a short, sleepy journey
Το ρολόι δείχνει 4:30 και αρκετά νυσταγμένοι βρίσκουμε έναν (δυστυχώς) πιο νυσταγμένο ταξιτζή που ευγενικότατα δέχτηκε να μας πάει μέχρι το αεροδρόμιο (και καταδέχτηκε να πάρει και τα λεφτά μας – υπερβάλλω, ο άνθρωπος ήταν πολύ συμπαθής). Είναι πάντα ιδιαίτερες οι διαδρομές προς και από οποιοδήποτε αεροδρόμιο. Είτε είναι πολύ όμορφες γιατί κάτι ξεκινά, είτε ιδιαιτέρως σκυθρωπές γιατί κάτι τελειώνει (τουλάχιστον για το παρόν χρονικό διάστημα). Η συγκεκριμένη άνηκε στην δεύτερη κατηγορία, αλλά η νύστα και τα χασμουρητά δεν άφηναν πολύ χώρο για κατσούφικες γκριμάτσες. Για κάποιο περίεργο λόγο πάντα μου άρεσε η διαδρομή το βράδυ στην Αττική Οδό, χαζεύοντας κάτω από τα φώτα του δρόμου την πόλη σιγά σιγά να εξαφανίζεται και για μια φορά να μπορείς να έχεις μια ήρεμη διαδρομή μέσα σε ένα αυτοκίνητο στην Αθήνα. Παρέα στην νύστα του φίλου ταξιτζή έκανε ο Παρέα FM (no pun intended), αγνώστων λοιπών στοιχείων και όσο πήρε το αυτί μου δεν έχουμε και ιδιαίτερη βιασύνη να μάθουμε περισσότερα γι’ αυτόν. Τουλάχιστον μπορούσες να το αγνοήσεις και να επικεντρωθείς στη διαδρομή (σε αντίθεση με την ράτσα εκείνων των οδηγών που πιστεύει ότι ο Ντέρτι ταιριάζει σε κάθε ώρα και στιγμή).
Τα πρώτα βήματα μέσα στο αεροδρόμιο, η κλασσική πρώτη ματιά στον πίνακα για να δεις που πρέπει να πας και να προσανατολιστείς μου φέρνει πάντα στο μυαλό την αρχή του Love Actually (ή εναλλάκτικά εκείνη την σκηνή στην αρχή του Dogma – «This is humanity at its best. Look at them. All that anger, all that mistrust, all that unhappiness… forgotten, for that one perfect moment when they get off the plane.»). Και όταν πας τελικά και βρίσκεις το check-in σου η ουρά είναι πάντα μεγαλύτερη από όσο θέλεις (πιθανότατα γιατί θέλεις απλά να είσαι μόνος σου) και οι επιβάτες για Λάρνακα επιμένουν να μην εμφανίζονται («Passengers for Larnaka!») ενώ μια Γαλλίδα κυρία προσπαθεί να σε προσπεράσει κουμαντάροντας με δυσκολία τις εκατονπενηνταδυομιση βαλίτσες της και αναφωνόντας «Λαγνακά, Λαγνακά». Γιατί να μην παίζει μουσική στα αεροδρόμια; Είναι εύκολα μια από τις μεγαλύτερες χαμένες ευκαιρίες για συνθέτες soundtrack, το να επιδιώξουν να επενδύσουν με μουσική αυτό το χάος (το όμορφο χάος βέβαια). Μερικούς καφέδες, κρουασάν, κουλούρια, τυρόπιτες, Nitro με την Σασα Μπαστα σε ρόλο Μαντόνα, τουρίστες να κοιμούνται παντού (θέαμα το οποίο είναι παραδόξως ιδιαίτερα ζεστό), ήρθε η ώρα για την επιστροφή. Χωρίς παρέα αυτή τη φορά, αφού ο καθένας επέλεξε διαφορετικό μέσο για την συνέχεια. Προσωπικά (δυστυχώς) η συνέχεια θα ήταν επίγεια, αυτή τη φορά με παρέα το «Neither here Nor there» του Bill Bryson, το οποίο περιγράφει ένα ταξίδι του στην Ευρώπη από χώρα σε χώρα (και παρόλο που πρέπει να το διαβάσετε και να αρχίσετε να πακετάρετε, αυτή την περίοδο είναι λίγο σαν να ρίχνεις αλάτι στις πληγές – δεν μπορώ να αντισταθώ όμως) και το πάντα πιστό mp3 player.
Πρώτο βήμα έξω από το αεροδρόμιο στις 6:30, χωρίς να έχει ξημερώσει καλά καλά και ο ουρανός παρά την καθαρότητα του έχει μια πολύ φθινοπωρινά συννεφιασμένη γκριζάδα, έτσι που σε κάνει για μια στιγμή να αναρωτιέσαι αν το ημερολόγιο σου κάνει λάθος. Τα πόδια μπαίνουν στο αυτόματο και σε κατευθύνουν προς τις αποβάθρες του μετρό, χαζεύοντας δεξιά και αριστερά το, ακόμα σχετικά ήσυχο, περιβάλλον. Το μετρό φεύγει στις 7 και αποφασίζεις να πας να κατσεις στα γοητευτικώς άδεια βαγόνια, να βάλεις τα ακουστικά στα αυτιά και να πας να συναντήσεις τον κ. Bryson, τον οποίο είχες αφήσει κάπου στο Βέλγιο προς Ολλανδία. Πρώτη επιλογή το «Treny» του Jakaszek, ήρεμο, ταιριάζει με την ώρα και την διάθεση, θα σε ηρεμήσει και θα σε κάνει για μια στιγμή να πιστεψεις πως δεν είσαι σε ένα Μετρό που κάνει το Αεροδρόμιο-Σύνταγμα, αλλά σε ένα τραίνο που θα σε πάει από το Amsterdam στην Γερμανία και από εκεί στην Δανία για να δεις την Κοπεγχάγη. Μπορεί τα προάστια της Αθήνας να μην είναι Κοπεγχάγη, αλλά αν η βραδινή διαδρομή στην Αττική Οδό είναι όμορφη, τότε η πρωινή διαδρομή με το Μετρό από το αεροδρόμιο με την ανατολή του ηλίου είναι ακόμα περισσότερο ομορφη. Προσπάθεια για απαθανάτιση της ανατολής με το κινητό καταλήγει σε οικτρή αποτυχία, οπότε επιλέγω να συγκεντρωθω στο βιβλίο, στη μουσική και στο αεροπλάνο που ετοιμάζεται για απογείωση.
Κάπου στο Χαλάνδρι, τελειώνει ο δίσκος, ίσως γιατί κατάλαβε ότι έχουμε μπει πλέον για τα καλά στην Αθήνα και η επόμενη επιλογή μετά από σύντομη σκέψη είναι το «Industrial Silence». To οποίο πολύ γρήγορα μοιάζει φτιαγμένο για κυριακάτικες, πρωινές επιστροφές από το αεροδρόμιο. Παίζει το «Vocal», παίζει το «Beautyproof», παίζει το «Shine», ο Hoyem τραγουδάει «Hey little mister driver man/Keep your head up/We are nearly there» και τα πόδια συνεχίζουν να είναι στον αυτόματο. Σύνταγμα, αποβίβαση με το βιβλίο στα χέρια, επιβίβαση στο μετρό προς Δάφνη και ετοιμαζόμαστε πλέον να κατευθυνθούμε προς Σουηδία. Ο κόσμος συνεχίζει να είναι λίγος (Κυριακή 7 το πρωί και δεκαπενταύγουστος), φτάνουμε σύντομα στη Δάφνη και βγαίνουμε πάλι στο φως. Το πρωινό είναι εκνευριστικά ωραίο (αν και κάπως υπερβολικά ζεστό), λεωφορείο για Ηλιούπολη παρέα με ελάχιστους άλλους που όλο και κάποιο λόγο θα έχουν να κυκλοφορούν τόσο νωρίς κυριακάτικα, ο Bryson είναι σε ένα ferry που τον πάει Σουηδία και προσπαθεί μέσα σε μια ουρά να αγοράσει κάτι να φάει, ενώ εγώ φτάνω στην ακόμα πιο έρημη Ηλιούπολη και κατευθύνομαι προς το σπίτι. Το «Industrial Silence» μοιάζει να δένει ακόμα πιο τέλεια τώρα με το περιβάλλον.
Σπίτι, πέταμα ρούχων και τσαντών, ετοιμασία του δεύτερου καφέ της ημέρας και αναζήτηση της μουσικής που θα συνοδέψει το γράψιμο. Ένα σύντομο πέρασμα από το ράδιο (Κόσμος και Εν Λευκώ δεν παίζουν μουσική για μας τώρα), το καινούριο album των Son Lux αντέχει 2-3 τραγούδια, των Sole and The Skyrider Band 1, το «3» των Black Heart Procession παίζει μέχρι τη μέση με μενα να ερωτεύομαι ξανά το «We always knew» («did you come back from the quest/was it all to see the light in your own dream»), αλλά τελικά συνειδητοποιώ ότι η μέρα ανήκει στο «Industrial Silence» και αρχίζει να παίζει ξανά ακριβώς εκεί που έμεινε. Το δεύτερο μέρος του άλλωστε είναι ίσως και το καλύτερο. «Electric» («Pack your bags, run away/Along the freeway, out of town»), «Salt» («No life, no life without a fall/Now the wind has swept us all»), «Norwegian Hammerworks Corp.» («Let me tell you about the way the hammer moves»), «Terraplane» («I’m gonna ride that terraplane to the ground»). Έρχεται πάλι στο μυαλό η γνώριμη απορία του αν σε τέτοιες στιγμές οι δημιουργοί συνειδητοποιούσαν πραγματικά τι δημιουργούσαν. Δεν έχει σημασία όμως, καμία σημασία.
Το ρολόι λέει ακόμα 9:16, ξημερώματα για Κυριακή αλλά ήδη μοιάζει επικίνδυνα με μεσημέρι. Η μέρα προβλέπεται να περιλαμβάνει ελάχιστη κατανάλωση ενέργειας, αλλά, ελπίζω, τεράστια κατανάλωση μουσικής. Πάντα βοηθάει και τελευταία την είχαμε παραμελήσει αρκετά. Ο Bryson μας περιμένει ακόμα στη Σουηδία για να συνεχίσουμε το ταξίδι, το Wire του Αυγούστου και o Tricky στο εξώφυλλό του περιμένει υπομονετικά την σειρά του (ευχαριστώ αγαπημένη Πολιτεία που μας γλύτωσες ένα πενταυρο από την τιμή του), επιτέλους αξιώθηκα να αγοράσω το «Fever Pitch» και θα σταματήσει να με κράζει το αφεντικό (μόλις τελειώσει η Ευρώπη παίρνει σειρά, καθώς το «Slam» δεν μας άρεσε όσο ευχόμασταν και πρέπει να ξαναερωτευτούμε παράφορα τον κύριο Nick), η μουσική περιμένει στο pc και στο γραφείο (αγοράσαμε και το καινούριο Slagmaur που είναι πολύ όμορφο), το Supernatural έχει μείνει κάπου στη δεύτερη σαιζόν αλλά η σκέψη αυτή τη στιγμή είναι μια. Όπως θα έλεγε και η κυρία που ελπίζω να περάσει καταπληκτικά στην Λάρνακα:
Bon voyage.
πάρα πολύ ωραίο κείμενο, merci.
ωραία. άρα όντως η Πολιτεία έχει 5 ευρώ το Wire, είναι αλήθεια, δε μου την έπεφτε ο πωλητής.
εγώ πάντως αύριο θα πάω από κει, να έρθετε και σεις
το Ιndustrial Silence γράφτηκε για όλες τις Κυριακές τελικά, όχι μόνο τις χειμερινές..