Stop the clocks!

Νομίζω ότι αυτό το blog (τουλάχιστον σε ό,τι αφορά την δική μου συνεισφορά) μοιάζει να είναι καταδικασμένο να επιστρέφει στην μουσική του Peter Hammill. Έχει περάσει μπόλικος καιρός από τότε που μιλάγαμε για το «Singularity». Και να που τώρα ξαναερχόμαστε στα γνώριμα χωράφια, αυτή τη φορά με το καινούριο album των Van Der Graaf Generator. «Trisector» το όνομα και αν και από μικρός σιχαινόμουν οτιδήποτε είχε να κάνει με γεωμετρίες και τριγωνομετρίες και λοιπές χαζομάρες, αυτός είναι ένας όρος που μάλλον θα είναι μεγάλος έρωτας για το μέλλον. Αν το «Present» ήταν μια εκπληκτική επιστροφή, τότε το «Trisector» είναι (όσο κλισέ και αν ακούγεται) η απόδειξη ότι οι Van Der Graaf Generator του 2008 (ή κακά τα ψέμματα, ο Peter Hammill του 2008), όχι απλά έχει κάτι να πει, αλλά έχει μέσα του αρκετή μουσική μέσα του για να βγάζει εκπληκτικούς δίσκους τον έναν μετά τον άλλον.

Αν το «Present» ήταν αντάξιο του παρελθόντος, το «Trisector» χωρίς δόση υπερβολής είναι ισάξιο του παρελθόντος και μπορεί να κοιτάξει στα μάτια οποιοδήποτε από τα προηγούμενα album. Αυτή τη φορά ξεχνάνε το σαξόφωνο και το βιολί, με αποτέλεσμα τον πρώτο λόγο να παίρνει το organ του Banton. Και αν ακούγονται αρχικά κάπως διαφορετικοί, μετά από λίγο βλέπεις ότι όλα τα γνώριμα κομμάτια τους που αγάπησες είναι σίγουρα εδώ, δωσμένα ίσως με λίγο διαφορετικό τρόπο. Άλλωστε άλλοι είναι οι Van Der Graaf του 2008 και άλλοι εκείνοι του 70. Αν οι μουσικοί είναι οι ίδιοι, τα σχεδόν σαράντα χρόνια δεν ήταν δυνατόν να μην αφήσουν το στίγμα τους. Όμως οι VDGG του 2008 δεν ακούγονται κουρασμένοι, το αντίθετο μάλιστα. Το «Trisector» παίζει να είναι το πιο «ζωντανό» album τους, εκείνο που περιέχει τις πιο up-tempo στιγμές. Ίσως είναι και κάπως ειρωνικό αυτό. Δεν μπορείς να θεωρήσεις κάτι διαφορετικό το γεγονός ότι το πιο χαρούμενο κομμάτι του album έχει τίτλο «Drop Dead». Φυσικά και υπάρχουν και πιο γνώριμα σε ύφος κομμάτια, όπως το «The Final Reel» ή «Only In A Whisper». Οι καλύτερες στιγμές του album πάντως είναι το (απίστευτα κοντινό στα 70s) «Over The Hill» και το «(We Are) Not Here» που κλείνουν το album. Ειδικά το τελευταίο έχει και μια ασυλληπτη ερμηνεία από τον Hammill, όπως εκείνες των παλιών χρόνων (ειδικά στα προσωπικά του).

Η προσωπικότητα του Hammill είναι και πάλι το κύριο χαρακτηριστικό του «Trisector», τόσο σε στίχους όσο και σε ύφος. Πώς θα μπορούσε να συμβαίνει κάτι διαφορετικό άλλωστε; Αν και οι Bunton και Evans είναι μεγάλοι μουσικοί και οι VDGG δεν θα μπορούσαν να υπάρχουν χωρίς αυτούς (άλλωστε είναι φανερή οι διαφορά ανάμεσα στα album των VDGG και τα προσωπικά του Hammill), o θείος Peter μοιάζει να είναι η ψυχή του συγκροτήματος. Ελάχιστοι είναι αυτοί που κατάφεραν να βγάζουν τόσο έντονα συναισθήματα, χωρίς να καταφεύγουν σε κλισέ και μελοδραματικές κιτσαρίες. Για μια ακόμα φορά ο Hammill λέει αυτά που έχει να πει, εμείς κουνάμε το κεφάλι καταφατικά αφού σίγουρα δεν μπορούμε να τα πούμε καλύτερα και αφηνόμαστε στα σχήματα που ζωγραφίζει το «Trisector».

Οι άλλοι δυο μουσικοί δεν έρχονται και πολύ πίσω βέβαια. Ειδικά τα πλήκτρα του Hugh Banton είναι το κάτι άλλο και είναι εντυπωσιακό το πόσο εύκολα κάνει ένα album να χτιστεί πάνω σε αυτά, χωρίς να ακούγεται βαρετό ή cheesy. Κάποτε μαλώναμε για τον καλύτερο πληκτρά στο είδος. Μετά και αυτό το album, δεν νομίζω ότι υπάρχει χώρος για πολλές αντιρρήσεις. O Guy Evans από την άλλη ποτέ δεν είχε ανάγκη να κάνει επίδειξη δύναμης ή τεχνικής. Ποτέ δεν είχε αναγκη να δείξει ότι μπορεί να παίξει παπάδες, μάλλον γιατί είχε συνειδητοποιήσει ότι τελικά δεν είναι και αυτός ο σκοπός ενός drummer. Παίζοντας όμως με τεράστια απλότητα αλλά και ζεστασιά (πράγμα δύσκολο πολύ για ένα drummer), δημιουργεί τις λεπτομέρειες εκείνες που βοηθάνε στο να αναδειχτούν ακόμα περισσότερο η φωνή του Hammill και οι μελωδίες του Banton.

Δεν ξέρω κατά πόσο είναι καλό πράγμα για το είδος, αλλά είναι πολύ ενδιαφέρον το πόσο εύκολα μια μπάντα με 40 χρόνια πίσω της καταφέρνει ακόμα να βγάζει ένα από τα καλύτερα albums στην σύγχρονη ιστορία του progressive rock. Βέβαια οι VDGG πάντα ήξεραν ότι το progressive δεν σήμαινε απαραίτητα μεγαλοστομίες και φανφάρες στην μουσική, αλλά πολύ ουσιαστικότερα πράγματα. Ούτε είναι τυχαίο ότι ήταν ίσως η μόνη progressive μπάντα που κέρδισε τον σεβασμό μέχρι και του punk κινήματος. Αλλά όλα αυτά δεν έχουν πολύ σημασία. Οι τρεις κύριοι εδώ απλά γράφουν την δικιά τους μουσική και λένε τις δικές τους ιστορίες. Το γεγονός ότι μας μαγεύουν είναι μάλλον μια ευτυχής σύμπτωση για μας.

~ από KsDms στο 6 Απριλίου, 2008.

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Twitter

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Twitter. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

 
Αρέσει σε %d bloggers: