Günter Scℏickert’s Samtvogel
Είναι για τα καλά 2011 και δεν θυμάμαι φυσικά τα ακριβή συμβάντα που με ανάγκασαν στο παρελθόν να σταματήσω να αφιερώνω ολόκληρες δημοσιεύσεις σε συγκεκριμένα albums. Σίγουρα ήταν κάτι τραυματικό, διότι κάθε φορά που σκεφτόμουν να αφιερωθώ στην παρουσίαση του Ενός που μου έτρωγε το κεφάλι, κάτι συνέβαινε και τελικά τίποτα. Τις περισσότερες φορές ήταν η κάποια_βαρεμάρα μου, ενώ μέχρι να παρθεί η απόφαση, ο στιγμιαίος ενθουσιασμός είχε πλέον παρέλθει και το κείμενο θα έσερνε επιπλέον τη δική του βαρεμάρα. Η παρούσα στιγμή όμως είναι διαφορετική, διότι βρίσκομαι στην περίοδο εκείνη του έτους που η εγκεφαλική λειτουργία είναι περισσότερο νεκρική ακαμψία, όπου τα τσιγάρα έχουν πάλι αυτή την πανηλίθια γεύση ενώ διανύουμε τις ημέρες που ο Darth Vader λατρεύει τα πηγάδια δέλτα. Ελπίζω να έγινα σαφής. Η μουσική πρέπει να βάζει τα δυνατά της μια τέτοια εποχή. Να μην επιβάλλει αντιαθλητικά τον ρυθμό της. Να μην με τρέχει κάθε δύο λεπτά να την αλλάζω. Να μη μου τραγουδάει λυρικά και να μη με κερνάει μελωδίες: Θα αποτύχω και θα φταίει εκείνη. Αν δεν συνεργαστεί. Πρέπει να είναι μαζί μου, συνοδοιπόρος, με αγνά κίνητρα και να μου βγάζει το ιδιαίτερα πολύτιμο συναίσθημα της γαλήνης, να μου δημιουργεί σκέψεις πως είμαι τυχερός που υπάρχει Αυτός ή Εκείνος ο συγκεκριμένος δίσκος κοντά μου σε Αυτή Ακριβώς την κατάσταση του έτους. Είναι οι μέρες που χρειάζομαι τέτοια albums.
Και ήρθε η ώρα να μιλήσω για το «Samtvogel» του Günter Schickert. Δεν ακούτε πρώτη φορά το όνομα. Αν έχετε το πρώτο LP των Nurse With Wound, σίγουρα θα έχετε διαβάσει την περίφημη λίστα του Steven Stapleton με τα ονόματα των καλλιτεχνών που τον επηρέασαν από τα 70’s. Και αν τότε στο ξεκίνημα, το 1979, η λίστα λειτουργούσε σαν φόρος τιμής στους αγαπημένους του μουσικούς, σήμερα, δεδομένης της μετέπειτα πορείας των NWW, κάθε αναφορά εκεί φέρει ιδιαιτέρως βαρύνουσα σημασία –και- ως κάτι που ενέπνευσε την πορεία του Stapleton : η λίστα δεν μπορεί παρά να περιλαμβάνει Μεγάλους Καλλιτέχνες. Το όνομα του Günter Schickert είναι εκεί, γιατί δεν θα μπορούσε να μην είναι. Μια δεύτερη περίπτωση είναι να έχετε συναντήσει κάποια κριτική του «Samtvogel» στο Head Heritage του Julian Cope. Και αν πίνουν αυτοί οι δύο τύποι νερό στο όνομά σου, κάτι πάει καλά. Ωστόσο, η γνωριμία μου με το εν λόγω album ήταν διαφορετική. Εγώ απλά έψαχνα να βρω ένα ή δύο albums του Carl Michael Von Hausswolff, όταν με αφορμή αυτό, σε γνωστό αθηναϊκό δισκοπωλείο (το οποίο περιλαμβάνει LP section με σημείωση NWW LIST!) έπεσα πάνω σε ένα καταπληκτικό εξώφυλλο και ένα αυτοκόλλητο που περιέγραφε πως μέσα στον δίσκο ακούγεται κάτι που τελοσπάντων μοιάζει με Syd Barrett και ακούγεται -φωνητικά κυρίως- σαν τον Damo Suzuki στο «Tago Mago». Αυτά ήταν από μόνα τους αρκετά, αλλά τα περαιτέρω σχόλια πως είναι σαν Simon Finn και πως ήταν μέλος των GAM, έκανε τα πράγματα ιδιαιτέρως πιο απλά, σε εποχές που η απλότητα των πραγμάτων ήταν –και είναι- ένα γενναίο ζητούμενο. Ο λόγος που σήμερα διαβάζετε για το «Samtvogel» και όχι για τους Gila, τους Magma ή τους Dzyan, είναι πως βρίσκω τόσο μεγαλείο σε αυτό το album, που είναι δίπλα στις πολύ τεράστιες στιγμές του είδους. Στην δική μου κλίμακα. Δεν λέω kraut rock, επειδή είναι εύκολο και κυρίως επειδή εδώ δεν έχουμε κανενός είδους rock. Σε πρώτη φάση έστω. Σε αντίθεση με τις ομοιότητες με Can του παραπλανητικού sticker, στο πρώτo album του Schickert υπάρχει το rock των Tangerine Dream των «Electronic Meditation» και «Zeit», το rock του πρώτου album των Ash Ra Tempel και του «Cyborg» του κοινού παρονομαστή (όλων των 70’s) Klaus Schulze. Αυτής της συνομωταξίας μουσικές, και θα τολμήσω το σχόλιο «και του ίδιου επιπέδου». Και λίγοι Kraftwerk πρώιμοι για την δεύτερη πλευρά. Όσες φορές αναρωτήθηκα γιατί δεν μπορούν σήμερα να υπάρξουν μαζικά μουσικά κινήματα της ανάλογης σημαντικότητας με αυτή που στα 70’s γιγάντωνε τα μεγάλα όπλα της, βολευόμουν με την αιτιολογία πως ζούμε σε πραγματικά βαρετούς και αλλοτριωμένους καιρούς και δύσκολα μπορούμε να αντλήσουμε μαζικά ερεθίσματα από αυτούς ώστε να τους μετουσιώσουμε σε ειλικρινή δημιουργία. Αποθεώνουμε τους παλιούς καλλιτέχνες όταν επιστρέφουν στον ήχο που εγκατέλειψαν πριν εκατόν χρόνια διότι απέτυχαν στην πορεία. Ζούμε στους καιρούς των ανελέητων κινηματογραφικών sequel και πανηγυρίζουμε με πράγματα που μας θυμίζουν μια κατάσταση (που ζήσαμε ή και χειρότερα, δεν ζήσαμε) όπου αυτά ήταν επίκαιρα εν τη γενέσει τους ή και χειρότερα, απλά πρόσφατα. Μαζικά, έχουμε ξεμείνει για τα καλά από ιδέες. Γιατί; Γιατί δεν υπάρχει σοβαρό σύγχρονο backround. Δεν θέλω να νομίσετε πως νοσταλγώ το παλιό καλό Βερολίνο πριν πέσει το τείχος, πως φαντασιώνομαι πως πηγαίνω στο δυτικό για να γλιτώσω το στρατό και γίνομαι μέλος μιας ελευθεριακής γκρούπας που δεν έχει ως πρώτο πλάνο να διαφοροποιηθεί μανιακά από τις υπόλοιπες, αλλά δημιουργεί Τέχνη σαν παλαβή. Αλλά α) ζω σε μια εποχή που κάποιοι πουλάνε entertainment για να οικειοποιηθούν περισσότερο τα παραπάνω, και β) ακούω ξεκάθαρα στο LP, τώρα που σας γράφω, πως ο Günter Schickert στο «Samtvogel» κάνει μουσική Όλο τον παλμό των προσωπικών βιωμάτων του. Χωρίς μεταφραστικές οδούς για να απολαμβάνει ο κόσμος το αντικείμενο «γνωρίζοντας πως είναι μια καταπληκτική μεταφορά χωρίς να πολυκαταλαβαίνει την μεταφορά την ίδια», όπως -περίπου- έλεγε και ο Werner Herzog για το Fitzcarraldo του. O Gunter πίνει το brandy του, την άλλη μέρα μπαίνει στο studio για one take αυθόρμητο γράψιμο, φυσικά ολομόναχος, με τη μοναδική βοήθεια ενός διπλού tape recorder ως μοναδικού μέσου ηχογράφησης, γεγονός που του κοστίζει τρεις μήνες δουλειάς, καθώς αν γίνει ένα τοσοδά λαθάκι πρέπει να επαναλάβει όλη την πλευρά από την αρχή, πράγμα που κάνει και μπόλικες φορές. Καταφέρνει να ακούγονται τα πάντα που τον απασχολούν. Μακριά από ναρκωτικά και ουσίες, καταφέρνει να χαρίσει ένα τεράστιο ψυχεδελικό trip μέσω της αγωνίας του αυτής για ένα κόσμο που αριστεροδεξιά του δεν θα υπήρχαν όπλα, τείχη και όλα όσα μπορούσε να βιώνει ένας άνθρωπος στο Βερολίνο στις ευαίσθητες καταστάσεις που αυτό πέρασε. Το «Samtvogel» εμπεριέχει τον απαραίτητο εκείνο συνδυασμό οργής και πίκρας που αδυνατεί να εκφράσει τις ελπίδες του για ένα καλό κοσμάκη με τα ανάλαφρα standards της άλλης pop με το λουλούδι στο αυτί. Μια αντιπολεμική κραυγή με όλη της τη σκοτεινή μεγαλοπρέπεια. Στοιχηματίζω πως ο Bryn Jones λάτρευε αυτό τον δίσκο. Και δε νομίζω πως χρειάζεται πια να αναφέρω πως αποτελεί την προσωπική μου Πρώτη Πανηγυρική Αναφορά όταν η κουβέντα περιστρέφεται γύρω από οτιδήποτε πρώιμο minimal/experimental υπήρξε ποτέ, που δεν είναι Ανάγκη να παραπέμπει σε ωδεία σαν προϋπόθεση. Αυτός ο δίσκος αντιπροσωπεύει τον λόγο που με σπρώχνει στο λάκκο με τους σκατένιους μεγαλεπίβολους και κακογραμμένους διθυράμβους, που τόσο λατρεύω να μισώ. Όλη η ειλικρίνεια του kraut κινήματος, όλη του η ποιότητα και η ουσία είναι συμπυκνωμένη στο «Samtvogel» και σε μερικά άλλα LPs για τα οποία θα σας γράψω καμιά τέτοια σαχλαμάρα πάλι του χρόνου τέτοιες ημέρες. Αν ήμασταν download blog θα ακολουθούσε ένα link, αλλά λετ εμ ράιοτ, γουι αρ σονικ ντεθ μάνκι και όλη αυτή η τζαζ
Ο Günter Schickert κυκλοφόρησε μόνος του το «Samtvogel» το 1974 χωρίς να εμπλέκεται κάποιο label. Ακολούθησαν δύο εκδόσεις σε δίσκο την επόμενη χρονιά και μια επανέκδοση του 2010, πάλι σε δίσκο. Ψηφιακό «Samtvogel» δεν έχουμε ακόμα, και απορώ που δεν το σκάρωσε η Durtro κάποια στιγμή στα 90’s. Η προσωπική του δισκογραφία περιλαμβάνει και άλλα albums, ενώ όπως αναφέρα πριν, είναι υπαίτιος και για το αριστούργημα «Eiszeit» των GAM, αναμφισβήτητα στις κορυφές της rock μουσικής, χωρίς να έχω όρεξη να υπερβάλλω περαιτέρω.
Εξώφυλλο :
(της επανέκδοσης)
θα καταφέρει το σαμβόγιε, σε αυτές τις ώρες αγωνίας, να βοηθήσει τον άμοιρο ακροατή να υπερπηδήσει όλες τις δυνατές δέσμιες καταστάσεις που τον περιορίζουν, να σπάσει της αλυσίδες του, να ελευθερωθεί από τα δεσμά του και να σκεδαστεί σαν σωστός ελεύθερος άνθρωπος;
Η συνέχεια έπεται.