Χθες είδα στον ύπνο μου…

Ειμαι στο εξοχικό του Παναγιώτη, ένα εξοχικό που δεν υπάρχει στην πραγματικότητα, αλλά στα όνειρα ό,τι θέλουμε κάνουμε και ο Παναγιώτης είχε κάνει καλή επιλογή εξοχικού. Μεζονέτα, με μεγάλο κήπο, με ωραία θέα, με μπάρμπεκιου,  με τον κλασικό θείο_που_ξέρει_να_ψήνει_ΚΑΛΑ, όχι ότι εμείς δεν ξέρουμε, αλλά ποιός λογικός άνθρωπος ονειρεύεται τον εαυτό του χωμένο στο κάρβουνο και την τσίκνα με 38 βαθμούς κελσίου; Κανείς.

Και περιμένουμε τα φαγητά, τσιμπάμε διάφορους μεζέδες από δω κι από κει, πίνουμε το κρασί_του_θείου_που_φέτος_βγήκε_καλύτερο_από_ποτέ, σκεφτόμαστε ότι είναι φοβερό το πώς γίνεται κάποια κρασιά γνωστών να είναι πάντα καλύτερα από ποτέ, σε κάνουν να θες να ζήσεις μόνο και μόνο για να δεις πότε θα αγγίξουν την τελειότητα, απλά και μόνο για να την ξεπεράσουν την επόμενη χρονιά. Αλλά αυτό δε μας αφορά προς το παρόν.

Και έρχονται τα φαγητά και τρώμε και πίνουμε κι άλλο και μετά ξαναπίνουμε, ξανατρώμε και πίνουμε λίγο ακόμα και ξαφνικά μεταφερόμαστε στη φάση που όλοι έχουν πιει “ένα ποτηράκι παραπάνω” και θέλουν να χορέψουν. Ένας από τους θείους φέρνει το cd από τη Real News με τα δημοτικά, το βάζει στο cd player του αυτοκινήτου του που είναι παρκαρισμένο εκεί δίπλα και ανοίγει τα παράθυρα. Και όλοι σηκώνονται και χορεύουν, κάποιοι επειδή το θέλουν, άλλοι επειδή πρέπει, εγώ είμαι ο κλασικός “σε λιγάκι”. Μια θεία του Παναγιώτη έρχεται για να μας πει “φτου σας, χίλια χρόνια να ζήσετε, σας βλέπω και σας καμαρώνω”, φεύγει για να συνεχίσει το χορό και μετά από λίγο έρχεται η άλλη θεία, η “πάρε το κορίτσι και χορέψτε ντε, τι κάθεστε κολλημένοι στις καρέκλες σας;”. Το κορίτσι την έχει ακούσει και δε θέλει να χορέψει, εγώ την έχω ακούσει και δε μπορώ να χορέψω, όχι ότι θέλω δηλαδή, μακάρι να μπορούσα να μεταφερθώ στο χρόνο και να έχει τελειώσει το γλέντι και να έχουν φύγει όλοι, γιατί το κρασί και το φαγητό τελείωσαν, το κορίτσι δεν είναι και πολύ καλά και έχουμε μείνει εγώ και η Δόμνα Σαμίου.

Α, ξέχασα, όνειρο είναι, μπορώ.

Και πριν έρθει καν το γλυκό, βρίσκομαι σε ένα ταξί με το κορίτσι και γυρίζουμε σπίτι. Έχουμε σχεδόν φτάσει, ο ταξιτζής μας έχει πιάσει την κουβέντα, περιέργως δε μας λέει για το πόσο έχουν ζορίσει τα πράγματα, ούτε για τις επιχειρήσεις που είχε και δε πήγαν καλά και αναγκάστηκε να πουλήσει ότι του είχε απομείνει για να αγοράσει την άδεια του ταξί, δεν ακούμε από το στόμα του τίποτα για κανένα πολιτικό, για κανένα πρεζάκι που του έβγαλε μαχαίρι, τίποτα τέτοιο. Μας μιλάει για την αγάπη. Και μας λέει ότι η αγάπη είναι ό,τι πιο σημαντικό υπάρχει στον κόσμο τούτο. Και συμφωνούμε όλοι και χαιρόμαστε που έχουμε ξεκινήσει μια κουβέντα με_νόημα και είμαστε μια χαρούμενη παρέα. Και ξαφνικά ο ταξιτζής γυρνάει στο κορίτσι και του λέει “αυτός δε μπορεί να σε κάνει ευτυχισμένη. Εγώ μπορώ”. Και έχω μείνει μαλάκας, οκ όλα μπορείς να τα περιμένεις σ’αυτή τη ζωή, όλα επιτρέπονται, αλλά δεν υπάρχει κάποιος άγραφος νόμος που λέει πως όταν μιλάς με κάποιον και συμφωνείτε σε όλα, όταν είστε μια χαρούμενη παρέα και κάνετε συζητήσεις με_νόημα, ε δε την πέφτεις στο κορίτσι του ένα λεπτό μετά;

Δεν ξέρω τι θα έκανα αν αυτό γινόταν στην πραγματικότητα, στο όνειρο όμως είναι εύκολο να γλιτώσεις τις εντάσεις και τα νεύρα και να πεις “πάμε παρακάτω, δε μου αρέσει αυτό” και να πας παρακάτω. Και πάω παρακάτω, όχι πολύ, γιατί έτσι κι αλλιώς φτάναμε στο σπίτι, οπότε προσπερνάω ίσα ίσα μέχρι να γλιτώσουμε από τον ταξιτζή (δεν πλήρωσα κιόλας). Μπαίνουμε στο σπίτι, ξεπερνάω με συνοπτικές διαδικασίες το ξεπακετάρισμα, το μπάνιο, το γεύμα με ό,τι υπάρχει στο ψυγείο και όλα αυτά τα διαδικαστικά, είμαι έτοιμος να αράξω και να απολαύσω την ηρεμία μου και τα νεύρα για τον πέφτουλα ταξιτζή έχουν αρχίσει να περνάνε. Και τότε χτυπάει το κουδούνι. Πάω προς την πόρτα με εντελώς ξενερωμένο ύφος, δε θέλω να δω κανέναν τέτοια ώρα, ανοίγω και είναι ο φίλος μου ο Γιώργος. “Γεια, τι κάνεις;”, “καλά είμαι, πώς από δω;”, “ήρθα για να διαδηλώσω κατά των νέων μέτρων της κυβέρνησης”. “Να διαδηλώσεις πού;”. “Στη βεράντα σου”. Και πριν προλάβω να πω κάτι, ο φίλος μου ο Γιώργος με σπρώχνει και μπαίνει στο σπίτι, από πίσω του είναι περίπου 100 άτομα με σημαίες και πανό και ντουντούκες και όλα αυτά τα αξεσουάρ, μπαίνουν όλοι στο σπίτι και κατευθύνονται προς τη βεράντα μου, η οποία ξαφνικά έχει γίνει αρκετά μεγάλη ώστε να μπορούν 100 άτομα να κάνουν πορεία. “Δε μπορεί να συμβαίνει αυτό” σκέφτομαι, σταματάω για λίγο, ξανασκέφτομαι “δηλαδή όντως δε μπορεί να συμβαίνει αυτό, πραγματικά δε γίνεται”, προσπαθώ να καταλάβω τι έχει συμβεί, είμαι χαμένος μέσα στο ίδιο μου το σπίτι, ήμουν τόσο κοντά στο να ΑΡΑΞΩ, στο να μη κάνω απολύτως τίποτα μέχρι να με πάρει ο ύπνος και ξαφνικά έχω 100 άτομα στη βεράντα μου να φωνάζουν συνθήματα κατά της τρόικα. “Πρέπει να ηρεμήσω” λέω από μέσα μου και τότε θυμάμαι ότι στο σπίτι υπάρχει το Δωμάτιο της Ηρεμίας, εκείνο το δωμάτιο στο οποίο πηγαίνω μόνο σε έκτακτες περιπτώσεις, όταν πραγματικά υπάρχει ανάγκη. Τρέχω προς το δωμάτιο, ευτυχώς έχω το κλειδί πάνω μου, ανοίγω την πόρτα, μπαίνω, κλειδώνω από μέσα κα πέφτω ανάσκελα στο κρεβάτι που έχει μέσα, ξεφυσάω με ανακούφιση και σκέφτομαι ¨επιτέλους, ηρεμία”. Και είμαι έτοιμος να κοιμηθώ γλυκά, είμαι ακριβώς στη φάση “θα με πάρει ο ύπνος και όταν ξυπνήσω θα είναι όλα όπως πριν, χωρίς διαδηλωτές στη βεράντα μου και χωρίς ύπουλους ταξιτζήδες και χωρίς δημοτικά τραγούδια”. Και ξαφνικά ανοίγει η πόρτα του Δωματίου της Ηρεμίας.

Και είναι 3 διαδηλώτριες, οι οποίες έχουν φύγει από την πορεία και έχουν έρθει στο Δωμάτιο της Ηρεμίας. Με βλέπουν και λένε “α νάτος”. Αναρωτιέμαι τι μπορεί να με θέλουν, δείχνουν κάπως εχθρικές αλλά παίζει να είναι και η ιδέα μου. Τελικά δεν είναι, η πιο ψηλή από αυτές, αυτή με τη γαμψή μύτη η οποία αναγνωρίζεται από το υποσυνείδητο μου σαν “η αρχηγός” με κοιτάει με απαξιωτικό ύφος, σκέφτεται για λίγο τι θα πει και τελικά μου λέει “δε ντρέπεσαι λίγο; γιατί το στενοχωρείς το κορίτσι; τι σου έφταιξε;”. Είμαι έτοιμος να πω “μα τι έκανα;” αλλά συνειδητοποιώ ότι δε τις ξέρω καν αυτές τις τύπισσες, μα σοβαρά τώρα, πού κολλάνε; ΟΚ, δε φτάνει που εισβάλλουν στη βεράντα μου για να διαδηλώσουν, ξαφνικά έρχονται για να μου κάνουν κήρυγμα για κάτι τόσο προσωπικό; Κάτι τους είπε ο Γιώργος προφανώς, αλλά και πάλι. Θέλω να πω πολλά, θέλω να απολογηθώ, αλλά γιατί να απολογηθώ σε αυτές, θέλω να τις βρίσω και να σηκωθούν να φύγουν, ναι αυτό θέλω, αλλά ούτε αυτό κάνω τελικά, απλά σηκώνομαι και φεύγω. Και κατεβαίνω κάτω, στο σαλόνι.

Στο σαλόνι βλέπω κόσμο, σιγά μη δεν έβλεπα εδώ που τα λέμε, μα τι όνειρο είναι αυτό πια. Είναι το κορίτσι και κλαίει, είναι οι γονείς του, είναι όλοι οι φίλοι μου, είναι και κάποιοι άσχετοι οι οποίοι εικάζω ότι είναι είτε διαδηλωτές που κάνουν διάλειμμα είτε μέλη από κάποιο σύλλογο οδηγών ταξί, κάτι τέτοιο τέλος πάντων. Χαιρετάω αμήχανα, έχω παραιτηθεί εδώ και ώρα από το να προσπαθώ να εξηγήσω τι συμβαίνει, απλά περιμένω να δω τη συνέχεια. Η Ηρεμία μοιάζει να έχει χαθεί για πάντα ή έστω να έχει κρυφτεί σε κάποιο άλλο όνειρο. Δε μιλάει κανείς τους, αλλά όλοι με κοιτάζουν επικριτικά, (το κλασικό) τα μάτια τους βγάζουν φωτιές. Είμαι έτοιμος να πω “να σας φέρω κάτι να πιείτε;” αλλά με προλαβαίνει ο φίλος μου ο Γιάννης, ο οποίος με κοιτάει στα μάτια και μου λέει “ποιό είναι το πρόβλημα σου; τι σου φταίει το κορίτσι; γιατί τα κάνεις αυτά;” και εγώ πάλι σκέφτομαι “ας μου πει κάποιος τι έκανα”, αλλά δε μπορώ να πω τίποτα, έχω μερικές δεκάδες μάτια να με κοιτάνε επικριτικά, αισθάνομαι ότι σήμερα δικάζομαι, σήμερα κρίνομαι για τα πάντα. Και με πιάνει μια φοβερή αίσθηση κλειστοφοβίας. Ποτέ δε πίστευα ότι είχα κλειστοφοβία αλλά να που έκανα λάθος, είμαι εγκλωβισμένος και απλά θέλω να ξεφύγω από το σπίτι και από τους ανθρώπους με τα εχθρικά βλέμματα, θέλω να τελειώσουν όλα και να φύγουν όλοι και να μείνω μόνος. Και τότε θυμάμαι ότι όλα αυτά είναι ένα όνειρο, δε συμβαίνουν στην πραγματικότητα, αρκεί απλά να ξυπνήσω και θα τελειώσουν όλα. Και αρχίζω να φωνάζω στον εαυτό μου “ΞΥΠΝΑ”, αλλά ο εαυτός μου δε ξυπνάει. Πρώτη φορά μου συμβαίνει αυτό, ο στάνταρ τρόπος για να ξυπνήσω ήταν πάντα το να σκέφτομαι ότι βλέπω όνειρο, αλλά τώρα για κάποιο λόγο δε πιάνει. Φωνάζω ακόμα πιο δυνατά, ο κόσμος κοιτάει απορημένος, έχουν μπροστά τους ένα τύπο που δικάζεται να φωνάζει “ΞΥΠΝΑ” αντί να απολογείται. Αισθάνομαι την απορία και την αποδοκιμασία όλων τους, θέλω να ξυπνήσω, καταντάει ανυπόφορο αυτό το πράγμα, αλλά δε μπορώ με τίποτα. Λένε ότι τα όνειρα κρατάνε ελάχιστα δευτερόλεπτα, εγώ σε αυτά τα ελάχιστα δευτερόλεπτα, λιγότερα και από ένα τραγούδι Anal Cunt, έχω ακούσει όλα “τα τραγούδια που αγαπήσαμε”, έχω ταξιδέψει, έχω κλάψει, για πολλές γυναίκες έχω κλάψει και τώρα φιλοξενώ στο σαλόνι μου όλους τους γνωστούς και φίλους και το Π.Α.ΜΕ.

Δεν το μπορώ άλλο αυτό, είμαι χωμένος σε ένα όνειρο το οποίο ξέρω ότι είναι όνειρο και παρόλ’ αυτά δε μπορώ να ξεφύγω. Τα μάτια με κοιτάνε, το κορίτσι κλαίει, ξαφνικά το σαλόνι αρχίζει να γεμίζει μαύρο καπνό, η ατμόσφαιρα γίνεται αποπνικτική, τσούζουν τα μάτια μου, βήχω, “θα το ξεπεράσω” σκέφτομαι, “ένα όνειρο είναι”, “τελειώνε βρε γαμημένο”, αλλά το όνειρο δεν τελειώνει, όλοι με κοιτούν με μίσος, κάποιοι κλαίνε κιόλας, όλα τα βλέμματα είναι στραμμένα πάνω μου και εγώ κάθομαι στη μέση του δωματίου με την καρδιά μου να χτυπάει σε ρυθμούς Marduk. Αρχίζω να σκέφτομαι διακοπές, εξόδους με πολύ αλκοόλ και τέλεια διάθεση, σκηνές από το arrested development, γενικά οτιδήποτε θα μπορούσε να με μεταφέρει αλλού. Αλλά όχι, εγώ εκεί.

Και κάπου στο βάθος, μέσα από τον καπνό, βλέπω να πλησιάζει με γρήγορο βηματισμό προς το μέρος μου μια μεσήλικη κυρία, η οποία μοιάζει ταλαιπωρημένη αλλά και αποφασισμένη ταυτόχρονα. Φοράει μαύρη μπλούζα με τα αρχικά Α.Κ. γραμμένα πάνω, με κόκκινα γράμματα. Το μυαλό μου πάει στους διαδηλωτές, αλλά όσο πλησιάζει αρχίζω να παρατηρώ με περισσότερη προσοχή τη μπλούζα της, όχι δεν είναι αρχικά τελικά, είναι δυο ολόκληρες λέξεις , κάτσε να δεις τι γράφει… Ανά…Ανακοπή Καρδιάς. Τέλεια.

Και ακριβώς εκείνη τη στιγμή, λίγο πριν η Ανακοπή Καρδιάς με φτάσει και με αγκαλιάσει και μου ψιθυρίσει στο αυτί “ti gamises lol”, λίγο πριν τελειώσουν όλα οριστικά και αμετάκλητα, μερικές ώρες (ας είμαστε ρεαλιστές) πριν έρθει το ασθενοφόρο να με μαζέψει, παραδίνομαι. Αισθάνομαι ηττημένος, θεωρούσα τον εαυτό μου σκληρόπετσο αλλά δεν αντέχω άλλο, δε μπορώ να τα αντιμετωπίσω όλα αυτά μόνος μου, η μάχη χάθηκε, οι κακοί κέρδισαν. Και γυρνάω προς το μέρος τους, αδύναμος και ταπεινωμένος, κοιτάζω το κορίτσι στα μάτια και με χαμηλή φωνή λέω “απλά ήθελα να είμαι ευτυχισμένος”. Και ξυπνάω.

Κανείς δεν πρόλαβε να μου πει ποτέ τίποτα στο όνειρο. Καμία διευκρίνηση δε δόθηκε, καμία απορία δε λύθηκε. Στην αρχή απογοητεύτηκα, μετά θύμωσα, ήλπιζα μέσα μου αυτό το όνειρο να μου προσφέρει κάτι παραπάνω, να μου δώσει μια απάντηση, να μου δείξει αυτό που πριν δε μπορούσα να δω επειδή ήταν καλά κρυμμένο κάπου στα ενδότερα του μυαλού μου. Κλασικός φυγόπονος άνθρωπος. Εν τέλει αποφάσισα ότι κάποια πράγματα μάλλον πρέπει να τα βρεις μόνος σου, ξύπνιος, αντιμέτωπος με την πραγματική ζωή. Γιατί μάλλον υπάρχουν ταξίδια στα οποία ο προορισμός δεν είναι προκαθορισμένος, δεν ξέρεις πόσο θα διαρκέσουν και γι’αυτό δε μπορείς να γνωρίζεις από πριν πού θα φτάσεις. Και αποφάσισα να ξεκινήσω το ταξίδι, ελπίζοντας ότι κάποια στιγμή θα καταλάβω πότε πρέπει να σταματήσω. Μάζεψα τα πράγματα μου, έκλεισα τον υπολογιστή, τσέκαρα αν είναι κλειδωμένες οι μπαλκονόπορτες και βγήκα έξω στο δρόμο. Δεν ήξερα πού να πάω, δεν είχα πού να πάω, οπότε αποφάσισα να το πάρω αντίστροφα από εκεί που έμεινα. “Απλά ήθελα να είμαι ευτυχισμένος”.

~ από homemademaggotbeer στο 29 Δεκεμβρίου, 2011.

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

 
Αρέσει σε %d bloggers: