…και λίγο Amsterdam

Τρία λευκά απαγορευτικά Χ (γυρισμένοι σταυροί, καλύτερα) πάνω σε τυπικό μαυροκόκκινο χρωματισμό, και η όμορφη ξεφαντωτική πόλη του Amsterdam με κάλεσε στην αγκαλιά της να δω και γω πόσο όμορφη είναι. Το Amsterdam είναι μια πόλη που χτίστηκε στις αρχές του περασμένου αιώνα, από αγανακτισμένους ποδηλάτες που βαρέθηκαν να κάνουν ποδήλατο στην εξοχή και ήθελαν απεγνωσμένα κάποια υποψία καυσαερίου. Δεν την βρήκαν και πάλι, αλλά τουλάχιστον ήρθαν κάποια ναρκωτικά ώστε να παλευτεί η κατάσταση. Το Amsterdam έχει πολλά κανάλια, που συνήθως είναι το ίδιο ένα, που κινείται ταυτόχρονα με εσένα ώστε να σε μπερδέψει. Πάνω που το άφησες, στο επόμενο στενό το ξανασυναντάς. Γυρίζεις πίσω έντρομος, και βρίσκεται πάλι πίσω σου. Κοιτάς πάνω, και ευτυχώς έχει λιακάδα και ζέστη και αρχίζεις το περπάτημα. Εγώ όλα αυτά.

ένα κανάλι

ένα κανάλι

Η προτεσταντική «δες με!» αρχιτεκτονική είναι ένα ανθρώπινο μυστήριο, αλλά όχι μεγαλύτερο από την μουσική της πόλης. Η λέξη «μυστήριο» φτιάχτηκε για κάτι τέτοιες περιπτώσεις. Σε ένα μέρος άκουσα σερι λίγο Pavaroti, Andrea Bocelli, το Macarena, κάτι θλιβερές όπερες για ένα τέταρτο, μετά το Freestyler, και το πράγμα πήγαινε κάπως έτσι για ώρες, παντού. Για τα λεγόμενα «Coffee Shops» έχω την εξήγηση πως όσο σε ξενερώνει η μουσική, τόσο περισσότερα «ναρκωτικά» θέλεις για να περάσεις όμορφα. Και άμα τύχει και πάρεις πολλά, ό,τι και να παίζει θα σου αρέσει. Οπότε να γιατί. Για τα υπόλοιπα μέρη παραμένει μυστήριο πάντως, μια απορία συνεχίζει (σχεδον εκστατικά) να αιωρείται. Το Άμστερνταμ έχει μουσεία, sex shops, πάρκα, πατάτες, coffee shops και πολύ τουρισμό. Τα μουσεία απέξω ήταν ωραία, τα sex shops απέξω ήταν ωραία, τα πάρκα ήταν ωραία (μέσα-έξω), οι πατάτες ήταν ωραίες, τα coffee shops ήταν ωραία, μέχρι και ο πολύς τουρισμός ήταν ωραίος. Οπότε καιρός να περάσουμε στα ακόμα πιο ωραία. Η μουσική που ακουγόταν στο Amsterdam δεν έδινε και ακριβώς την καλύτερη απόδοση για ύπαρξη ωραίου avant garde δισκάδικου κάπου ανάμεσα στα μουσεία του σεξ, σε δυτικο-ταϋλανδέζικο tapas take away και στο ΕΠΙΚΟ coffee shop με όνομα TERMINATOR που εθεάθη. Οπότε έπρεπε να ψάξουμε. Και βρήκαμε. Και ήταν τρία. Και το ένα ήταν κοντά. Και τα άλλα δύο, ακριβώς στην άλλη άκρη της πόλης. Το κοντινό ήταν όμορφο και είχε μόνο δίσκους, ενώ το ένα μακρινό είχε και δίσκους και cd και ήταν συμπαθές.

Ο Νικόδημος στην μοναδική (αυστηρά) ά ρε πατρίδα αναφώνηση που επιτρέπεται

Ο Νικόδημος στην μοναδική (αυστηρά) "ά ρε πατρίδα" αναφώνηση που επιτρέπεται

Το δεύτερο μακρινό όμως, το Distortion Records ήταν ο παράδεισος. Ήταν στη φόρμα του δισκοπωλείου που μια μέρα θα ανοίξουμε, εμείς εδώ. Είχε βινύλια παντού, η μισή από την (πραγματικά πολλή) ώρα που κάθισα εκεί μέσα, ξοδεύτηκε στο κουβάλημα/μετακίνηση δίσκων, ώστε να μπορέσω να δω (απλά) που βρίσκονταν οι υπόλοιπες στοίβες. Πολλή σκόνη, ψάξιμο, μηχανή με καφέ, flyers παντού, βινύλια πιο παντού, ωραία βιτρίνα και ακόμα πιο ωραία περιοχή τριγύρω, θέλησα προς στιγμήν να μείνω εκεί. Να βάλω ένα στρώμα ανάμεσα στις στοίβες DETROIT TECHNO, RALPH RECORDS και MUTE RECORDS, και να περάσω το υπόλοιπο της ζωής μου ακούγοντας όλα τα LPs που υπάρχουν εκεί. Δεν θα προλάβαινα βέβαια, δεν θα υπήρχε χρόνος, αλλά. Φεύγοντας, συνειδητοποίησα πως δεν είχα δει ούτε το ένα δέκατο από ό,τι υπήρχε εκεί μέσα. Αυτό ήταν το ένα μέρος που αγάπησα παράφορα, αλλά ίσως αγάπησα λίγο περισσότερο το δεύτερο, το νυχτερινό club Korsakoff. Εδώ μιλάμε για μια κατάσταση γενναίας παρακμής. Και αν σκέφτεστε την παρακμή ως γυμνές δεκαοχτάχρονες να κάνουν χάρες για σκάρτη πρέζα, φτηνά ναρκωτικά, ψαγμένο αλκοόλ, δυνατές μουσικές, και άλλα τέτοια του διαβόλου, δεν αναφέρομαι σε τέτοια παρακμή, αυτή είναι η ωραιοποιημένη παρακμή των ακατάλληλων -κατά αντίστοιχη PMRC- ταινιών για αμερικανίδες εφήβους. Η ουσιαστική παρακμή του Korsakoff συγκέντρωνε πχ δέκα είδη τελευταίας καμμενιάς σε δέκα διαφορετικούς ανθρώπους. Η τελειωμένη μπάντα που έπαιζε live κακό industrial-tecnho για να λικνιστεί ξαφνικά ο x γιάπης υπερλιώμας που καθόταν ακίνητος επί δίωρο πίνοντας μπόμπες. O -φυσικά- απαράδεκτος DJ που έβαζε early 90’s dance για να σηκωθεί να χορέψει η υπερμεγέθης barwoman που λίγο πριν της ζητούσα vodka λεμόνι και μου έδινε σκέτη vodka και μια φέτα λεμονιού. Ο ανάπηρος εξηνταπεντάχρονος ρακοσυλλέκτης με ροζ γυαλιά, χωρίς δόντια, που στα τρελά κέφια χόρευε κουνώντας στον αέρα τις πατερίτσες του, ενώ πριν τον κουβαλούσε όλο το μαγαζί για να τον καθίσει σε κάθισμα. Τέτοια παρακμή. Οποιοσδήποτε αηδιαστικός τύπος πέρασε ή κατοίκησε ποτέ στο Amsterdam, σίγουρα αγάπησε το Korsakoff και δεν αποτελώ καμία εξαίρεση. Δεν έχω τελειώσει ακόμα με το μέρος, θα υπάρξει συνέχεια, κάπως, κάποτε. Πήγαμε και σε μια θεατρική παράσταση, η οποία ήταν υπέροχη. Πλάκα κάνω. Ήταν μαύρο χάλι, αλλά ήταν τόσο χάλι που δε μετάνιωσα που πήγα. Για την ακρίβεια, ίσως και να ξαναπήγαινα, κάπως, κάπου, κάποτε, κλπ.

Δεν θα αρχίσω να ανησυχώ ακόμα για όλα αυτά.

άλλο ένα κανάλι

άλλο ένα κανάλι

Στη νέα παράγραφο που ξεκινά, θα μοιραστώ μαζί σας λίγη από την χαρά μου. Ο βασικότερος λόγος που ξεκουνήθηκα από την ψωροκώσταινα, δεν ήταν ο τουρισμός ή η αλλαγή παραστάσεων. Οκ, το δεύτερο ήταν, αλλά όχι για την παράγραφο αυτή. Για την παράγραφο αυτή, ο σημαντικότερος λόγος ήταν η επίσκεψη στο Paradiso Club, ένα από τα δύο μεσαιομεγάλα venues του Amsterdam (μαζί με το Melkweg), όπου την Πέμπτη, 23 του Απρίλη, εμφανίστηκε εκεί ο Bonnie «Prince» Billy ή the «Will Oldham’s mask of sorrow» όπως έλεγε στο Wire.

Το Paradiso είναι με τεραστιότατη διαφορά ο καλύτερος συναυλιακός χώρος που έχω δει ποτέ. Παλιά εκκλησία (με ανάλογη φυσικά ακουστική), με τη σκηνή στο κατάλληλο ύψος ώστε να βλέπεις τα πάντα από οποιοδήποτε σημείο βρίσκεσαι. Με υπέροχο φωτισμό. Κατάφερε να γεμίσει και να είναι εξαιρετικά ευρύχωρο, χωρίς ιδιαίτερο συνωστισμό σε σημεία. Το σημαντικό είναι πως η ατμόσφαιρα είναι πραγματικά ευχάριστη και υποθέτω πως ο κόσμος χαίρεται στα αλήθεια να βλέπει συναυλίες εκεί. Εγώ πάντως χαιρόμουν σίγουρα, τόσο κατά την απέξω αναμονή, όσο και κατά τις υπόλοιπες preshow δραστηριότητες (μπύρες στο bar, αφανισμός του merch) εντός του μαγαζιού.

Ακριβώς την ώρα που είχε ανακοινωθεί, δύο νεαροί τύποι έπιασαν κιθάρα και drum sticks, ενώ η ασύλληπτης ομορφιάς και γλυκύτητος Susanna έκατσε στο πιάνο, με τις παρτιτούρες της, με το μικρόφωνό της, με τα όλα της. Την Susanna την αγαπούσα από τα χρόνια τα παλιά, από όταν πρωτοάκουσα το «Melody Mountain» (δεν είχα ακούσει το πρώτο της), και σίγουρα ισοδυναμεί με μια χαρά το να βλέπεις έναν καλλιτέχνη που ειλικρινά δεν πίστευες πως υπάρχει περίπτωση να. Ξεκίνησε με το «Wild is the Wind» της Nina Simone, λιτά, όμορφα, με τους άλλους δυό να σιγοντάρουν drone-οειδώς και εντέχνως στο παρασκήνιο, ενώ η φοβερή εκτέλεση του «Jailbreak» των Thin Lizzy που ακολούθησε ήταν η λεγόμενη ικανή και αναγκαία για τον αισθαντικό πλουραρισμό που μια όμορφη μελωδία μπορεί να σου προκαλέσει. Η πρώτη δε εμφάνιση του Bonnie στη σκηνή, ήταν όταν αμέσως μετά ανέβηκε για να πουν μαζί το «Without you». Μοναδικό δυσάρεστο, το μόλις μισάωρο set. Θα μπορούσα να την ακούω για πολλή ώρα να διασκευάζει ό,τι της κατέβει.

η Susanna

η Susanna

Ελάχιστα μετά το πέρας της νορβηγίδας, το πιάνο μετακινήθηκε, και αντικαταστάθηκε με μια ηλεκτρική κιθάρα, ένα κοντραμπάσο και ένα βιολί. Τα τύμπανα έμειναν ως είχαν, ενώ η τετραμελής μπάντα του Will Oldham ανέβηκε μαζί του στη σκηνή και κάθισε αμέσως στη θέση της. Ο μουρλός θιασώτης της alternative country, indie rock ή τέλοσπάντων οτιδήποτε τέτοιου, ήταν στις κεφάτες μέρες του μήνα. Είχα φανταστεί τη συναυλία ως ψυχοφθόρο «another day full of dread» οδυρμό απόγνωσης (απλά ακούστε την εκτέλεση στο «Black Sessions), με ένα δάκρυ να διστάζει, μα τελικά να κυλάει. Το σχέδιο ήταν άλλο όμως, και το σαφές στήσιμο banjo απόντος, έφερνε πολύ περισσότερο σε «rock» παρά σε «country». Τα τραγούδια βέβαια έβριθαν ποικιλίας, με την αρχή να είναι αισθητά πιο εύθυμη από τη συνέχεια. Ο Bonnie «Prince» Billy είναι εξαιρετικός μουσικός, και δεν είναι υπερβολή το να μιλάμε για μια εντελώς ιδιαίτερη περίπτωση καλλιτέχνη όταν αναφερόμαστε σε εκείνον. Αυτό που μου έδειξε όταν τον είχα στα πέντε μέτρα, ήταν πως είναι και μεγάλος frontman. Ομιλητικός και αστειάτορας όταν το κλίμα το σήκωνε, κατανυκτικός και μελαγχολικός στις υπόλοιπες απαραίτητες στιγμές. Σε ένα παρενθετικό σχόλιο, δε μπορώ να μην αναφέρω το πόσο θεός ήταν ο drummer, εξαιρετικής κατάρτισης drummer (όπως και όλη η μπάντα), με το δυνατό του σημείο να είναι η εμφάνισή του, δηλαδή η απόλυτη οπτική απεικόνιση της ένωσης των χαρακτηριστικών του Buzz Osborne με τον Bad Spencer. Το γεγονός πως ήθελα περισσότερα κομμάτια στο setlist δεν στάθηκε ικανό να μειώσει στο ελάχιστο το μέγεθος της εμφάνισης, καθώς υπήρξα ολότελα ακίνητος κατά τη διάρκεια της, ανίκανος για οτιδήποτε άλλο πέρα από τον ολοκληρωτικό θαυμασμό αυτού που έβλεπα.

η μπάντα

η μπάντα

Είναι κάπου εκεί που συνειδητοποιώ πλήρως πως η ερώτηση «μα καλά, αξίζει να δώσεις τόσα λεφτά να πας εξωτερικό απλά για μια συναυλία;», ισοδυναμεί με την «μα καλά, βγαίνουν ακόμα βινύλια;» που ανά καιρούς με έχει ανατριχιάσει. Ναι, αν αξίζει κάτι, αξίζει για μένα να νιώθω παραλυμένος και να μην μπορώ να κάνω άλλο πράγμα από το θαυμάζω και να απολαμβάνω. Στα εντελώς πρακτικά, ακούστηκαν πολλά τραγούδια από το νέο του album «Beware!», και συγκεκριμένα τα «Beware your only friend» (σε extended ψυχεδελικό όργιο), «You can’t Hurt me now» καθώς και το φανταστικό «You are Lost», το οποίο και έπαιξε ακριβώς μετά το «What are You?» από το «Superwolf». Ήταν σαν ερώτηση/απάντηση. What are you? You are Lost. Και αυτή η φωνή του, δεν μπορώ να βρω λόγια να περιγράψω το πόσο συναισθηματική μπορεί να γίνει. Αρκεί να ακούσει κανείς το album «I See a Darkness» βέβαια, αλλά και πάλι, από τόσο κοντά, είχα μείνει ολοκληρωτικά, τελειωτικά μαγεμένος. Από τότε που κατάλαβα πόσο ηλίθιο είναι να κάνεις κατάταξη σε all time αγαπημένες σου συναυλίες σταμάτησα μεν να το κάνω, αλλά αν το έκανα τώρα, θα μπορούσα να τοποθετήσω αυτό που έζησα στο Paradiso στις ιδιαιτέρως υψηλές θέσεις. Σε άλλα νέα, ακούστηκαν τα «Lie Down in the Light», «Cursed Sleep», «So Everyone», «Where is the Puzzle», «A Minor Place» και η αγαπημένη μου στιγμή, η εξωπραγματική εκτέλεση του «Nomadic Revery (all around)». Σίγουρα και πολλά άλλα, μερικά δεν τα ήξερα καν, τεράστια δισκογραφία γαρ, αυτά όμως τα έπιασε το πολυτάλαντο αυτί μου. Στο τέλος ανέβηκε μαζί η Susanna και είπαν το «(i’ll love you) Forever and Ever», κομμάτι που duet-άρουν και στο αποκλειστικό tour 7″ που ακριβοπωλούσαν. Η εμφάνιση του Bonnie «Prince» Billy κράτησε μία ώρα και σαράντα περίπου λεπτά και αυτή η ώρα και τα σαράντα λεπτά της επόμενης, είναι από τις χρονικές περιόδους αυτές που ένας άνθρωπος θυμάται ως τα βαθιά του γεράματα. Και όσο για μένα, σας διαβεβαιώνω πως δεν υπάρχουν γενικώς πάρα πολλές τέτοιες, ανάλογης έντασης. Βγήκα έξω από το μαγαζί, άναψα το απαραίτητο τσιγάρο που εντός δεν επιτρεπόταν, και σαν άνθρωπος ήμουν πιο πλήρης από πριν. Αυτό και αν το θυμάσαι ως τα βαθιά σου γεράματα. Εγώ. Εσύ δεν ξέρω!

Bonnus Pic Kiwi :

~ από kiwiknorr στο 25 Απριλίου, 2009.

Ένα Σχόλιο to “…και λίγο Amsterdam”

  1. Ω ρε.

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

 
Αρέσει σε %d bloggers: