Your call..
Πέρασαν αρκετές μέρες από την τελευταία καταχώρηση εδώ αλλά η βδομάδα που μόλις πέρασε ήταν από πολλές πλευρές ένα χάλι μαύρο που δεν άφηνε ούτε χρόνο ούτε όρεξη για γράψιμο. Σήμερα όμως που ακόμα είναι η πρώτη μέρα μιας τετραήμερης ξεκούρασης, είναι καλή ευκαιρία να διορθωθεί αυτό.
Την τιμητική του είχε το τελευταίο album/dvd των Supersilent (υπό τον εύγλωττο τίτλο “7”), το οποίο αν και έχοντας μικρή σχέση με τα περισσότερα live dvds συγκροτημάτων ήταν άκρως καθηλωτικό για τις σχεδόν δυο ώρες που διαρκούσε. Ασπρόμαυρο, με μόνη αποδειξη της παρουσίας κοινού κάποια χειροκροτήματα μεταξύ των κομματιών, ήταν μάλλον μια σχεδόν στουντιακή κυκλοφορία που αποφάσισαν να συνοδέψουν με εικόνα. Η μουσική όμως τα έλεγε όλα και όποιος αρέσκεται στα ηλεκτρονικοjazz περίεργα της Rune Grammofon, νομίζω ότι θα εκτιμήσει δεόντως το “7”. Εξάλλου οι Supersilent είναι παλιές καραβάνες σε ένα σχετικά νέο χώρο και η αξία τους είναι δεδομένη.
Η συνέχεια ήταν ζήτημα μεγάλου προβληματισμού (δείγμα του τι μπορεί να προκαλέσει προβληματισμό αν δεν έχεις κάτι ιδιαίτερο να κάνεις) και τελικά αποφάσισα να ξαναθυμηθώ την τελευταία κυκλοφορία της μεγάλης αγάπης, ή με πιο λίγα λόγια το “Blood Inside”. Είναι αρκετά περίεργη η αίσθηση του να ακούς κάτι πραγματικά αγαπημένο και συγχρόνως να συνειδητοποιείς ότι έχεις να το κάνεις πραγματικά πολύ καιρό (ίσως όχι τόσο μεγάλο διάστημα όσο το “How to measure a planet?” αλλά αρκετά σημαντικό). Τελικά κάθε φορά συνειδητοποιώ ότι αν και η απολαυση του καινούριου είναι κάτι που δεν θα ήθελα να σταματήσει ποτέ, το να ξανακούς πράγματα μετά από καιρό σου δίνει μια εξίσου μεγάλη ευχαρίστηση αφού επαναπροσδιορίζει τη σχέση σου μαζί τους. Και με μεγάλη χαρά σκέφτομαι ότι το τηλέφωνο του “Your Call” είναι το ίδιο έντονα συναισθηματικό. Δεν θέλω να πιστέψω όμως ότι είναι μόνο θέμα νοσταλγίας, καθώς αυτό είναι ένα συναίσθημα με το οποίο δεν τα πάω και τόσο καλά. Από την άλλη ίσως κάνουμε αυτό το πράγμα με την μουσική, γιατί θα θέλαμε να το κάνουμε κατά καιρούς και με τους ανθρώπους (αν και αυτό ακούγεται κάπως χαζό).
Επίσης αναρωτιέμαι πόσο ηλίθια μπορεί να ακούγονται όλα αυτά σε κάποιον για τον οποίο η μουσική είναι “κάτι που παίζει στο ράδιο όταν δεν έχει διαφημίσεις”. Βέβαια μετά λέω ότι όπως την βρίσκει ο καθένας και οι σκέψεις του καθενός θα είναι σίγουρα ηλίθιες για μια μεγάλη μερίδα του υπόλοιπου κόσμου. Κάπου εδώ ο προβληματισμός ανανεώνεται, καθώς η ησυχία στο δωμάτιο δείχνει με τον καλύτερο τρόπο το “Blood Inside” τέλειωσε και άρα πρέπει να αποφασίσουμε τι θα παίξει στη συνέχεια. Και επειδή αρκέτα με την ατμόσφαιρα του “αναπολώ το παρελθόν”, ήρθε η ώρα (επιτέλους) για εκείνη την πρώτη ακρόαση του “Live at Bar Maldoror” (αργήσαμε αλλά τα καταφέραμε, χιπ-χιπ-χουρεη κλπ.).
Τελικά μάλλον υποσυνείδητα υπάρχει η σκέψη για τη σύγκριση μεταξύ studio και live. Εδώ και μπόλικο καιρό τείνω σαφώς προς το πρώτο, έχοντας χάσει σε μεγάλο βαθμό το ενδιαφέρον για συναυλίες, αλλά δεν μπορώ να πω ότι δεν μου έχει λείψει καθόλου η όλη φάση. Όμως κάτι πρέπει να κρατήσουμε και για το επόμενο post όμως. Το be continued…..