ύπαρξη του τέταρτου κομματιού του, του μέχρι πρότινος άγνωστου σε μένα «Cries A Girl» (υπάρχει στο best of του). Θυμηθείτε τις καλύτερες στιγμές του «Secret House…» (το «Corrugated Tin Facade», του «Blood Of A Young Wolf» κλπ). Και τώρα φανταστείτε κάτι που να φτάνει με άνεση το μεγαλείο τους. Έχετε νιώσει ποτέ ακούγοντας μουσική ότι αυτό που ακούτε υπερβαίνει την στενή έννοια του «τραγουδιού» και γίνεται κάτι περισσότερο; Κάτι μεγαλειώδες; Κατι που σας φέρνει δάκρυα στα μάτια και ανατριχίλες στην πλάτη; Κάτι που σας κάνει ευτυχισμένο για την ύπαρξη της μουσικής στον κόσμο; Το «Cries A Girl» είναι όλα αυτά και η ουσία του αποδεικνύει γιατί ποτέ καμιά ορχήστρα δεν πρόκειται να κατανοήσει αυτά που έχει να πει ο Καναδός και γιατί για μερικά πράγματα το hip-hop είναι η κατάλληλη γλώσσα όταν ο δημιουργός έχει αρκετό ταλέντο.

I saw diamonds divide, corners of her eyes

~ από KsDms στο 20 Αυγούστου, 2008.

Ένα Σχόλιο to “misfits and spoon races”

  1. O $65 ΔΕΝ είναι χιπ χοπ και ο καλύτερος ραππερ όλων των εποχών παραμένει ο Chuck D! Μπορείς να διαφωνήσεις αλλά είναι άσκοπο!!

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Twitter

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Twitter. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

 
Αρέσει σε %d bloggers: