Ξαναβγάζουν το Merzbox λίγο λίγο
(και σκοτώνουν τα άλογα όταν γεράσουν)
Ακόμα και αν ο Merzbow δεν ήταν και ο,τι σημαντικότερο συνέβη στη noise μουσική, κανείς δε θα μπορούσε να αμφιβάλλει πως πρόκειται για το trademark της, ένα ισχυρό συνώνυμό της για να είμαι ακριβής. Στα λεγόμενα εμπορικά πλαίσια τουλάχιστον, είτε σε μια κοινή καθημερινή μουσική γλώσσα, η λέξη Merzbow σημαίνει «noise μουσική». Είτε είσαι χωμένος «απο τα τέλη των 70’s» στον πειραματικό ήχο, είτε αρκείσαι στο να ποστάρεις το Requiem στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης μια φορά το χρόνο και να βάζεις τέρμα το Pulse Demon για να εκνευρίσεις τους γείτονες, είτε, κακά τα ψέματα, τα διάβασες όλα αυτά στο ίντερνετ γιατί στα αθηναϊκά δισκάδικα έβρισκες μόνο τα remixes του Frog στην ευαίσθητη ηλικία όπου οι θόρυβοι σου χτύπησαν πρώτη φορά την πόρτα, για ένα πράγμα δε μπορείς να φέρεις αντίρρηση: Πως η συνεισφορά του Masami Akita -που υιοθέτησε το ψευδώνυμο Merzbow απο το installation «The Cathedral Of Erotic Misery» του Γερμανού καλλιτέχνη Kurt Schwitters- στον πειραματικό ήχο είναι τεράστιου βεληνεκούς και αξίας. Ακόμα και αν τον χωρίσεις σε περιόδους, όπου η Α είναι η Υπερθεϊκή Ανώτερη Τέχνη και η Β κάποια βαρετή και ανούσια, στο γνωστό κρεσέντο που μας πιάνει όταν ασχολούμαστε πολύ με κάτι και χρειάζεται να το κάνουμε κτήμα μας για να δείξουμε πόσο πολύ ασχολούμαστε με κάτι, ο Merzbow έχει μια ξεχωριστή δυναμική σε σχέση με τους άλλους βάνδαλους του είδους.
Το έργο του είναι τόσο μεγάλο σε ποσοτικά πλαίσια, όπου πολλές φορές έχω απαντήσει «ε δεν είναι και σαν τον Merzbow», όταν κάποιος φίλος παραπονιέται πως κάποιος άλλος καλλιτέχνης έχει βγάλει μόνο 20 cd σε ένα οχτάμηνο. Το να έχεις ασχοληθεί στα σοβαρά με έναν καλλιτέχνη σαν τον Merzbow έχει κάποιους παραπάνω πόντους δυσκολίας απο ο,τι συνήθως, καθώς αυτό απαιτεί μια εξαιρετική αφοσίωση, και μια τέτοια αφοσίωση απαιτεί μια ενεργή συμμετοχή, και αυτό είναι ένα βασικό μου επιχείρημα υπέρ των καλλιτεχνών όπου βγάζουν προς τα έξω Όλο το υλικό που ηχογραφούν: πρέπει να κάνει κάποια παραπάνω πράγματα και ο ακροατής. Πράγμα που μας φέρνει σε νέες συζητήσεις για το ρόλο της σύγχρονης τέχνης και την πιο ρευστή αλληλεπίδραση δημιουργού, έργου και κοινού, αλλά έτσι θα φύγουμε απο τον βασικό σκοπό της δημοσίευσης, πράγμα που δε θα ήθελα, αλλά δε θα με ενοχλούσε κιόλας, αλλά τελοσπάντων δε θα γίνει.
Ο Masami Akita σε εποχές προ ίντερνετ, και συγκεκριμένα το 2000, χάρισε στους κάπως πιο εύπορους οπαδούς του το MERZBOX, μια συλλογή πενήντα κυκλοφοριών του, όπου πάνω κάτω μάζευε σε αρκετό βαθμό την 80’s περίοδο και σε βοηθούσε ας πούμε να ξεκινήσεις απο κάπου, σε περίπτωση που δεν το είχες κάνει ήδη. Το Merzbox εξαντλήθηκε, το internet ήρθε, και σίγουρα κάποιο ρώσικο torrent tracker θα χαρίζει 2ΤΒ αρχείων υπο τον γενικό τίτλο «merzbow full discography v0», αλλά αυτό δεν είναι αρκετό. Ο ίδιος ο καλλιτέχνης δείχνει να μη ζορίζεται ιδιαίτερα να φύγει απο την ψηφιακή του περίοδο, θέτοντας ως πρωτεύοντα καλλιτεχνικό σκοπό την διακύρηξη των animal rights και την καθιέρωση του vegan τρόπου ζωής, πράγμα που κάνει σε ακραίο βαθμό εδώ και δεκαπέντε συναπτά έτη. Οπότε το βάρος των επανακυκλοφοριών του Καλού Merzbow (κατά τη γνώμη μου και τα λοιπά) πέφτει στα labels, και συγκεκριμένα σε τρία ευρωπαϊκά, και ακόμα πιο συγκεκριμένα σε δύο ιταλικά και ένα γερμανικό.
Η ουσιαστική και κάπως πιο στοχευμένη αρχή έγινε το 2012, όταν η γνωστή και πρωτοντεμάδικη Vinyl On Demand, μια εταιρία που κυκλοφορεί αυστηρά reissue boxes απο γνωστά και μη αμελητέα ονόματα του παλιού καλού industrial (όσο και του παλιού κακού synth/ebm), κυκλοφόρησε δέκα βινύλια με τίτλο Lowest Music & Arts 1980 – 1983, όπου, όπως ίσως έγινε ήδη κατανοητό απο τον τίτλο, φέρνει στο φως τις πρώτες πρώτες κασσέτες στο label του ίδιου του Masami Akita, ZSF products (πριν λεγόταν Lowest Music & Arts), σε μια εποχή όπου οι δουλειές του ήταν εντελώς επηρεασμένες απο ντανταϊσμό και υπερρεαλισμό, πράγμα εντελώς φανερό στον ίδιο τον ήχο του. Εδώ ακούμε τις πρώτες απόπειρες για tape manipulation, ακουστικές κιθαρες, sound collages και ένα εντελώς άναρχο μπλέξιμο που εκπληρώνει τις avant garde προσδοκίες του δημιουργού, όσο και της πειραματικής κοινότητας, όποια και αν ηταν αυτή το 1980-83. Ένα μεγάλο highlight είναι ολόκληρες οι ηχογραφήσεις του ψυχροπολεμικού Mechanization Takes Command, όπου ηχεί σαν κάτι που οι δημοσιογράφοι θα ανακαλύψουν 30 χρόνια μετά, θα το ονομάσουν proto-techno και θα το «φορτώσουν» στους eurodisco πατέρες της σύγχρονης techno, είτε ακόμα και σε ιταλικά giallo soundtracks, γιατί πλέον δεν υπάρχει όριο στο τι μπορεί να θεωρηθεί τι και απο ποιον. Και αυτο δεν το λέω κακό, απλά εγώ προσωπικά κρατάω πως ο Merzbow το έχει κάνει και αυτό, και μάλιστα 30 χρόνια πριν το δελτίο τύπου για το -κατα τα άλλα συμπαθές- Grand Owl Habitat γράψει «It ain’t for everyone, that’s for sure, but the most fearless DJs and those with a high tolerance for Alberich, Maurizio Bianchi, the most extreme L.I.E.S., Whitehouse or Prurient are urged to get a fix.». Για να μη μακρηγορώ, το εν λόγω box set της Vinyl On Demand αποτελεί για μένα την ιδανική εισαγωγή στον κόσμο του Merzbow, και μιας και πλέον μας άφησε σαν label καθώς -λέει- εκπλήρωσε τον σκοπό του, την σκυτάλη έλαβαν άλλοι ως όφειλαν.
Και μάλιστα πρόκειται για δύο ιταλικά labels, που κινούνται σε παρόμοια πλαίσια, και δη στο power electronics/industrial/noise, όπου με αμελητέα χρονική διαφορά συνέχισαν εκεί που σταμάτησε η Vinyl On Demand. Η Urashima, ως επίσης πρωτοντεμάδικη, αφοσιώθηκε στην ίδια χρονική περίοδο με την VOD, βγάζοντας ετικέτες που πιθανώς να χωρούσαν σε ενα Lowest Music & Arts vol2, και διατηρώντας σε ακόμα υψηλότερα επίπεδα την κασσετική και αναλογική αισθητική της εποχής στα βινύλια (ναι) των Kibbutz (1983), Collection 009 (1981), Lowest Music.2 (1982) και τελευταία στο μνημειώδες Remblandt Assemblage (1981) όπου αποτελεί έναν κολοφώνα της πρώτης καλλιτεχνικής εποχής του μερουτσουμπάου. Δεν ξέρω αν θα το περιγράψω καλά, αλλά η εμμονή του με τον φουτουρισμό εδώ φτάνει σε κάποιο άνω όριο, ακολουθώντας ευλαβικά την αισθητική και όχι απλά μνημονεύοντας τον Luigi Russolo, τα κολάζ δίνουν και παίρνουν, οι ήχοι είναι εντελώς πρωτόλειοι και κατασκευασμένοι σε φτωχό home studio και εδώ μου δίνεται η εντύπωση πως ο άνθρωπος ήρθε για να κάνει τον κακό χαμό, να φέρει τα πάνω κάτω. Η menstrual recordings πάλι, έκανε κάτι ακόμα πιο έξυπνο. Βλέποντας πως οι πρώτες κασσέτες είναι είτε άφαντες, είτε έχουν ήδη επανακυκλοφορήσει, είτε και τα δύο, αποφάσισε να μπει στο παιχνίδι με καλύτερο τρόπο, πηγαίνοντας λίγα χρόνια μετά και πιάνοντας τα albums πια του Merzbow, και τις κατα τη γνώμη μου ισχυρότερες δουλειές του ως σήμερα. Δηλαδή το Material Action 2 N·A·M του 1983, το Antimonument του 1986, το Ecobondage του 1987 και κυρίως το Storage του 1988. Και μιλάμε για αυτούσιες επανακυκλοφορίες, χωρίς «τολμηρές» προσθήκες στο artwork ή περιττά πειράγματα στον ήχο. Οι συγκεκριμένες ηχογραφήσεις βρίσκουν τον Merzbow να αλλάζει άρδην τον ήχο του, να χρησιμοποιεί ασύδοτα λούπες και cut ups και να αφοσιώνεται στην ηχητική απογύμνωση των τότε επιρροών του, δηλαδή την ηλεκτροακουστική μουσική των Conlon Nancarrow, Luc Ferrari και François Bayle μεταξύ άλλων, τακτική που γιγαντώθηκε στον πραγματικά καλύτερο δίσκο που έκανε ποτέ του, το Batztoutai with Memorial Gadgets. Το επόμενο δηλαδή στη σειρα που περιμένω πως και πως να επανακυκλοφορήσει. Είχε βγει στην RRRecords το 1986.
Συνοψίζοντας αυτό το κάτι σαν ελλιπές άρθρο, που σίγουρα δεν πρόκειται για αφιέρωμα στον Merzbow αλλά μονάχα σε ένα κομμάτι του παλιού έργου του, και αυτό στη σημερινή του μορφή, θεωρώ πάρα πολύ χρήσιμο να υπάρχει κάπου, όχι τόσο «μαζεμένη» αλλά εστιασμένη η πληροφορία. Ποτέ δεν άκουσα περισσότερο Merzbow στη ζωή μου απο όσο άκουσα απευθείας απο τις ηχογραφήσεις που ανέφερα παραπάνω. Ποτέ δεν έδωσα τόση σημασία στα flac του Merzbox που υπήρχαν σταθερά σε κάθε σκληρό μου δίσκο απο τότε που έχω σκληρούς δίσκους. Ποτέ δεν γούσταρα τον Merzbow περισσότερο επίσης. Και θα ήθελα να συνεχίσει να συμβαίνει αυτό.