Μεγάλο Τραγούδι #2
Δεν ξέρω αν μπορώ να ακολουθήσω πλήρως το πνεύμα της αρχικής ιδέας γι’ αυτά τα post και η επιλογή μου σίγουρα είναι αρκετά πιο safe και προβλέψιμη (ο Barry σίγουρα θα γκρίνιαζε) από ένα οποιοδήποτε τραγούδι των Swans, αλλά κάναμε μια σχετική συζήτηση σε μια παραλία πρόσφατα και δεν ήθελα να αφήσω να πάει χαμένη η ευκαιρία.
Κακά τα ψέμματα, οι Madrugada είναι ένα συγκρότημα που αρέσει σε πολύ κόσμο. Σίγουρα ένα μεγάλος μέρος αυτού του κόσμου θα μας γύριζε τα άντερα αν το γνωρίζαμε, ένα άλλο μέρος θα μας ήταν παντελώς αδιάφορο, κάποιοι ελαφρώς συμπαθείς, ενώ σίγουρα θα υπήρχαν και λίγοι που θα μας φαίνονταν ok ατομάκια, αν κάναμε τα extra βήματα για να τους γνωρίσουμε. Έχουμε μάθει όμως να είμαστε πολύ εγωιστές με τη μουσική μας και μας κακοφαίνεται όταν πράγματα που έχουν γατζωθεί στα ίδια μας τα σωθικά προκαλούν εξίσου έντονα συναισθήματα σε πολλούς άλλους που δεν ελέγχουμε. Δεν ξέρω αν είναι καλό ή κακό αυτό, και δεν με πολυνοιάζει κιόλας. Έχω εκφράσει συχνά ανάλογα συναισθήματα και δεν μετανιώνω γι’ αυτά.
Η πρώτη μου επαφή με τους Madrugada ήρθε σε ιδιαίτερα περίεργη περίοδο για μένα, τόσο μουσικά, όσο και προσωπικά, και αυτό έκανε ακόμα πιο εύκολη την προσκόλλησή της στο μικρο-σύμπαν μου. Δεν θυμάμαι ποιος μου τους έμαθε, είμαι σχεδόν σίγουρος ότι δεν διάβασα απλά κάπου γι’ αυτούς, ήταν κάποιος γνωστός που με ώθησε να τους δοκιμάσω. Ήταν 2-3 χρόνια μετά την κυκλοφορία του “A Nightly Disease” κάπου στο 2003-2004. Το γεγονός ότι ήταν και ψιλο-σκατά εποχή σε πολλαπλά επίπεδα ταίριαξε με τα περισσότερα από τα συναισθήματα που έβγαζε η ίδια η μουσική τους. Θυμάμαι όμως με απόλυτη σιγουριά ότι τα δυο πρώτα πράγματα που άκουσα από αυτούς ήταν το “A Deadend Mind” και το τραγούδι που θα μας απασχολήσει εδώ, το “The Frontman”.
Δεν ξέρω και γω πόσες φορές έχουμε κάνει μεταξύ μας τη συζήτηση για το καλύτερο/τα καλύτερα τραγούδια των Madrugada. Ακόμα και γω καταλήγω κάθε φορά σε διαφορετικά αποτελέσματα. Αυτό μπορώ να το θεωρήσω μόνο ως θετικό γεγονός για τη σημασία του συγκροτήματος στη ζωή μας. Μπορώ να μιλήσω με εξίσου ισχυρά επιχειρήματα για πολλά ακόμα από τα τραγούδια τους, σχεδόν για την ολότητα των δυο πρώτων κυκλοφοριών τους και για μεγάλο των επόμενων δουλειών τους. Η επιλογή του να συμπεριλάβω το “The Frontman” σε αυτή την κατηγορία, εντοπίζεται σε δυο, κυρίως, λόγους που είναι απόλυτα εγωιστικοί και δεν αφορούν σχεδόν καθόλου την, αντικειμενικά τεράστια, μουσική αξία του τραγουδιού. Ο πρώτος είναι ακριβώς ότι ήταν η πρώτη μου επαφή με μια μουσική που έγινε δική μου σχεδόν άμεσα και η οποία ήρθε σε μια περίοδο ιδιαίτερου μουσικού ανοίγματος, πολύ ενδιαφέρουσα, η οποία μπορώ να πω οτι διαμόρφωσε τη συνέχεια. Ο δεύτερος είναι μια φράση που περιέχει το τραγούδι στο refrain του, το “I tried, I tried so hard I could only fail”. Μια φράση που περιγράφει με εκνευριστική ακρίβεια ένα μεγάλο μέρος της ύπαρξής μας.
Το ίδιο το τραγούδι μιλάει πολύ εύγλωττα για ένα θέμα που έχει αναλυθεί χιλιάδες φορές από χιλιάδες μουσικούς, αλλά τελικά όλοι ξέρουμε ότι τα μεγαλύτερα τραγούδια τις περισσότερες φορές μιλάνε απλά για ραγισμένες καρδιές, απόρριψη και πόνο και θλίψη και απώλεια. Το ίδιο το κομμάτι μοιάζει να περιγράφει μια προσπάθεια επαναπροσέγγισης, ο Hoyem στην αρχή είναι σχεδόν απολογητικός (“it’s a mellow song and I mean it well”) και μοιάζει να μιλάει κοιτώντας χαμηλά, αλλά όσο προχωράει το τραγούδι και η ένταση μεγαλώνει, δείχνει ότι μάλλον συνειδητοποιεί την μάταιη είναι αυτή η προσπάθεια, ο ίδιος στίχος λίγο αργότερα μοιάζει να απευθύνεται αυτή τη φορά περισσότερο στον ίδιο του τον εαυτό, παρά σε κάποιον άλλον. Όσο προχωράει το κομμάτι και οι υπόλοιποι από πίσω του ανεβάζουν τους τόνους, οι ίδιοι οι στίχοι του καταλήγουν σε ένα αναπόφευκτο συμπέρασμα. Η τελευταία επανάληψη του “I tried, I tried so hard I could only fail” περιέχει μέσα της όλο το ζουμί του τραγουδιού. Μερικά πράγματα μάλλον πρέπει να αφήνονται ήσυχα, όσο και αν δεν μας αρέσει.
Την μεγαλύτερη δουλειά στο κομμάτι κάνει η κιθάρα του μακαρίτη Burås, η οποία επαναλαμβάνει 2-3 φράσεις, τόσο επιτυχημένες που κρατούν όλο το σώμα του κομματιού στους ώμους τους. Στο τέλος δε καταφέρνει να φωνάξει περισσότερο και από τον ίδιο τον Hoyem. Ίσως η μεγαλύτερη γοητεία του τραγουδιού είναι στο ότι το ξέσπασμα στο τέλος του έχει να κάνει περισσότερο με απογοήτευση παρά με κάθαρση. Κάποιες φορές ακόμα και η ματαιότητα των πραγμάτων μπορεί να προσφέρει ώθηση. Για τον Hoyem δεν χρειάζεται να ειπωθούν και πολλά πράγματα. Προικισμένος με μια εκπληκτική φωνή και αρκετά ταλαντούχος στιχουργός ώστε να γράφει στίχους που σου αρέσουν χωρίς να χρησιμοποιεί ιδιαίτερα εντυπωσιακά τεχνάσματα. Μάλλον και γι’ αυτό είναι και τόσο πετυχημενος, ενώ η ικανότητά του να δημιουργεί εικόνες που εντυπώνονται στο μυαλό σου (ικανότητα που είναι ακόμα πιο εμφανής στο “Industrial Silence” κατά τη γνώμη μου) σε κάνει να βλέπεις μπροστά σου τα τραγούδια με διαυγέστατη καθαρότητα καθώς τα ακούς.
Με το “Nightly Disease” οι Madrugada διατηρήθηκαν στα δυσθεώρητα ύψη που έπιασαν με το ντεμπούτο τους, και το “The Frontman” αποτελεί μάλλον την κορυφή του νέου βουνού τους. Και αν η συνέχεια με το “Grit” τους οδήγησε σε μια βουτιά σχεδόν ανεξήγητη, η μετέπειτα πορεία τους έδειξε ότι είχαν τα αποθέματα να δημιουργήσουν ακόμα μεγάλη μουσική (έστω και τελικά τα δυο πρώτα τους album παρέμειναν άπιαστα). Ο θάνατος του Burås το 2007 και η διάλυση του συγκροτήματος το 2008 τους πέρασαν στην ιστορία με μια ζηλευτή κληρονομιά. Και τώρα που μπαίνουμε στην τέταρτη δεκαετία της ζωή μας σιγά σιγά, θα μας θυμίζουν πάντα το ξεκίνημα της τρίτης, άλλοτε επεισοδιακό και άλλοτε όχι. Τελικά τι παραπάνω θέλετε από το “I find I’m very, very, hard to define”; Ματαιοδοξία και αυταπάτη; Ίσως μας χρειάζεται μερικές φορές για να ξεπερνούμε κάποια πράγματα.
Καλά τα λες αλλά εμένα μου σηκώνεται η τρίχα όταν ακούω τον Hoyem να τραγουδάει «I can’t even wait to get away from you» απο το the kids are on high street παρόλο που αυτός ο δίσκος είναι μαλλον ο πιο μέτριός τους. Περί ορεξεως..