βρέχει στην εθνική οδό
Αυτή η δημοσίευση δεν έχει να κάνει με πρωταγωνιστικά ακούσματα της εποχής, αυτά μελετήθηκαν παρακάτω, και στα σίγουρα θα μελετηθούν παραπάνω. Τα πράγματα είναι μπόλικα άλλωστε, είναι λίγο δύσκολο να γράφω για όλα, χώρια που δε θα χει και νόημα. Αφήνω στην άκρη λοιπόν τα εννιά cd του Anthony Braxton, το νέο των Hair Police, το «unitxt» του Alva Noto, το «ΧΧΧ» των Pronounced «Sex» και το «Colchester» των Z’EV vs PITA. Σήμερα θα ασχοληθώ με κάτι παρεμφερές, την ελληνική λαϊκή μουσική.
Μου είναι δύσκολο να γράφω για ελληνικούς δίσκους, αν αυτοί βρίσκονται έξω από το όριο των είκοσι, τριάντα, σαράντα, που έχουν ξεπεράσει τις ταμπέλες. Ακόμα πιο δύσκολο δε, είναι να ασχοληθώ γενικώς με το «λαϊκό» τραγούδι. Δεν θα γράψω για το «πολύπαθο» ελληνικό τραγούδι όπως μεγαλεπίβολα θα έγραφε κάποιος (γελοία) πομπώδης πρόλογος. Ούτε για τα όσα εκτρωματικά έχουν ορίσει την υποκουλτούρα του νεοέλληνα. Ούτε φυσικά για την κατάντια του «εντέχνου» λαϊκού. Θα γράψω κάτι για μερικά τραγούδια που «δεν ήταν λαϊκά, ούτε και ροκ, ήταν όμως αληθινά». Ο Σαββόπουλος ισχυριζόταν (με τον συνήθη στόμφο του) πως σιχαινόταν τόσο τους «της κουλτούρας», όσο και την πλέμπα του ελαφρού. Για αυτό, σε μια εποχή που ακόμα είχε κάτι σε όραμα μέσα στην ξεροκεφάλα του, βρήκε τέτοιο και στην πρώτη καλλιτεχνική συνεύρεση του (συνθέτη) Νίκου Ξυδάκη και του (στιχουργού) Μανώλη Ρασούλη. Ονόματα γνωστά σε όλους μας. Τριάντα χρόνια ακριβώς πίσω, η παραγωγή του πρώτου έντυσε τη συνεργασία των άλλων δύο. Έλειπε κάτι εξυψωτικό, ώστε η «Εκδίκηση της Γυφτιάς», τομή μεταξύ του «ευρωπαϊκού» ρεμπέτικου και της κουλτούρας της ανατολής, να φτάσει στα επίπεδα που θα της άρμοζαν ώστε να εκδικηθεί πραγματικά. Αυτό βρέθηκε στο πρόσωπο ενός νεαρού τραγουδιστή, νεοεμφανιζόμενου στα ελληνικά μουσικά δρώμενα, του Νίκου του Παπάζογλου, από τη Θεσσαλονίκη. Ο Νίκος ο Παπάζογλου είναι ο πιο ολιγαρκής έλληνας «λαϊκός» που γνωρίζω. Οι συναυλίες του είναι σπάνιες, η δισκογραφία του μόνο η απολύτως απαραίτητη, και όμως έχει καταφέρει να δημιουργήσει τη δική του σχολή, τη δική του μάσκα στον χώρο του λαϊκού. Αργότερα, θα τραγουδήσει τον «Αύγουστο», όταν και θα πείσει πως πρόκειται για σήμα κατατεθέν της ελληνικής λαϊκής δισκογραφίας, και κατά τη γνώμη μου, από τους κυριότερους εκφραστές της. Θα πει και το «Άστρο του Πρωινού» του Θανάση Παπακωνσταντίνου, σημαντικότερο έλληνα καλλιτέχνη μερικών επόμενων γενεών. Αυτά μετά. Τώρα έχουμε 1978, η «Εκδίκηση της Γυφτιάς» ταράσσει τα νερά τόσο της χατζιδακοθεοδωρακικής, όσο και της διονυσιοκαζαντζιδικής δισκογραφίας. Έκρηξη αυθεντικότητας και ειλικρίνειας, έκδηλη απαισιοδοξία σε στίχους και σημείωση τέλους του Σαββόπουλου στο εσώφυλλο : <<Ύστερα στην πλατφόρμα του σταθμού της Θεσσαλονίκης, ένιωσα πάλι αυτό τον πνιγμό. Βάδισα γρήγορα προς τον τηλεφωνικό θάλαμο παράλληλα με κομμένες φυσιογνωμίες στα τζάμια του τρένου που ξεκίναγε αργά κυλώντας πάνω στις ράγες, κι όλα ήταν σαν φιλμ, σου ερχόντουσαν δάκρυα, κάτι σαν «Θεέ μου βοήθα το λαϊκό τραγούδι, μονάχο του δεν θα τα καταφέρει»>>. Αυτός ο άνθρωπος μπορούσε να δημιουργήσει εικόνες με τις λέξεις του, καλύτερα από τον οποιονδήποτε, και το άγγιγμά του τότε, υπήρξε καθοριστικό. Η ίδια η «Εκδίκηση της Γυφτιάς» έχει κάνει ήδη το μικρό της θαύμα, ακόμα και αν το τελευταίο τέταρτο έχω καταλήξει να γράφω μόνο για το «Κανείς εδώ δεν τραγουδά». Δεν θα αναλωθώ περισσότερο στο να γράφω την προσωπική μου σκοπιά για κάτι που ζυμωνόταν χρόνια και έγινε τελικά το 1978, αλλά θα πω το εξής, πως αυτό το πράγμα έχει ψυχή, στο 1978 τα πράγματα στην ελληνική δισκογραφία είχαν ακόμα ψυχή, και εδώ δεν μιλάμε για κουλτούρα. Ούτε για σιχαμένα ελαφρολαϊκά ή βαρυλαϊκά. Εδώ μιλάμε για την ουσία, για το κέντρο του λαϊκού τραγουδιού. Αυτό από μόνο του, ακόμα και σε ένα blog με «ροκ χαρακτήρα» (inside joke) όπως το Sonic Death Monkey, αξίζει μια δημοσίευση, επετειακή αν θέλετε, μιας και είχανε 1978, εμείς έχουμε 2008. Αξίζει δε (πολύ) να διαβαστούν οι σημειώσεις του δίσκου, σε οδηγούν κατευθείαν στο πράγμα, σου μεταδίδουν τη θέρμη του, στη θέρμη της βρεγμένης εθνικής οδού, στο «κι έξ’ απ’ την πόρτα την κλειστή, εγώ, η πίκρα κι η βροχή».